Μια παραλία μοναδική στην Τεργέστη και οι εξίσου ξεχωριστοί «κάτοικοι» της. Ένας οικείος χώρος που βρίσκεται δίπλα στην πόλη και όμως «μακριά» από αυτήν, χαμένος σαν νησί, ανάμεσα σε παρκαρισμένες νταλίκες που περιμένουν να περάσουν το τελωνείο του λιμανιού για να μπουν στην Ευρώπη. Εδώ ο διαχωριστικός τοίχος και η θάλασσα ενώνουν και χωρίζουν, διευρύνουν τα σύνορα, τα συγχέουν και τα επανακαθορίζουν. Την ίδια στιγμή, η παραλία αυτή αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο για τους ανθρώπους που της εμπιστεύονται ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους.

Σκηνοθεσία:

Θάνος Αναστόπουλος

Davide Del Degan

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Θάνος Αναστόπουλος, Nicoletta Romeo

Παραγωγή: Θάνος Αναστόπουλος, Guillaume de Seille, Στέλλα Θεοδωράκη, Nicoletta Romeo

Φωτογραφία: Ηλίας Αδάμης, Deborah Vrizzi

Μοντάζ: Μπονίτα Παπαστάθη

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: L’Ultima Spiaggia

Ελληνικός Τίτλος: Η Τελευταία Παραλία

Διεθνής Τίτλος: The Last Resort

Κύριες Διακρίσεις

  • Καλύτερο ντοκιμαντέρ στα βραβεία Ίρις.

Παραλειπόμενα

  • Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε διάρκεια δύο χρόνων.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 28/9/2016

Περνώντας από το ειδικό τμήμα του Φεστιβάλ Κανών για ντοκιμαντέρ ονόματι L`Œil d`or, η ταινία των Θάνου Αναστόπουλου και Davide Del Degan εξιστορεί την καθημερινότητα μιας ομάδας ανθρώπων, κυρίως ηλικιωμένων, που περνά τον χρόνο της σε μια παραλία στην Τεργέστη (όπου ζουν αμφότεροι οι σκηνοθέτες), όπου διαχωρίζονται οι λουόμενοι άντρες και οι γυναίκες από έναν τοίχο. Η κάμερα παρακολουθεί τη ζωή τους καλύπτοντας το χρονικό διάστημα ενός έτους, αποτυπώνοντας έτσι και σε διαφορετικές εποχές τη συγκεκριμένη παραλία, τη μελαγχολία που τη διακρίνει το χειμώνα και το φθινόπωρο, σε αντίθεση με τη ζωηρή και χαρούμενη ατμόσφαιρα του καλοκαιριού οπότε και γεμίζει από κόσμο. Οι λουόμενοι ανοίγουν πολλές και διαφορετικές συζητήσεις μπροστά από την κάμερα, από τη ζωή τους μέχρι ιστορικές αναφορές στο παρελθόν της Ιταλίας και πιο συγκεκριμένα της ίδιας της Τεργέστης (η οποία υπήρξε κομμάτι της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας πριν ενωθεί με την Ιταλία, ενώ μετά τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ενωμένη με τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, πληροφορίες που κάνουν την παρουσία τους εμμέσως μέσα στην ταινία, με τις γυναίκες να αναφέρουν πως έχουν αυστροουγγρικές ρίζες κι έναν εκ των ανδρών να αφηγείται πως επί καθεστώτος Τίτο τουφεκίστηκαν οι θείοι του, με τους φίλους του να διατυπώνουν πως η ευρύτερη περιοχή ήταν περισσότερο ευημερούσα και σταθεροποιημένη με τη Γιουγκοσλαβία ενωμένη).

Η δομή της ταινίας δεν είναι αυτή ενός τυπικού ντοκιμαντέρ, δεν ερωτώνται ευθέως για να απαντήσουν στην κάμερα όσοι περνούν μπροστά από αυτήν, περισσότερο αφήνονται ελεύθεροι να αλληλοεπιδράσουν συνομιλώντας μεταξύ τους ενώ καταγράφονται. Αξίζει να σημειωθεί πως η ταινία προβάλλεται σε μικρότερης διάρκειας cut από αυτό που κυκλοφόρησε στις Κάννες, κατά είκοσι λεπτά σχεδόν, κι όχι τυχαία. Όσο μεγάλο ενδιαφέρον και να έχει η προσέγγιση που επιχειρούν οι σκηνοθέτες για να ολοκληρώσουν μια ταινία «κομμάτι ζωής», άλλο τόσο αποδεικνύεται στο βάθος της χρονικής διάρκειας της πως υπάρχουν πολύ σοβαρά προβλήματα ρυθμού και όχι μόνο. Ομολογουμένως οι στιγμές όπου οι γλυκύτατοι στην πλειοψηφία τους άνθρωποι που συχνάζουν στη συγκεκριμένη παραλία μιλούν, διασκεδάζουν, τραγουδούν, παραπονιούνται ή απλά ξεκουράζονται χαρακτηρίζονται από μια μοναδική φυσικότητα, όμως όσο η ταινία προχωρά και δεν φαίνεται να οδηγείται σε κάποιο τελικό συμπέρασμα ή να προχωρά σε κάποιου είδους έστω έμμεσο σχολιασμό για οτιδήποτε θα μπορούσε να προκύψει ως θεματολογία από ένα τέτοιου είδους υλικό, τόσο περισσότερο κουραστική γίνεται η παράθεση τέτοιων επαναλαμβανόμενων σκηνικών χωρίς κλιμάκωση, με μια πρωτοφανή αφηγηματική πλαδαρότητα που εξαντλεί την υπομονή του θεατή που ακόμη και καλοπροαίρετα θα ήθελε να βυθιστεί στην ατμόσφαιρα ραστώνης που επικρατεί στη διάρκεια του ντοκιμαντέρ. Έτσι, η ταινία καταλήγει να πυροβολεί ουκ ολίγες φορές τα πόδια της επιλέγοντας να κάνει αενάως κύκλους γύρω από τις θεματικές νησίδες της δίχως να τις διασχίζει. Για παράδειγμα, ο θάνατος είναι ένας εκ των προβληματισμών που θέτονται σε αρκετές στιγμές στο φιλμ (η ταινία άλλωστε σχεδόν ξεκινά με την αναφορά μιας παρέας γερόντων σε έναν παραθεριστή που αυτοκτόνησε ονόματι Pasquale). Σε μια από τις πιο σημαντικές στιγμές του έργου πληροφορούμαστε για τον θάνατο μιας γυναίκας, μιας καθαρίστριας που είχε μεγάλο κομμάτι παρουσίας στην κάμερα των Αναστόπουλου και Del Degan και είναι όντως συνταρακτικό όταν το μαθαίνουμε ως κοινό (στο φινάλε μάλιστα της ταινίας παρατηρούμε τους άδειους χώρους της παραλίας το χειμώνα και ξαφνικά ακούγεται μια τσουγκράνα να χτενίζει τα βότσαλά της, είναι η ίδια που χρησιμοποιούσε αυτή η καθαρίστρια στην καθημερινή της εργασίας όταν έφευγαν οι λουόμενοι, είναι σαν η ταινία να αφουγκράζεται την ψυχή του ανθρώπου αυτού που ήταν συνδεδεμένη με το μέρος αυτό, ομολογουμένως από τις πιο αξιομνημόνευτες πινελιές της ταινίας η συγκεκριμένη). Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται το συμβάν αυτό, ως απλά ένα περιστατικό που σπάει κάπως τη ρουτίνα των όσων βλέπουμε, υποβαθμίζει τη σημασία που έχει για το σύνολο του έργου ως ένα σχόλιο επάνω στη θνητότητα.

Εντέλει, μια ταινία με φιλότιμες προθέσεις αλλά αβαθή εκτέλεση χωρίς επαρκή και ξεκάθαρη πληροφόρηση για την ίδια την Τεργέστη που, δυστυχώς για τον πλούτο των υπέροχων και συμπαθέστατων ανθρώπων που απεικονίζει και του φορτίου με ιστορίες που κουβαλάει ο καθένας, καταλήγει άκρως κουραστική και ξεχειλωμένη.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

8 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *