Όταν η οικογένεια Πριμ μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, ο μικρός γιός Τζος δυσκολεύεται να βρει τα πατήματά του με το νέο σχολείο και τους νέους φίλους. Όλα όμως αλλάζουν όταν ανακαλύψει στη σοφίτα του νέου σπιτιού τον Λάιλ, έναν κροκόδειλο που αγαπά το τραγούδι, τα αφρόλουτρα, το χαβιάρι και την καλή μουσική. Οι δυο τους γίνονται γρήγορα οι καλύτεροι φίλοι, αλλά όταν ο Λάιλ απειλείται από τον γκρινιάρη γείτονα κύριο Γκραμπς, η οικογένεια Πριμ πρέπει να μείνει ενωμένη σαν ορχήστρα, και παρέα με τον χαρισματικό ιδιοκτήτη του Λάιλ, τον Έκτορ Βαλέντι, να αποδείξουν στον κόσμο ότι την οικογένεια τη βρίσκει κανείς στα πιο αναπάντεχα μέρη, ακόμα και στο πρόσωπο ενός τραγουδιστή κροκόδειλου με χρυσή καρδιά.

Σκηνοθεσία:

Josh Gordon

Will Speck

Κύριοι Ρόλοι:

Javier Bardem … Hector P. Valenti

Winslow Fegley … Josh Primm

Shawn Mendes … Lyle (φωνή)

Constance Wu … Κα Primm

Scoot McNairy … Κος Primm

Brett Gelman … Κος Grumps

Ego Nwodim … Carol

Lyric Hurd … Trudy

Jason Kravits … Cy

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Will Davies

Παραγωγή: Josh Gordon, Hutch Parker, Will Speck

Μουσική: Matthew Margeson

Φωτογραφία: Javier Aguirresarobe

Μοντάζ: Richard Pearson

Σκηνικά: Mark Worthington

Κοστούμια: Kym Barrett

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Lyle, Lyle, Crocodile
  • Ελληνικός Τίτλος: Λάιλ: Ο Φίλος μου ο Κροκόδειλος

Σεναριακή Πηγή

  • Βιβλίο: Lyle, Lyle, Crocodile του Bernard Waber.

Παραλειπόμενα

  • Τεχνική: Computer-animated (ψηφιακό) και ζωντανοί χαρακτήρες
  • Το βιβλίο του Bernard Waber χρονολογείται από το 1965 και ήταν το δεύτερο της σειράς του Λάιλ. Είχε προηγηθεί το 1962 το The House on East 88th Street, από το οποίο επίσης δανείζονται στοιχεία επί της ταινίας. Το 1987, ο Λάιλ είχε κάνει μια πρώτη εμφάνιση στην οθόνη, εκείνη τη φορά τη μικρή, για το κανάλι HBO.
  • Και στα ελληνικά, με τις φωνές των: Κωνσταντίνος Ρεπάνης (Λάιλ), Πέτρος Δαμουλής (Έκτωρ Π. Βαλέντι), Παύλος Χρυσανθίδης (Τζος Πριμ), Πηνελόπη Σκαλκώτου (Κέιτι Πριμ), Θάνος Λέκκας (Τζόζεφ Πριμ), Βαγγέλης Στρατηγάκος, Μαριάνθη Σοντάκη, Πέγκυ Μανωλά, Τάσος Τζιβίσκος, Σοφία Παναηλίδου, Στέλιος Ψαρουδάκης, Μυρτώ Θεοδοσίου, Χρήστος Ζορμπάς, Χριστίνα Αχλαδιώτη. Τραγούδι: Ελένη Ποζατζίδου, Πάρις Παρασκευάδης-Πλάνετς, Έλενα Παπαδημητρίου, Ερασμία Μαρκίδη, Μαριάννα Καλογεράκη-Βούτσα. Σκηνοθετική επιμέλεια: Πέτρος Δαμουλής. Μετάφραση: Ελένη Κουβοπούλου.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Επικεφαλής στο τραγουδιστικό κομμάτι είναι οι Benj Pasek και Justin Paul, ενώ συμμετέχουν και οι Ari Afsar, Emily Gardner, Xu Hall, Mark Sonnenblick και Joriah Kwame. Κεντρικό σινγκλ είναι το Heartbeat με τη φωνή του Shawn Mendes.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 28/11/2022

Έχει κάπως αρχίσει να κουράζει. Και δεν αναφέρομαι στο μήνυμα περί διαφορετικότητας που καλώς έχει πλέον επιβληθεί ως χρυσός κανόνας στην ψυχαγωγία, αλλά στο να αποζητά μια ταινία τόσο φανερά αίγλη μέσα από αυτό. Είναι ενός τύπου επιτήδευση, όταν είναι η κοινωνία που στον μεγάλο της όγκο ανάγκασε και το στουντιακό «σύστημα» να ασπαστεί τα αυτονόητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα θέλαμε προς χάριν αντισυμβατισμού να μην το έπραττε. Έτσι κι αλλιώς, κακό είναι να μην μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις ταινίες τέχνης από τις ταινίες προϊόντα, εξάγοντας έτσι λάθος συμπεράσματα ακόμα και πριν από το πρώτο «συνεπάγεται» της πράξης μας.

Αυτό όλο το εμπορικό-κοινωνικό «παράδοξο-γεννητούρι» είναι που αποτυπώνεται σε ακόμα ένα σενάριο, που ως χθες θα προσπερνιούνταν ως μηδενικής αξίας για τα μεγάλα στούντιο. Η χαρά τού να βλέπεις το αντιαισθητικό να παίρνει τη δόξα που του αξίζει στην παιδική φαντασία, κάποτε αποτελούσε αριστουργηματικό στοιχείο όταν αυτό είχε το πρόσωπο ενός κοντούλη εξωγήινου, αλλά σήμερα είναι τόσο επιβεβλημένο στον εμπορικό τομέα, που το βλέπεις απλά ως καρπό επιτυχίας και όχι σαν κάτι αυτοδύναμης αξίας. Είναι σαν να λες ένα τεράστιο μπράβο σε ένα πεντάχρονο παιδί που καταφέρνει να σου πει πόσο κάνει 25 συν 25, αλλά αν φτάσει στα 15 του και αυτό είναι το δυσκολότερο που γνωρίζει ακόμα, μόνο για εύσημα δεν είναι λογικό να μιλάμε…

Αναζητώντας λοιπόν μια επιπλέον κινηματογραφική αξία στη νέα ταινία ενός σκηνοθετικού διδύμου που δεν έχει ως σήμερα γράψει ιστορία που να αξίζει να θυμάται κανείς, βρίσκουμε ελάχιστα. Το ένα θετικό που αξίζει τα συγχαρητήρια μας είναι πως δεν καταφεύγει στο αφόρητο κλισέ της εκτός τόπου και χρόνου δράσης πριν το φινάλε, η οποία προϋποθέτει να έχουμε στριμώξει στην πλοκή έναν πολύ κακό ήρωα. Ίσως αυτό περάσει αδιόρατο από κάποιον αρκετά μικρής ηλικίας που δεν έχει ήδη μπουχτίσει με το συγκεκριμένο κλισέ, και είναι αλήθεια ότι σε αυτές τις ηλικίες η ταινία πρέπει να αποτελέσει μια πολύ τρυφερή όσο και διδακτική εμπειρία.

Μιλώντας πάλι για τους «ψηλότερους», δεν γίνεται να μην κουραστείτε από τη χλιαρή ανάπτυξη της πλοκής, την έλλειψη ιδεών που θα τόνωναν κάτι που φτάνει ακόμα και στα όρια του μαλθακά κουραστικού, την κωμική φινέτσα σε κάτι που εντέλει είναι καθαρή δραμεντί, αλλά κι έναν Javier Bardem να υπερβάλει στην ερμηνεία του μπας και δώσει λίγο μπρίο στην εικόνα. Κι ενώ, από την άλλη, καταπίνουμε την όψη του κόμικ-κροκόδειλου ως κανονική, η σύμβαση θέλει το μόνο παράδοξο εδώ μέσα να είναι ότι ο κροκόδειλος τραγουδάει… Μα κανείς δεν βλέπει ότι είναι ο πρώτος κροκόδειλος μετά την ιουρασική περίοδο που περπατάει κανονικά στα δύο πόδια;..

Παραπάνω τρυφερότητα από ό,τι χρειάζονταν με γνώμονα το ενήλικο κοινό, παραπάνω προδομένο από το φανερό πρότυπο του, το Στιούαρτ Λιτλ, παραπάνω πράγματα θα θέλαμε από τα καλόηχα για θεατρικό μιούζικαλ μόνο τραγούδια. Δεν το περίμενα να το πω ποτέ, μια και δεν είμαι φίλος των μεταγλωττίσεων, αλλά προτιμήστε τη μεταγλωττισμένη εκδοχή, για τον αυτονόητο λόγο ότι δεν θα πάτε δίχως τα παιδιά σας…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *