Σικάγο, 1927, σε ένα στούντιο ηχογράφησης. Η ένταση ανεβαίνει ανάμεσα στη Μα Ρέινι, τον φιλόδοξο μουσικό κόρνου και τον λευκό μάνατζερ που έχει βάλει σκοπό να ελέγξει τη θρυλική “Μητέρα των Μπλουζ”. Μέσα σε αυτό το κλειστοφοβικό σκηνικό, θα ακουστούν αλήθειες και ψέματα που θα αλλάξουν τις ζωές όλων τους για πάντα.

Σκηνοθεσία:

George C. Wolfe

Κύριοι Ρόλοι:

Viola Davis … Ma Rainey

Chadwick Boseman … Levee

Glynn Turman … Toledo

Colman Domingo … Cutler

Michael Potts … Slow Drag

Taylour Paige … Dussie Mae

Dusan Brown … Sylvester

Jonny Coyne … Sturdyvant

Jeremy Shamos … Irvin

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Ruben Santiago-Hudson

Παραγωγή: Todd Black, Denzel Washington, Dany Wolf

Μουσική: Branford Marsalis

Φωτογραφία: Tobias A. Schliessler

Μοντάζ: Andrew Mondshein

Σκηνικά: Mark Ricker

Κοστούμια: Ann Roth

Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Video-on-Demand.

Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Ma Rainey’s Black Bottom
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Θρυλική Μα Ρέινι
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Black Bottom

Σεναριακή Πηγή

  • Θεατρικό: Ma Rainey’s Black Bottom του August Wilson.

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ κοστουμιών και μακιγιάζ/κομμώσεων. Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Chadwick Boseman), πρώτο γυναικείο ρόλο (Viola Davis) και σκηνικά.
  • Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Chadwick Boseman) σε δράμα. Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Viola Davis) σε δράμα.
  • Βραβείο Bafta κοστουμιών και μακιγιάζ/κομμώσεων. Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Chadwick Boseman).

Παραλειπόμενα

  • Η Gertrude ‘Ma’ Rainey (γεννημένη ως Gertrude Pridgett) είναι ιστορικό πρόσωπο (ακόμα κι αν το στόρι είναι μυθοπλαστικό), και μία από τις πρώτες διάσημες αφρο-αμερικανίδες επαγγελματίες στο μπλουζ. Τα τραγούδια στην ταινία είναι επανεκτελέσεις επιτυχιών της, φροντισμένες από τον Branford Marsalis.
  • Ο Denzel Washington είχε κάνει συμφωνία με το HBO να αναλάβει την παραγωγή εννιά θεατρικών του August Wilson, με το συγκεκριμένο να είναι ανάμεσα τους. Το 2019 όμως η συμφωνία αυτή μεταφέρθηκε στο Netflix. Ο έγχρωμος σταρ είχε “δημιουργική γνώση” από τον συγγραφέα ήδη από το 2010 και το Εμπόδια (Fences), όπου κοντά του είχε και πάλι τη Viola Davis, τόσο στη θεατρική όσο και την κινηματογραφική εκδοχή του 2016.
  • Γυρίστηκε σε λιγότερο από ενάμισι μήνα στο Πίτσμπουργκ.
  • Με αυτή την ταινία έκλεισε την καριέρα του Chadwick Boseman.
  • Παγκόσμια διανομή στην πλατφόρμα του Netflix, με πρεμιέρα όμως πρώτα στις αίθουσες.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 21/12/2020

Σικάγο, 1927. Μια μπλουζ μπάντα προβάρει στο υπόγειο ενός στούντιο ηχογραφήσεων περιμένοντας την πολυθρύλητη Μα Ρέινι. Καθώς τα μέλη της συζητούν, ανακύπτουν σημαντικές αντιθέσεις στην κοσμοθεωρία τους και έτσι όταν καταφτάνει εμφανώς αργοπορημένη  η εκκεντρική «Μητέρα των Μπλουζ» με τις δικές τις ανυποχώρητες θέσεις, το κλίμα είναι ήδη τεταμένο. Σύντομα λοιπόν καθίσταται σαφές ότι αυτή δεν πρόκειται να είναι μία τυπική μέρα ηχογράφησης ενός καινούριου άλμπουμ, αλλά μία αρένα ποικίλλων αντιπαραθέσεων. Κύριο πρόσωπο της ιστορίας είναι ο τρομπετίστας της μπάντας, ο Λέβι, ένας φιλόδοξος μουσικός που πασχίζει να περάσει τις καινοτομίες του στο τελικό μουσικό αποτέλεσμα και να αναρριχηθεί στη μπλουζ σκηνή.

Η ταινία του Τζορτζ Σι Γουλφ αποτελεί διασκευή του ομώνυμου θεατρικού του Όγκαστ Γουίλσον και φορά με καμάρι τις θεατρικές περγαμηνές της. Το κείμενο του σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα, όπως μετουσιώνεται σε κινηματογραφικός λόγος από τους πρωταγωνιστές της ταινίας, είναι η κεντρομόλος δύναμη και αναδεικνύεται χάρη στην ηπιότητα των λοιπών παραγόντων του έργου. Το προσεγμένο production design, η αναπαράσταση της εποχής, το εξαίσιο soundtrack, η επιλογή των πολλών κοντινών πλάνων στα πρόσωπα των ηθοποιών, ο σεβασμός στους πεντακάθαρα θεατρογενείς μονολόγους, αλλά και γενικότερα κάθε επιλογή του Γουλφ μοιάζουν να τίθενται στην υπηρεσία του κειμένου του Γουίλσον. Αντίστοιχες επιλογές έκανε και ο -εκτελών εδώ χρέη παραγωγού- Ντένζελ Γουάσινγκτον όταν μετέφερε στο πανί επιτυχημένα το Fences του ίδιου συγγραφέα.

Στο «Ma Rainy’s Black Bottom» λοιπόν, το θεατρικό στήσιμο δεν προδίδεται ποτέ. Ο Γουλφ μεριμνά ώστε να αποσπάσει σπουδαίες ερμηνείες, με προεξάρχουσα την παρουσία της Βαϊόλα Ντέιβις που πλημμυρίζει  την οθόνη με το κολοσσιαίο ανάστημά της. Αιχμή του δόρατος όμως είναι ο αδικοχαμένος Τσάντουικ Μπόουζμαν ο οποίος στην τελευταία ερμηνεία της σύντομης καριέρας του γεμίζει κάθε σημείο του χαρακτήρα του, απαγγέλει μονολόγους με ένταση επιπέδου Ντένζελ και ραγίζει συναισθηματικά με καθηλωτική φυσικότητα, υπηρετώντας τόσο το πρόσωπο του χαρακτήρα του όσο και το προσωπείο που αυτός επιμελώς έχει συνθέσει.

Παρότι η σαρωτική δύναμη του λόγου του Γουίλσον σε κάποια σημεία μοιάζει να έρχεται δίχως την απαιτούμενη (κινηματογραφική) κλιμάκωση, οι πολυσχιδείς δυναμικές του έργου του φανερώνονται εδώ στην ολότητά τους. Η μπλουζ, μουσική πατρίδα των μαύρων της Αμερικής, ένα σπίτι από πένθιμες νότες αξιοπρέπειας που τους ενώνει, είναι πανταχού παρούσα και συντροφεύει κάθε έκρηξη ή κάθε βωβό σπαραγμό τους. Η βιωμένη αδικία που έχει σημαδέψει τη ζωή τους είναι παρούσα ακόμα και μετά τον εμφύλιο. Άλλωστε, στο Σικάγο του προηγμένου αμερικανικού βορρά οι όροι διαβίωσης ενός μαύρου είναι ακόμα δυσχερέστατοι. Η δουλεία μπορεί να μην υπάρχει ως νομική έννοια, ωστόσο η θέση του μαύρου στην αμερικανική κοινωνία παραμένει ακόμα αυτή ενός ανθρώπινου όντος δεκτικού άτυπης ιδιοκτησίας που δεν επιτρέπεται να εξουσιάζει τον εαυτό του.

Γι’ αυτό και η Μα Ρέινι αρνείται οποιαδήποτε υποχώρηση στις επί της αρχής παράλογες απαιτήσεις της: αντιλαμβάνεται ότι είναι και αυτή ένα ακριβοπληρωμένο γρανάζι ενός συστήματος που κινείται προς ικανοποίηση λευκής πλουτοκρατίας και πως όταν πάψει να τους προσφέρει κέρδος, θα εκπέσει όλων των βραχύβιων προνομίων της. Ο φοβισμένος λευκός μάνατζέρ της και ο πλούσιος νταής ιδιοκτήτης του στούντιο της προκαλούν μία εγγενή απέχθεια που αδυνατεί να τιθασεύσει, οδηγούμενη πολλάκις σε παραλογισμούς.

Στον αντίποδά της, ο Λέβι φιλοδοξεί να ανελιχθεί στη βιομηχανία πιστεύοντας ότι έτσι θα διαφύγει του λευκού κατεστημένου, δημιουργώντας έναν δικό του μικρόκοσμο ανεξαρτησίας τον οποίο θα συντηρεί χάρη στην επιτυχία των τραγουδιών και της μπάντας που θα φτιάξει. Θέλει να μοιάσει στη Μα Ρέινι, μια φιγούρα που του προκαλεί δέος, της πλανάται όμως ως προς τον τρόπο που εκλαμβάνει τη θέση της απέναντι στο λευκό σύστημα της βιομηχανίας. Το δίπολο μεταξύ των δύο χαρακτήρων, οι οποίοι έχουν μεταξύ τους ολίγιστη επαφή, είναι το κέντρο βάρους της ταινίας και περνάει στην ψυχή του θεατή δίχως να υπερτονίζεται από δραματικές σκηνές.

Ο Γουλφ αφηγείται μία ιστορία συσσωρευμένης και πολυμερούς φυλετικής αδικίας και ανείπωτης εσωτερικής έντασης στο πρόσωπο του Λέβι με τρόπο ελεύθερο, σχεδόν σε real time αφήγηση. Στέκεται σε λεπτομέρειες στις εκφράσεις των ηθοποιών το και αφήνει τη μουσικότητα του ρυθμού να κυριαρχήσει, ειδικά στο πρώτο μέρος. Κατορθώνει επίσης να αναδείξει την επαφή του κειμένου του Γουίλσον με τη σημερινή αμερικανική πραγματικότητα, δημιουργώντας πολυδιάστατους χαρακτήρες με τσακισμένες ψυχές που αδυνατούν να διαφύγουν των τραυμάτων τους και όχι απλώς θύματα ενός απάνθρωπου στερεοτυπικού κοινωνικού γίγνεσθαι. Παρότι οι σπουδαιότερες αρετές της ταινίας πηγάζουν από το θεατρικό κείμενο, η αξία της σκηνοθετικής δουλειάς εν προκειμένω βρίσκεται στην ανάδειξη της δύναμης του λόγου και αυτό πιστώνεται στον Γουλφ.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *