Magical Girl
- Magical Girl
- 2014
- Ισπανία
- Ισπανικά
- Δραματικό Θρίλερ, Νουάρ
- 18 Δεκεμβρίου 2014
Αποφασισμένος να αγοράσει στη δωδεκάχρονη κόρη του ένα πανάκριβο μοναδικό φόρεμα, πιστό αντίγραφο μιας ηρωίδας που αγαπά, ο πατέρας της, Λουίς, θα αποφασίσει να εκβιάσει μια πλούσια γυναίκα γεμάτη ψυχολογικά προβλήματα που θα γνωρίσει τυχαία και η οποία θα οδηγηθεί εξαιτίας του σε ένα σκοτεινό μονοπάτι μέχρι την στιγμή που με τη βοήθεια ενός άντρα από το παρελθόν της θα ζητήσει εκδίκηση.
Σκηνοθεσία:
Carlos Vermut
Κύριοι Ρόλοι:
Barbara Lennie … Barbara
Luis Bermejo … Luis
Jose Sacristan … Damian
Lucia Pollan … Alicia
Israel Elejalde … Alfredo
Elisabet Gelabert … Ada
Javier Botet … Pepo
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Carlos Vermut
Παραγωγή: Amadeo Hernandez Bueno, Pedro Hernandez Santos, Alvaro Portanet Hernandez
Φωτογραφία: Santiago Racaj
Μοντάζ: Emma Tusell
Σκηνικά: Carlos Vermut
Κοστούμια: Iratxe Sanz
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Magical Girl
- Ελληνικός Τίτλος: Magical Girl
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
- Βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου (Barbara Lennie) στα Goya. Υποψήφιο για σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Luis Bermejo), δεύτερο αντρικό ρόλο (Jose Sacristan), σενάριο και νέο ηθοποιό (Israel Elejalde).
Παραλειπόμενα
- Ο Carlos Vermut αποκάλυψε την πηγή έμπνευση του, που είναι ένα δημοφιλές σκοτεινό άνιμε με τίτλο Puella Magi Madoka Magica. Η εν λόγω τηλεοπτική σειρά εμφανίστηκε στην ιαπωνική τηλεόραση το 2011 και κράτησε μόνο για 12 επεισόδια.
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 17/12/2014
Ένας σκοτεινός κόσμος που ζει στο περιθώριο, εκεί που η αγάπη δεν έχει καμία δύναμη και το βρώμικο νικά το όμορφο, είναι ο κόσμος των ηρώων του «Magical Girl», της δεύτερης μεγάλου μήκους δημιουργίας του πολλά υποσχόμενου ισπανού Κάρλος Βερμούτ. Ένας κόσμος διαλυμένος, άλλα παράξενος, που δικαιολογεί κατά κάποιον τρόπο την καταστροφή του. Τα κίνητρα σε πολλές περιπτώσεις μοιάζουν ξεκάθαρα, αυτό όμως δεν τα καθιστά λιγότερο απεγνωσμένα ή τραγικά. Η γεύση της απελπισίας για αυτό που έγινε, ή για αυτό που πρόκειται να γίνει, μετατρέπει το ανήθικο σε αποδεκτό, τον ευμετάβλητο και κατατεμαχισμένο νου (ίσως και το σώμα) σε πηγή σαγήνευσης, τον πειρασμό προς το απαγορευμένο σε επώδυνο αλλά εθιστικό καθημερινό βασανιστήριο. Σε αυτό τον κόσμο, ο θάνατος, το δαιμόνιο και η σάρκα παρασέρνουν τους χαρακτήρες στους βαθύτερους κύκλους της κόλασης και τους φέρνουν ενάντια στην παράλογη μη προβλεψιμότητα των πράξεών τους. Έξαλλου, δεν είναι δεδομένο ότι ένα «μαγικό κορίτσι» δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και ένα «κορίτσι της φωτιάς».
Η ταινία στην αρχή ακολουθεί την ιστορία ενός απεγνωσμένου άνεργου καθηγητή, που ζει με τη μικρή του κόρη, η οποία πάσχει από μια ανίατη ασθένεια, σε ένα λιτό και φτωχικό διαμέρισμα. Οι σπαρακτικές σκηνές της εισαγωγής (ο πατέρας μαθαίνει στο δωδεκάχρονο παιδί του που αργοπεθαίνει να καπνίζει και να πίνει) δεν μπορούν με τίποτα να σε κάνουν να μαντέψεις αυτό που προετοιμάζεται στο υπόβαθρο. Μια δεύτερη, πιο νοσηρή περιδίνηση στο συλλογικό υποσυνείδητο, οπτικοποιημένη τόσο κομψά που μοιάζει με άψογα υπολογισμένη άσκηση στο είδος του σινεμά της ανατροπής. Τα κομμάτια του παζλ περιλαμβάνουν μια διαταραγμένη γυναίκα, πανέμορφη αλλά ανέκφραστη, που της αρέσει να βλέπει ανθρώπους πιο δυστυχισμένους από αυτήν και έναν καθηγητή μαθηματικών, ο οποίος έχει μόλις πρόσφατα αποφυλακιστεί. Όλοι τους αναζητούν τη λύτρωση (είτε αυτή βρίσκεται σε ένα κόκκινο δωμάτιο με μια μεγάλη μαύρη σαύρα ζωγραφισμένη στην πόρτα του, είτε στο πανάκριβο φόρεμα μιας αγαπημένης ηρωίδας γιαπωνέζικου καρτούν, είτε στην εκπλήρωση μιας και μονό επιθυμίας) με τρόπους ολοένα και πιο ωμούς και άσπλαχνους απ` ότι και οι ίδιοι τους θα είχαν ποτέ προβλέψει. Την ψάχνουν στα ερείπια της ισοπεδωμένης κοινωνίας στην οποία ζουν (σε αυτήν που μπορείς άνετα να κρύψεις χρήματα μέσα στις σελίδες του ισπανικού συντάγματος, άπλα και μονό γιατί κάνεις δεν πρόκειται να το αγοράσει ποτέ), την επιθυμούν, άλλα δεν την έχουν και ίσως δεν θα την έχουν ποτέ, απλά και μονό γιατί μπορεί και να μην υπάρχει.
Ο σκηνοθέτης συνθέτει ένα περίτεχνα δομημένο θρίλερ του φαντασιακού καταφέρνοντας να σε δελεάσει ώστε να προβλέψεις τη συνέχεια, κάτι που αποδεικνύεται πολύ γρήγορα ως το μεγαλύτερό σου λάθος. Δεν επιχειρεί να κατασκευάσει φτηνή αγωνία, αλλά χαμηλώνει τους ρυθμούς προσπαθώντας να συνδυάσει στιγμές εκφυλισμού κι απολυτής αποδόμησης με σκοτεινές πραγματικότητες, οι οποίες όμως πηγάζουν μέσα από εξωφρενικές παραδοχές που είτε τις δέχεσαι, είτε όχι. Η αφήγηση, εσκεμμένα χαμηλών τόνων, κρύβει πίσω από τις ατέλειωτες σιωπές μια βαθιά κριτική σκέψη (ίσως με σαρκαστική διάθεση) για τη σκοτεινή διάδραση ανάμεσα σε χρήμα και συναισθήματα, το τεράστιο, ολοένα και βαθύτερο χάσμα ανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχια, και τον τρόπο με τον οποίο η οποιαδήποτε κρίση (η οποία στην ουσία είναι και ο κινητήριος μοχλός της πλοκής) γκρεμίζει συθέμελα ορθολογικές ανθρώπινες συμπεριφορές. Η κάμερα εναλλάσσει λήψεις που κάνουν το αίμα να παγώνει, με αποπροσανατολισμένα καδραρίσματα ωχρών εσωτερικών χώρων, δημιουργώντας περίεργα κοντράστ εικόνων, συναισθημάτων και υπαινιγμών. Ίσως το μοναδικό αδύναμο σημείο είναι το γεγονός ότι οι αφηρημένες νοηματικές ανατροπές της πρώτης πράξης αποδεικνύονται τελικά ισχυρότερες από τα τελευταία λεπτά του φιλμ. Ο Βερμούτ, στην προσπάθειά του να συμμαζέψει την κατακερματισμένη ιστορία -γλιστρώντας παράλληλα στην κατάχρηση-, την καθιστά αναμενόμενη μια και έχεις ήδη καταφέρει να καταλάβεις τι πρόκειται να συμβεί. Παρόλα αυτά, η πλοκή αρνείται να εξελιχθεί συμβατικά, με κανόνες και φόρμουλες που θα άρμοζαν στο genre, πετυχαίνοντας να κρατάς την ανάσα σου από την αρχή μέχρι το τρομακτικά αλληγορικό της φινάλε.
Συνοψίζοντας, αυτό το ολοκληρωτικά άσεβες και αιρετικό φιλμ, το οποίο λάτρεψε ο Πέδρο Αλμοδοβάρ και κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας αλλά και σκηνοθεσίας στο φετινό φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, είναι ένα δημιούργημα που σε οδηγεί μονίμως έκτος ασφαλούς ζώνης. Μεταφέροντας τα συναισθήματά σου από τον έναν πρωταγωνιστή στον άλλον -χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι και σίγουρα χωρίς τη συγκατάθεσή σου-, διατηρεί μια σιωπηλά τεταμένη ατμόσφαιρα, ταυτόχρονα ευπρόσβλητη και άθραυστη. Σαν την εκπληκτική πρωταγωνίστριά του (Μπάρμπαρα Λένι), κρατά μια ανήκουστη δύναμη πάνω μας, της οποίας οι απαίσιες επιπτώσεις παίρνουν μορφή μόλις στο τέλος, όταν πια είναι ήδη πολύ αργά. Ατμοσφαιρικό και προκλητικό όσο τίποτε, ψάχνει διεξόδους απελπισμένα, εξαπατώντας φαντασιωσικά μέχρι και τον ίδιο του τον εαυτό, μοιάζοντας τελικά με μια θεαματική ταχυδακτυλουργία, η οποία όμως (φέρνοντας στο νου το ευφυέστατο «Prestige» του Κρίστοφερ Νόλαν) φανερώνει πάντοτε ένα ζωντανό πουλί στο κλουβί, αλλά κρύβει κι ένα νεκρό στο συρτάρι.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 18/12/2014
Κινηματογράφος δυνατού σεναρίου στα χνάρια του Guillermo Arriaga (βλέπε Alejandro Iñárritu), που σε γραπώνει βίαια από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό και… σε κάνει ό,τι θέλει. Πρόκειται για μία από εκείνες τις ταινίες που δημιουργούν μια σχέση ανοιχτού διαλόγου με τον θεατή, όσο φυσικά και διαρκούς (αριστοτεχνικής) εξαπάτησής του. Ο Carlos Vermut δεν χάνει ποτέ την ικανότητά του να σε αιφνιδιάζει, στέλνοντας απροειδοποίητα την ιστορία του σε ολοκαίνουριες κατευθύνσεις, μέσω ανατροπών όχι απλώς της πλοκής, αλλά πολύ περισσότερο των ίδιων των χαρακτήρων, και σε βυθίζει σε έναν απειλητικό κόσμο σοκαριστικής αμφισημίας. Τα πιο όμορφα συναισθήματα δοκιμάζονται ανηλεώς πυροδοτώντας μια κατάδυση στις σκοτεινότερες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής, όπου η αγάπη σφιχταγκαλιάζεται με τη βία και τα ηθικά όρια θολώνουν. Παρακολουθούμε ένα τραγικό παζλ απρόβλεπτης αλληλεπίδρασης χαρακτήρων, αξιοθαύμαστα πολυδιάστατων, ανθρώπινων όσο και, ταυτόχρονα, απάνθρωπων.
Η παγερή ατμόσφαιρα αυτού του ασφυκτικού, όσο και αβάσταχτα ρεαλιστικού κόσμου διαθέτει περισσότερο χώρο για κατάμαυρο χιούμορ παρά για την έκφραση κάποιου ζεστού συναισθήματος, το οποίο είτε καταρρέει κάτω από το καλοδουλεμένο κουβάρι των δράσεων και αντιδράσεων της ιστορίας είτε σιγοκαίει στο βάθος μονάχα ως πικρός υπαινιγμός. Αντανακλώντας τις αντικρουόμενες πτυχές των χαρακτήρων, των συναισθημάτων και της μονίμως επαναπροσδιοριζόμενης οπτικής του θεατή, η υποδειγματική σκηνοθεσία του Vermut κατορθώνει συχνά να συνδυάσει ψυχρότητα και λυρισμό στα ίδια πλάνα. Οι εικόνες του μιλούν από μόνες τους, δίνοντας έμφαση στη -συμβολική/συνειρμική- λεπτομέρεια. Κι έτσι αυτή η καθηλωτική κινηματογραφική τραγωδία, ακόμα κι αν δεν είναι η απόλυτα αψεγάδιαστη ή πρωτόγνωρη εμπειρία που θα την καθιστούσε πραγματικό αριστούργημα, επισφραγίζει το διαρκές παιχνίδι της με το μυαλό του θεατή τρυπώνοντας για τα καλά εντός του και μετά το τέλος της.
Βαθμολογία: