
Ο Δράκος του Ντίσελντορφ
- M - Eine Stadt Sucht einen Mörder
- M
- 1931
- Γερμανία
- Γερμανικά
- Αστυνομική, Δραματικό Θρίλερ, Θρίλερ, Νουάρ
Βερολίνο, αρχές 1930. Η τοπική κοινωνία αναστατώνεται από την ύπαρξη ενός τρομακτικού σίριαλ κίλερ, που σκοτώνει μόνο παιδιά. Ο «δράκος» αυτός καταφέρνει και ξεφεύγει συνέχεια και ο αριθμός των παιδιών που εξαφανίζονται μεγαλώνει. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιος μπορεί να είναι, αλλά ο δολοφόνος έχει ένα χαρακτηριστικό: σφυρίζει πάντα έναν συγκεκριμένο σκοπό από ένα κομμάτι κλασικής μουσικής. Στο μεταξύ, η υποψία πλανάται στον αέρα και οι άνθρωποι ψάχνουν ανάμεσά τους τον στυγνό δολοφόνο. Η αστυνομία κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να εντοπίσει τον δολοφόνο, φρουρεί κάθε δρόμο και ερευνά τις συνοικίες σπιθαμή προς σπιθαμή. Παράλληλα, ο υπόκοσμος της περιοχής αποφασίζει να αναλάβει δράση.
Σκηνοθεσία:
Fritz Lang
Κύριοι Ρόλοι:
Peter Lorre … Hans Beckert
Otto Wernicke … επιθεωρητής Karl Lohmann
Gustaf Grundgens … ο διαρρήκτης
Ellen Widmann … Κα Beckmann
Inge Landgut … Elsie Beckmann
Theodor Loos … επιθεωρητής Groeber
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Thea von Harbou, Fritz Lang
Παραγωγή: Seymour Nebenzal
Φωτογραφία: Fritz Arno Wagner
Μοντάζ: Paul Falkenberg
Σκηνικά: Emil Hasler, Karl Vollbrecht
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: M – Eine Stadt Sucht einen Morder
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Δράκος του Ντίσελντορφ
- Διεθνής Τίτλος: M
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Μ, ο Δολοφόνος [επανέκδοσης]
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ο Δράκος του Λονδίνου (1951)
Σεναριακή Πηγή
- Άρθρο: του Egon Jacobson.
Παραλειπόμενα
- Πρώτη ομιλούσα ταινία του Fritz Lang, που έμελλε να γίνει μία από τις πλέον κλασικές του. Για κάποιους κριτικούς, θεωρείται το απόγειο του.
- Ο Lang έβαλε αγγελία το 1930 στην εφημερίδα, αναγγέλλοντας ότι η επόμενη του ταινία θα ονομάζεται Δολοφόνος Ανάμεσα μας, και θα αφορά έναν δολοφόνο παιδιών. Άμεσα άρχισε να δέχεται απειλητικά γράμματα, αλλά και του αρνήθηκε η πρόσβαση για γύρισμα στα Staaken Studios. Όταν ο Lang πήγε στο αφεντικό του στούντιο για να μάθει τους λόγους του αποκλεισμού του, πληροφορήθηκε ότι εκείνος ήταν μέλος του ναζιστικού κόμματος, και ότι το κόμμα του δεν ενέκρινε μια τέτοια ιστορία. Έτσι, ο γερμανός σκηνοθέτης προτίμησε να πάει στη Nero-Film, και να αφήσει την κραταιά UFA.
- Για να κάνει έρευνα για το φιλμ, ο δημιουργός πέρασε 8 ημέρες μέσα σε ψυχιατρικό ινστιτούτο, όπου συνάντησε κάποιους δολοφόνους παιδιών, μαζί με αυτούς και τον διαβόητο Peter Kurten (γνωστός ως “βαμπίρ του Ντίσελντορφ”). Πάνω στην ιστορία αυτού βάσισε και το βασικό μέρος του στόρι, αν και το 1963 αρνήθηκε κάτι τέτοιο, λέγοντας ότι έκανε χρήση της ιστορίας πολλών εγκληματιών της εποχής.
- Ο Lang χρησιμοποίησε αληθινούς ανθρώπους του υποκόσμου για κομπάρσους. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, 25 από αυτούς συνελήφθησαν από την αστυνομία.
- Η αρχική βερσιόν καταχωρήθηκε από το Ομοσπονδιακό Αρχείο Κινηματογράφου της Γερμανίας, αλλά εκεί υπήρχαν μονάχα 96 από τα αρχικά 117 λεπτά διάρκειας. Η αποκατάσταση έγινε το 2000 στην Ολλανδία, με τη Janus Films να παρουσιάζει μια εκδοχή των 109 λεπτών.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 25/7/2011
Βερολίνο, αρχές του 1930, με το ναζιστικό κόμμα ανερχόμενο. Το Ντίσελντορφ αναστατώνεται από έναν κατά συρροή δολοφόνο μικρών κοριτσιών. Όχι μόνο η αστυνομία αλλά και ο υπόκοσμος ψάχνουν πυρετωδώς να τον βρουν γιατί η παρουσία των οργάνων της τάξης εμποδίζει τις παράνομες δουλειές της νύχτας.
Η ταινία του Λανγκ είναι τόσο καινοτόμος και πολυεπίπεδη που εντυπωσιάζει. Για παράδειγμα: 1) Εισάγει στο είδος του θρίλερ και μάλιστα με κατά συρροή δολοφόνο και καταγράφει διεξοδικά τις μεθόδους, ντετεκτιβικές και σήμανσης. 2) Εγγράφει απολύτως ελλειπτικά (δεν υπάρχει ούτε μια αναφορά σε πρώτο επίπεδο στους ναζί) το κλειστοφοβικό, μικροαστικό κλίμα μια εποχής όπου οι άνθρωποι ζουν υπό το κράτος μιας απροσδιόριστης απειλής και ως προς αυτό, αποτελεί την απαρχή μιας φιλμογραφίας που θα καταλήξει στην Λευκή Κορδέλα του Χάνεκε. 3) Με παράλληλο μοντάζ, παρομοιάζει την εξουσία της αστυνομίας με εκείνη του υπόκοσμου ως δυο πολιτικές δυνάμεις που κινούν την κοινωνία ως διωστήρας-στρόφαλος, κάτι που εισάγει επίσης σε μια άλλη φιλμογραφία που θα καταλήξει στον Νονό του Κόπολα. 4) Προσγειώνει τον εξπρεσιονισμό σε ένα πεδίο πιο «ρεαλιστικό», αν και ο ρεαλισμός δεν έχει ακόμη συγκροτηθεί στην τέχνη του σινεμά – μόλις ένα χρόνο πριν είχε γεννηθεί ο ομιλών. 5) Κάνει ομαλό πέρασμα από τον βωβό στον ομιλούντα χρησιμοποιώντας τους διαλόγους μόνο εκεί που είναι απαραίτητο, εκμεταλλευόμενος οπτικά και τις δυο περιόδους. 6) Καταφέρνει να συνδυάσει το δράμα με τη σάτιρα – πολλές σκηνές, ακόμα και πολύ δραματικές, έχουν ένα διαβολικό μαύρο χιούμορ, ο ήρωας (Πίτερ Λόρι) είναι πιο πολύ ένας τραγικός παλιάτσος παρά ένας αιμοβόρος δράκος. Αναλόγως διακωμωδεί και την αστυνομία. Τα κόλπα διάρρηξης στο κτίριο που είναι εγκλωβισμένος ο δράκος μοιάζουν με απαρχή ταινιών όπως τα Ocean’s. 7) Στον μονόλογο του δράκου εισάγεται η ιδέα της ψυχοπάθειας που υπερβαίνει την κατηγοριοποίηση του ανθρώπου με ηθικά κριτήρια.
Η τελική σεκάνς με το λαϊκό δικαστήριο μπορεί να φαίνεται αναληθοφανής (στην πραγματική ζωή, οι κακοποιοί απλά θα τον έβγαζαν από τη μέση για να επανέλθουν οι δρόμοι στην «ομαλή» τους λειτουργία), αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είμαστε ακόμη στην εποχή που οι φιλολογικές υπερβολές (μεταφορές, συμβολισμοί, αλληγορίες, κοινωνικός διδακτισμός του 19ου αιώνα) ακόμη επηρεάζουν την τέχνη. Άλλωστε, ο όχλος των παράνομων που δικάζει τον Μπέκερ συμβολίζει τον ίδιο τον λαό που βρίσκεται σε κατάσταση λανθάνουσας αποκτήνωσης. Η επιθυμία τους για εκτέλεση του δράκου είναι μια ανεξέλεγκτη δίψα για αίμα, που προκαλεί η κοινωνική σκοτεινιά. Οι παρατηρήσεις που μπορεί να κάνει κανείς είναι ατέλειωτες. Όσοι δεν το έχουν δει, είναι ευκαιρία να το απολαύσουν στην μεγάλη οθόνη.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 22/8/2023
Αφού διαπραγματεύτηκε τους γερμανικούς μύθους και θρύλους (Nibelungen, 1924) και έχοντας σκηνοθετήσει το μεγαλεπήβολο όραμά του για έναν μελλοντικό κόσμο (Metropolis,1927), ο Fritz Lang επέλεξε ένα φαινομενικά πιο ρεαλιστικό θέμα, το οποίο όμως μαρτυρούσε για μία φορά ακόμη τη γοητεία που του ασκούσαν τα θέματα του πεπρωμένου και της εγκληματικής παθολογίας. Άλλωστε ο γερμανικός εξπρεσιονισμός βρισκόταν πάντα σε συνεχή ισορροπία μεταξύ της φιλοδοξίας προς το υψηλό και της έλξης προς το σκοτεινό. Στο «Μ», το μάτι του σκηνοθέτη βυθίζεται στα σκοτεινά βάθη τόσο της γερμανικής κοινωνίας του 1930, όσο και της ανθρώπινης ψυχής. O ζοφερός τίτλος εργασίας της ταινίας, «Ο δολοφόνος είναι ανάμεσά μας», που μπορεί να ερμηνευτεί ως «η κοινωνία είναι ο δολοφόνος», είναι αποκαλυπτικός της πρόθεσης του Lang να υπερβεί την ιδεολογικά άνυδρη ψυχαγωγία, με έναν βαθύ υπαρξιακό και πολιτικό προβληματισμό. Στη βάση αυτή, ο θεατής του «Μ» καταδύεται σε ένα κινηματογραφικό σύμπαν δομικής τελειότητας, καλειδοσκοπικής ηθικής οπτικής και αδυσώπητου φαταλισμού, που αναζητά το «τέρας» που ανησυχητικά κατοικεί σε κάθε άνθρωπο.
Η ιστορία που μας διηγείται η ταινία έχει την απλότητα των κλασικών παραμυθιών: ένας κατά συρροή δολοφόνος τριγυρνά στους δρόμους μόλις πέσει το σκοτάδι, απάγοντας και σκοτώνοντας μικρά κορίτσια. Η κοινή γνώμη πιέζει την αστυνομία να εντείνει την έρευνά της για τον δολοφόνο και συλλαμβάνονται δεκάδες εγκληματίες που δεν έχουν καμία σχέση με τις δολοφονίες. Συνειδητοποιώντας ότι οι δραστηριότητές τους παρεμποδίζονται από τις εντατικές έρευνες της αστυνομίας, οι αρχιερείς του υπόκοσμου αποφασίζουν να συλλάβουν οι ίδιοι τον δολοφόνο. Μια παγίδα στήνεται και ο δολοφόνος αποκαλύπτεται. Αλλά ποιος θα προλάβει να τον συλλάβει, η αστυνομία ή ο υπόκοσμος;
Γυρισμένο σε μόλις έξι εβδομάδες, το “Μ – Ο Δράκος του Ντίσελντορφ” είναι μια νουάρ νωπογραφία για την ηθική κατάρρευση μιας γερμανικής κοινωνίας, αιωρούμενης στο χρονικό κενό ανάμεσα στις ταπεινωτικές συνέπειες της Συνθήκης των Βερσαλλιών και στο απειλητικό φωτοστέφανο ενός αβέβαιου μέλλοντος. Ωστόσο πέρα από το ιστορικό, πολιτισμικό, κοινωνιολογικό ενδιαφέρον του, το φιλμ είναι αναμφίβολα μοναδικό και από τεχνική άποψη. Η αδυσώπητη αρχιτεκτονική της σκηνοθεσίας του Lang εμπλουτίζεται από την πρωτοποριακή χρήση του ήχου, που γίνεται με απόλυτη εφευρετικότητα και μαεστρία -π.χ. τα ανατριχιαστικά σφυρίγματα του δολοφόνου. Το εξπρεσιονιστικό ύφος με την τεχνική του κιαροσκούρου παγιδεύει τον θεατή σε μια αίσθηση κλειστοφοβικής παράνοιας, πανικού, υποψιών και προδοσιών. Οι παραμορφωτικές γωνίες λήψεις από τον Fritz Arno Wagner προσθέτουν την εντύπωση μιας κοινωνίας που εκφυλίζεται σε ένα ξέφρενο χάος, προκαλώντας μια τρομακτική μαζική υστερία που αντιπαραβάλλεται πολύ αποτελεσματικά με την παράνοια του σχιζοφρενή δολοφόνου. Όσο για το σχεδόν επαναστατικό μοντάζ, δημιουργεί έναν λειτουργικό μηχανισμό ελλειπτικής αφήγησης.
Από άποψης περιεχομένου, στον σκληρό θεματικό πυρήνα του βρίσκεται η απροσδιοριστία της ενοχής. Αθώοι άνθρωποι στοχοποιούνται από ανώνυμες επιστολές, χτυπιούνται από κακοποιούς στους δρόμους, φίλοι αλληλοκατηγορούνται. Οι εγκληματικές συμμορίες, που ανυπομονούν να συλληφθεί ο δολοφόνος και να τερματιστεί η εντατική αστυνομική δραστηριότητα, τον καταδιώκουν με τη βοήθεια ενός δικτύου ζητιάνων. Οι αστυνομικοί εισβάλλουν στα μπαρ χωρίς διακρίσεις, συλλαμβάνοντας όποιον δεν έχει έγγραφα -απόκοσμη προαίσθηση της συμπεριφοράς των ναζί μετά από λίγα χρόνια. Έτσι, η ταινία απεικονίζει έναν πολύπλευρο εφιάλτη όπου ο φόβος απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση: ο φόβος της μητέρας για την αργοπορία του παιδιού της, ο φόβος ενός εγκληματία να συλληφθεί, αλλά και ο γενικότερος φόβος του καθημερινού ανθρώπου ότι μπορεί να βρεθεί στο «μάτι ενός κυκλώνα», σε μια κοινωνία που κατακλύζεται από γενικευμένη υστερία. Και είναι περισσότερο λόγοι κοινωνικής οικονομίας παρά κοινωνικής ψυχολογίας που κάνουν ολόκληρη την πόλη (αστυνομία, κακοποιούς, ζητιάνους, ανώνυμο πλήθος) να κινητοποιείται για να εξαφανίσει το ξένο σώμα που μπλοκάρει τα γρανάζια της ασφαλούς καθημερινότητας της. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το «M» δεν είναι μόνο το πορτρέτο ενός κατά συρροή δολοφόνου αλλά και το πορτρέτο μιας κοινωνίας σε κρίση, που αναζητά έναν αποδιοπομπαίο τράγο για να εξαγνιστεί από την εγγενή βία της.
Το «Μ» είναι ένα έργο αναπόσπαστο από την υποκριτική τεχνική του Peter Lorre, ενός παχουλού νεαρού άντρα που βρίσκεται σε διαρκή πάλη με τους εσωτερικούς του δαίμονες. Με ένα εκπληκτικό εύρος εκφράσεων του προσώπου του μεταμορφώνεται σε αξιολύπητο τέρας, σε δήμιο και θύμα, σε αιχμάλωτο και σκλάβο των παρορμήσεων και του κοινωνικού εξοβελισμού του. Σημαδεμένος με κιμωλία με ένα «Μ» στο παλτό του, καταφεύγει σε ένα έρημο κτίριο, χωρίς έξοδο διαφυγής. Στο μπουντρούμι που τον σέρνουν οι κακοποιοί στήνεται μια αυτοσχέδια παρωδία δίκης, στην οποία καταδικάζεται γιατί δεν μπορεί να μη σκοτώνει, και έτσι είναι υποχρέωση της κοινωνίας να τον σκοτώσει. Ο Lang επινοεί μια ιδιοφυή αντιστροφή, μια ζοφερή θέση για την ασάφεια της δικαιοσύνης: παραδόξως το «τέρας» καταδικάζεται σε θάνατο από μια επιτροπή εγκληματιών, αλλά σώζεται από την αστυνομία. Η κραυγή καταγγελίας αυτού του άρρωστου ανθρώπου ενάντια σε ό,τι τον ωθεί να διαπράξει το έγκλημα, έμμεσα και κατά της κοινωνίας, είναι μόνο λίγες συνταρακτικές λέξεις: «Δεν θέλω να το κάνω! Πρέπει!»
Βαθμολογία: