Η ιστορία της ζωής του Μπράιαν Γουίλσον, κεντρικού μέλους των Beach Boys. Πρώτα τον κοιτάμε στις αυγές της επιτυχίας του, τη δεκαετία του 1960, όπου οι δίσκοι του τον εκτίναξαν στην επιτυχία. Έπειτα, ένας διαφορετικός Γουίλσον, της δεκαετίας του 1980, όπου βρίσκεται σε νευρικό κλονισμό και έρχεται κοντά στον εναλλακτικό θεραπευτή Δρ Γιουτζίν Λάντι.
Σκηνοθεσία:
Bill Pohlad
Κύριοι Ρόλοι:
Paul Dano … Brian Wilson (παρελθόν)
John Cusack … Brian Wilson (μέλλον)
Elizabeth Banks … Melinda Ledbetter
Paul Giamatti … Δρ Eugene Landy
Jake Abel … Mike Love
Kenny Wormald … Dennis Wilson
Brett Davern … Carl Wilson
Graham Rogers … Al Jardine
Erin Darke … Marilyn Wilson
Bill Camp … Murry Wilson
Joanna Going … Audree Wilson
Diana Maria Riva … Gloria
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Oren Moverman, Michael A. Lerner
Παραγωγή: Bill Pohlad, Claire Rudnick Polstein, John Wells
Μουσική: Atticus Ross
Φωτογραφία: Robert D. Yeoman
Μοντάζ: Dino Jonsater
Σκηνικά: Keith P. Cunningham
Κοστούμια: Danny Glicker
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Love & Mercy
- Ελληνικός Τίτλος: Love & Mercy
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα δεύτερου αντρικού ρόλου (Paul Dano) και τραγουδιού (One Kind of Love).
Παραλειπόμενα
- Ήταν το 1988 όταν ήρθε πρώτα η σκέψη για μια βιογραφία του Γουίλσον, με τίτλο Love and Mercy. Τον ομώνυμο ρόλο ήταν να πάρει ο William Hurt, με τον Richard Dreyfuss να είναι ο Λάντι. Το Love and Mercy είχε μόλις κυκλοφορήσει στο πρώτο σόλο άλμπουμ του Brian Wilson. Έπειτα ακούστηκε κάτι ξανά το 2006, χωρίς πάλι επιτυχία. Η συγκεκριμένη ταινία ανακοινώθηκε το 2011, αλλά μέχρι το 2014 δεν είχε ακουστεί η οποιαδήποτε εξέλιξη.
- Το 1999, από άλλο στούντιο, είχε αναφερθεί η δημιουργία μιας βιογραφίας του επικεφαλής των The Beach Boys με τον Jeff Bridges στον ομώνυμο ρόλο.
- Ο Bill Pohlad ανέλαβε τη σκηνοθεσία έχοντας εμμονή με τους Beach Boys, την οποία και είχε αναπτύξει από το 1997 μέσω της συλλογής The Pet Sounds Sessions. Είχε να αναλάβει υπό αυτό το πόστο ταινία από το 1990 και το -b-movie- ντεμπούτο του.
- Το αρχικό σενάριο είχε τίτλο Heroes and Villains, αλλά το είχε απορρίψει ο Pohlad. Έτσι επιστράτευσε τον Oren Moverman, έχοντας εντυπωσιαστεί από τη δουλειά του στο I’m Not There.
- Η απόφαση να υπάρχουν δύο διαφορετικοί ηθοποιοί για τον Γουίλσον (αντί της χρήσης προσθετικού μακιγιάζ) πάρθηκε από τον σκηνοθέτη, που πίστευε ότι ο τραγουδιστής ήταν ένα τελείως διαφορετικό άτομο στις δύο φάσεις της ζωής του που αναλύονται εδώ.
- Ο Paul Dano πρόσθεσε πάνω του 16 κιλά για τον ρόλο.
- Όλες οι σκηνές των 1960 και κάποιες ακόμα επιλεγμένες γυρίστηκαν με κάμερα Super 16.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Brian Wilson έγραψε μαζί με τον Scott Bennett ένα νέο τραγούδι ειδικά για την ταινία, το One Kind of Love. Το ερμηνεύει ο ίδιος.
- Ο Paul Dano είναι ο ίδιος που ερμηνεύει τα τραγούδια των Beach Boys που του αναλογούν επί της οθόνης.
Κριτικός: Γιώργος Δαβίτος
Έκδοση Κειμένου: 4/8/2015
Δυστυχώς, οι λέξεις «ιδιοφυΐα» και «ψυχική ασθένεια» μερικές φορές πάνε χέρι-χέρι. Πολύ συχνά, το είδος της ιδιοφυΐας που αντιπροσωπεύει μια πραγματικά πρωτότυπη σκέψη, είναι τόσο ασυνήθιστο που γίνεται αντιληπτό ως «τρέλα», αλλά μερικές φορές όταν ένας όρος όπως αυτός χρησιμοποιείται για κάποιον που σκέφτεται κι ενεργεί με πολύ διαφορετικό τρόπο από ό,τι άλλοι, αναφέρεται σε μια κυριολεκτική, κλινικά εμπεριστατωμένη νοητική ή συναισθηματική βλάβη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ζήτημα είναι εάν η ψυχική ασθένεια είναι η αιτία ή το αποτέλεσμα της ιδιοφυΐας του άρρωστου ατόμου.
Δεν έχει και μεγάλη σημασία, αφού το μόνο σίγουρο είναι ότι η ψυχική ασθένεια πονάει. Πληγώνει το άτομο που πάσχει από αυτήν, αλλά κι εκείνους που νοιάζονται για αυτό. Αν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να καταστρέψει αυτές τις διαπροσωπικές σχέσεις και, φυσικά, το ίδιο το άτομο που είναι άρρωστο. Αυτό ήταν το πρόβλημα, και σχεδόν η μοίρα, του Brian Wilson, του ιδρυτή του συγκροτήματος The Beach Boys. Ο προσωπικός αγώνας του αποτελεί το επίκεντρο αυτής της καινοτόμας, αλλά και λίγο κουραστικής βιογραφίας.
Μέρος του προβλήματος στην περιγραφή αυτής της ταινίας είναι ότι ο όρος «βιογραφία» εφαρμόζεται μόνο σε μια χαλαρότερη έννοια. Αυτή η ταινία δεν είναι μια εξιδανίκευση των Beach Boys, ούτε ένα χρονικό των σημαντικότερων γεγονότων στη ζωή του Wilson. Η ασυνήθιστη δομή της έχει ως στόχο να αναδείξει ένα και μόνο σημαντικό θέμα της ζωής του: τη συνεχή μάχη του με τη ψυχική ασθένεια. Περιστρεφόμενο γύρω από δύο βασικές περιόδους στην προσωπική ιστορία του -τα τέλη του 1960 και τα τέλη της δεκαετίας του 1980- , το έργο του Bill Pohlad είναι κατασκευασμένο με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να παίρνει όλες τις συμβάσεις των συνηθισμένων βιογραφιών και να δημιουργεί κάτι καινούργιο. Η δημιουργική ομάδα του έργου φτιάχνει ένα φιλμ μέσα στο οποίο συνυπάρχουν δύο εντελώς διαφορετικές αφηγήσεις με εντελώς διαφορετικό στυλ η καθεμιά. Και είναι ακριβώς αυτή η αντιπαράθεση των δυο που σου κινεί το ενδιαφέρον, αλλά και σε προβληματίζει. Σου εξάπτει την περιέργεια γιατί κατασκευάζει κάτι διαφορετικό. Έχει το θάρρος να δοκιμάσει και να μας κάνει να σκεφτούμε τι μπορεί να συνέβη μεταξύ αυτών των δύο χρονοδιαγραμμάτων. Σε ξενίζει, ωστόσο, γιατί οτιδήποτε καινούργιο την πρώτη φορά δεν λειτουργεί πλήρως. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη θεματική σύνδεση μεταξύ αυτών των δύο αφηγήσεων, σε συνδυασμό με τον διαφορετικό ρυθμό αλλά και ύφος αυτών των δύο ιστοριών, έχει ως επακόλουθο την απόσπαση της προσοχής από το σύνολο, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον σου είτε στη μία, είτε στην άλλη πλοκή.
Την επιλογή αυτή έρχεται να διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό το κάστινγκ. Από τη μια υπάρχει ο Dano. Ένα σπουδαίο ταλέντο που για ακόμα μία φορά ανταπεξέρχεται στις περιστάσεις και παραδίδει μια εξαιρετική ερμηνεία. Από την άλλη ο Cusack, ένας διφορούμενος ηθοποιός που μπορεί εδώ να δίνει την πιο αξιοπρεπέστατη ερμηνεία του των τελευταίων ετών, δεν είναι όμως αρκετός. Ανά στιγμές ψεύτικος, μοιάζει να μην έχει αυτοπεποίθηση. Ευτυχώς, έχει απέναντί του την Banks και τον Giamatti, δυο ηθοποιούς που κλέβουν την παράσταση όπου κι αν εμφανίζονται.
Είτε η μια ιστορία σας αρέσει είτε η άλλη, το μόνο εξασφαλισμένο είναι ότι κανείς δεν θα μπορέσει εγκαταλείψει την αίθουσα χωρίς να εκτιμήσει την ιδιοφυία του Brian Wilson και το τι πέρασε για να φτάσει εκεί που είναι σήμερα. Χωρίς αυτόν, τα «Wouldn`t It Be Nice», «God Only Knows» και πολλά άλλα δεν θα υπήρχαν. Αν κι ανορθόδοξο στην προσέγγιση του, λοιπόν, το «Love & Mercy» μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία που έχετε δει, σίγουρα όμως θα σας βάλει σε σκέψη μεταδίδοντας σας… good vibrations.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 19/6/2016
Για να είναι καταρχάς ενδιαφέρουσα μια βιογραφία, πρέπει το κεντρικό πρόσωπο να έχει ζήσει μια άστατη ζωή. Και είναι αξιοθαύμαστο (όσο κι ελεγχόμενο…) το ότι ενώ δεν μπορούμε να πούμε ότι γνωρίζαμε πολλά για τον Μπράιαν Γουίλσον, το φιλμ σε προκαλεί να ανοίξεις βιβλία για να μάθεις ακόμα περισσότερα. Πρόκειται για ένα έργο με εξαιρετική ροή, ένα σενάριο που εναλλάσσεται από το δράμα στη δραμεντί, χωρίς να χάνει τον προσγειωμένο χαρακτήρα του και χωρίς να γίνεται ποτέ μελό, παρότι μοιάζει να κινδυνεύει σε σημεία να γίνει. Ο Μπιλ Πόλαντ, βέβαια, πρώτιστα προσπαθεί να παράγει μια καλή ταινία, κι έπειτα να σε κάνει να μάθεις τα πάντα για τον πραγματικό ήρωα του. Σε αυτό βοηθάει και η πολύ καλή, αλλά κάπως «αυθαίρετη» ερμηνεία του Πολ Ντάνο, που δεν παραπέμπει σε βιογραφία. Αλλά αυτά τα κενά είναι που σε κερδίζουν, σε προσγειώνουν στον κόσμο ενός αληθινού ανθρώπου.
Βαθμολογία: