
O Τζίμης είναι ένας ευκατάστατος μαθητής λυκείου, γύρω στα 17. Η Μαίρη είναι μια ασκούμενη δικηγόρος γύρω στα 30. Ο Μάκης ένας 50αρης οικογενειάρχης, ιδιοκτήτης ενός ψιλικατζίδικου. Τρεις πολύ διαφορετικοί άνθρωποι μεταξύ τους και η καθημερινότητά τους. Μέσα στο πλαίσιο μιας συμβατικής ζωής που τους πιέζει όταν όλα γι’ αυτούς μοιάζουν ακίνητα κι αναμενόμενα, τα τρία αυτά πρόσωπα βρίσκουν τον δικό τους τρόπο διαφυγής.
Σκηνοθεσία:
Μιχάλης Κωνσταντάτος
Κύριοι Ρόλοι:
Νικόλας Βλαχάκης … Τζίμης
Ελευθερία Κόμη … Μαίρη
Χρήστος Σαπουντζής … Μάκης
Μαρία Τσιμά … Λίτσα
Αγλαΐα Παππά … η μητέρα του Τζίμη
Γιώργος Τσεμπερόπουλος … ο πατέρας του Τζίμη
Νέλλη Αγγελίδου … η γιαγιά του Τζίμη
Μάγδα Λέκκα … γηραιά κυρία
Γιώτα Αργυροπούλου … γυναίκα στον δρόμο
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Μιχάλης Κωνσταντάτος, Στέλιος Λυκουρέσης
Παραγωγή: Γιώργος Τσούργιαννης
Φωτογραφία: Γιάννης Φώτου
Μοντάζ: Γιώργος Μαυροψαρίδης
Σκηνικά: Κική Πίττα
Κοστούμια: Λίτα Κοκκονάρη
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Luton
- Διεθνής Τίτλος: Luton
Παραλειπόμενα
- Συμμετοχή σε διεθνή φεστιβάλ όπως του Λονδίνου, του Σαν Σεμπάστιαν και της Στοκχόλμης.
- Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία για τον Μιχάλη Κωνσταντάτο.
- Ντεμπούτο για τον νεαρό Νικόλα Βλαχάκη.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 10/10/2013
Η δεκαετία του ’00 έθρεψε ένα νέο κύμα στο ελληνικό σινεμά, παραπλήσιο στις επιταγές του αντίστοιχου της μεταπολίτευσης. Ένας σινεφίλ κινηματογράφος για υποψιασμένους θεατές, που θα μπορούσε να είναι η απόλυτη λύση στο ελληνικό τέλμα κι απάντηση σε όσους επιμένουν να τον «σβήνουν» από τον διεθνή χάρτη. Ενώ όμως οι νέοι σκηνοθέτες που τον καθορίζουν είναι φυσιολογικό να τραβάνε τον θαυμασμό των «ορκισμένων» σινεφίλ, ξεχνάνε το βασικό πρόβλημα του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και στο Luton. Μια ακόμα επίδειξη δεξιοτεχνικού, φορμαλιστικού σινεμά που σε αφήνει με μεστές οπτικά εντυπώσεις, αλλά εξίσου κενό με ό,τι ήσουν και πριν μπεις στην αίθουσα. Η λέξη κλειδί είναι το «σενάριο».
Ο Μιχάλης Κωνσταντάτος δεν κάνει «φτηνό» σινεμά, όπως θα μπορούσε κάποιος να τον χαρακτηρίσει εξαιτίας της λιτότητας του. Έχει προμελετήσει την κάθε εικόνα του και τολμάει να τραβάει ξερά την κάθε σκηνή, παίζοντας με την υπομονή του θεατή, αλλά αριστεύοντας από πλευράς τεχνοτροπίας. Έχει επιλέξει ένα δυνατό κεντρικό θέμα: τον φασισμό στην καθημερινή του μορφή. Αλλά η φόρμα του δεν αφήνει αυτό το μήνυμα να πάει πουθενά. Όπως το πιάνει, το προαναγγέλλει, έτσι το αφήνει και με το φινάλε. Ούτε το αναπτύσσει, ούτε ανοίγει διάλογο με τον θεατή. Περισσότερο η τέχνη του μοιάζει με «κινούμενη ζωγραφική», παρά με σινεμά συμβόλων κι εννοιών. Μπορεί κανείς να ανατρέξει στους παλιούς ποιητές του χώρου για να βρει συγγένειες, αλλά εκεί είναι που θα αντιληφθεί τον λάθος τρόπο διαχείρισης υλικού που γίνεται εδώ. Μήπως το βασικό λάθος των σύγχρονων ελλήνων ποιητών της έβδομης τέχνης να είναι ότι πρώτα γράφουν με το μυαλό τους τις εικόνες κι έπειτα αναζητούν τις γραμμές που θα τις καθορίσουν; Φοβάμαι πως δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι άλλο.
Βαθμολογία: