
Εγώ, ο Κολοκυθάκης
- Ma Vie de Courgette
- My Life as a Zucchini
- 2016
- Ελβετία
- Γαλλικά
- Δραμεντί, Κινούμενα Σχέδια, Οικογενειακή
- 07 Δεκεμβρίου 2017
Το Κουρζέτ (κολοκυθάκι) είναι ένα ιντριγκαδόρικο παρατσούκλι για 9χρονο αγόρι. Παρόλα αυτά, η μοναδική του ιστορία είναι παραδόξως παγκόσμιας σημασίας. Μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο Κουρζέτ γίνεται φίλος με έναν αστυνομικό, τον Ρειμόντ, που τον συντροφεύει στο ορφανοτροφείο, γεμάτο και με άλλα ορφανά στην ηλικία του. Αρχικά παλεύει να βρει τη θέση του σε αυτό το περίεργο και κάποιες φορές εχθρικό περιβάλλον. Αλλά με τη βοήθεια του Ρειμόντ και των νέων του φίλων, ο Κουρζέτ αρχίζει να μαθαίνει την εμπιστοσύνη, βρίσκει την αληθινή αγάπη, αλλά κι ένα καινούργιο σπίτι.
Σκηνοθεσία:
Claude Barras
Κύριοι Ρόλοι:
Gaspard Schlatter … Courgette (φωνή)
Sixtine Murat … Camille (φωνή)
Paulin Jaccoud … Simon (φωνή)
Michel Vuillermoz … Raymond (φωνή)
Raul Ribera … Ahmed (φωνή)
Estelle Hennard … Alice (φωνή)
Elliot Sanchez … Jujube (φωνή)
Lou Wick … Beatrice (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Celine Sciamma
Παραγωγή: Marc Bonny, Armelle Glorennec, Pauline Gygax, Max Karli, Kateryna Merkt, Michel Merkt
Μουσική: Sophie Hunger
Φωτογραφία: David Toutevoix
Μοντάζ: Valentin Rotelli
Σκηνικά: Ludovic Chemarin
Κοστούμια: Christel Grandchamp, Vanessa Riera
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Ma Vie de Courgette
- Ελληνικός Τίτλος: Εγώ, ο Κολοκυθάκης
- Διεθνής Τίτλος: My Life as a Zucchini
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Autobiographie d’une Courgette του Gilles Paris.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ κινουμένων σχεδίων.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα κινουμένων σχεδίων.
- Υποψήφιο για βραβείο Bafta κινουμένων σχεδίων.
- Βραβείο Cesar κινουμένων σχεδίων και διασκευασμένου σεναρίου. Υποψήφιο για μουσική.
- Βραβείο κινουμένων σχεδίων στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Υποψήφιο για το βραβείο Lux της ΕΕ.
- Καλύτερη ταινία και μουσική στα εθνικά βραβεία της Ελβετίας.
- Επίσημη πρόταση της Ελβετίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Έφτασε ως τα εννιά επικρατέστερα.
Παραλειπόμενα
- Τεχνική: Stop-motion animation
- Πρώτη μεγάλου μήκους σκηνοθεσία για τον ελβετό Claude Barras.
- Πρόκειται για τη δεύτερη διασκευή του βιβλίου του Gilles Paris από το 2002. Η πρώτη ήταν “ζωντανή” και βγήκε το 2008 για την τηλεόραση, έχοντας τίτλο C’est Mieux la Vie Quand on est Grand.
- Χρειάστηκε δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί.
- Στην αγγλόφωνη εκδοχή συμμετείχαν και οι: Nick Offerman, Amy Sedaris, Will Forte και Elliot Page.
- Και στα ελληνικά, με τις φωνές των: Ιφιγένεια Στάικου (Κολοκυθάκης), Χρυσούλα Παπαδοπούλου (Καμίλ), Εβελίνα Αραπίδη (η διευθύντρια), Σοφία Καψαμπέλη (Σιμόν/Ροζί), Ελευθερία Μεταξά (Ζιζίμπ), Ποίμης Πέτρου (Κος Πολ), Διονυσία Τσιτιρίδου (Αχμέντ/Μπεατρίς), Γιάννης Υφαντής (Ρειμόντ), Κωνσταντίνος Κακκανάς. Σκηνοθετική επιμέλεια: Kωνσταντίνος Κακκανάς. Μετάφραση: Φανή Καρόζη.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η Sophie Hunger είναι η ερμηνεύτρια του Le Vent Nous Portera.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 5/12/2017
Πώς θα μπορούσε ιδανικά ένα animation που έχει ως δέκτη το παιδικό κοινό (όχι όμως αποκλειστικά) να προσεγγίσει θέματα με τα οποία ο μικρός θεατής δεν έχει εξοικείωση και που μπορεί μάλιστα αν θιχτούν με ένα λανθασμένο τρόπο να του προκαλέσουν άγχος, μέχρι και φόβο, όπως ο θάνατος, η εξάρτηση από τα ναρκωτικά, η εγκατάλειψη και κακοποίηση ανηλίκων, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και το σεξ;
Το “Ma Vie de Courgette” αποτελεί μια αφοπλιστική απάντηση σε αυτήν την απορία, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως όσο κι αν το φιλμ ενδιαφέρεται για τις ευαισθησίες του παιδικού ψυχισμού (διόλου τυχαίος και ο απλοϊκός σχεδιασμός των ηρώων που θυμίζει τη χειροποίητη γοητεία μιας παιδικής ζωγραφιάς) και προσέχει τις αναφορές του σε αυτά τα επίμαχα ζητήματα, η έλλειψη χιουμοριστικών εκρήξεων με τη μορφή του σλάπστικ, τα μουντά χρώματα και η προσγειωμένη οπτική μπορεί να απομακρύνουν τις παιδικές ηλικίες παρόλο που οι ενήλικες με ευαίσθητες κεραίες σίγουρα θα το εκτιμήσουν και με το παραπάνω. Αξίζει να σημειωθεί βέβαια ότι οι «ειδήμονες» στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού που «ζυγίζουν» την καταλληλότητα ή μη ενός φιλμ για συγκεκριμένες ηλικίες έκριναν πως ένα κοινό κάτω των δεκατριών ετών δεν θα ήταν καλό να παρακολουθήσει αυτήν την ταινία, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Επιστρέφοντας στα ουσιώδη του animation αυτού, η διάχυτη μελαγχολία που υπάρχει συνδυάζεται με μια παραδόξως φωτεινή, όχι όμως με χαζοχαρούμενο τρόπο, ματιά, πετυχαίνοντας ένα γλυκόπικρο συνδυασμό ο οποίος λειτουργεί παίρνοντας τα καλά στοιχεία και των δύο πλευρών, από τη μία έχοντας μια στάση γεμάτη ειλικρινές ενδιαφέρον απέναντι σε μια θεματολογία που θα μπορούσε να ξεπέσει σε μια μελοδραματική εκμετάλλευση στα χέρια λιγότερο ικανών συντελεστών, από την άλλη προσφέροντας μια διέξοδο, μια λύτρωση που φαντάζει πειστική και όχι αβάσιμα αισιόδοξη μονάχα για να ελαφρυνθεί κάπως το κλίμα που επικρατεί με το ζόρι.
Μια σημαντική λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά είναι η αξιοθαύμαστη αφηγηματική οικονομία. Σε καιρούς που τα κατά τα άλλα οικογενειακής στόχευσης animation μεγάλων στούντιο προκειμένου να αντιμετωπιστούν περισσότερο σοβαρά διαρκούν και περισσότερο ξεπερνώντας τη μιάμιση ώρα ενώ το είδος αρίστευε και σε λιγότερο χρόνο από αυτόν παλιότερα (για παράδειγμα το “The Lion King”), το φιλμ του μικρομηκά πριν αυτό του το βήμα Claude Barras ξεπερνάει μετά βίας τη μία ώρα δίνοντας ταυτόχρονα την εντύπωση μιας πλήρως ολοκληρωμένης δημιουργίας. Δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου λίπος εδώ, όλες οι σκηνές έχουν λόγο ύπαρξης για τον τρυφερό μύθο που αναπτύσσεται και, το κυριότερο, αυτό που παρουσιάζεται δεν μοιάζει να έχει κενά που θα συμπληρώνονταν με περισσότερο κινηματογραφικό χρόνο. Πρόκειται για τον ορισμό της λέξης «διαμαντάκι», που δεν αγγίζει το αριστούργημα λόγω κάποιων προχειροτήτων στη συγγραφή του σεναρίου που αφαιρούν κάποιους πόντους από την κατά τα άλλα σχεδόν απολύτως ρεαλιστική ματιά (τα πιο προφανή παραδείγματα εδώ είναι το πως ο χαρακτήρας του Simon αλλάζει και μαλακώνει εντελώς απότομα ή κάποιες βεβιασμένες αντιδράσεις της Camille). Το ψυχολογικό βάθος και η συναισθηματική ειλικρίνεια εδώ ανταγωνίζονται στα ίσα και ίσως και να ξεπερνάνε σε κάποιες πτυχές τους τις αντίστοιχες αρετές της Pixar, οι εύστοχες χιουμοριστικές πινελιές που ελαφρύνουν κάπως την ατμόσφαιρα πηγάζουν ως επί το πλείστον από την αυθόρμητη παιδικότητα των μικρών χαρακτήρων και όλο το φιλμ εκπέμπει μια αίσθηση ότι παρακολουθεί κανείς μια «φέτα ζωής», κάτι που συναντάται σπάνια στα κινούμενα σχέδια που λόγω φόρμας σχεδόν πάντα υπερβαίνουν το ρεαλισμό και δρουν με μια «αποδραστική» ιδιότητα.
Το “Ma Vie de Courgette” είναι μια όμορφη υπέρβαση του κανόνα, ένας λεπτοδουλεμένος ύμνος στην παιδική αθωότητα και την απώλειά της από τους κτηνώδεις ενίοτε (βασικά τις περισσότερες φορές) μηχανισμούς του κόσμου των «μεγάλων», με τις εξαιρέσεις να αποτελούν τέτοιες ακριβώς επειδή δεν ξεχνούν το μικρό, φοβισμένο πλάσμα που κάποτε υπήρξαν. Οι ενήλικες ας μην αποθαρρυνθούν από την παιδικότητα του τίτλου και οι μικροί από τη… «μεγαλοσύνη» του θέματος. Αμφότερες οι ομάδες θα έχουν κερδίσει από κάτι στο τέλος.
Βαθμολογία: