Η Ταέκο και ο σύζυγος της, Τζίρο, ζουν φιλήσυχα με τον μικρό της γιο Κέιτα, όταν ένα τραγικό ατύχημα φέρνει στη ζωή τους τον χαμένο πατέρα του παιδιού, τον Παρκ. Πλέον όμως ο Παρκ είναι άστεγος και δεν έχει ακοή, κάτι που προκαλεί πόνο και ενοχές στην Ταέκο που σπεύδει να τον βοηθήσει.
Σκηνοθεσία:
Koji Fukada
Κύριοι Ρόλοι:
Fumino Kimura … Taeko
Kento Nagayama … Jiro
Atom Sunada … Park
Hirona Yamazaki … Yamazaki
Misuzu Kanno … Myoe
Tomoro Taguchi … Makoto
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Koji Fukada
Παραγωγή: Yasuhiko Hattori, Masa Sawada
Μουσική: Olivier Goinard
Φωτογραφία: Hideo Yamamoto
Μοντάζ: Koji Fukada, Sylvie Lager
Σκηνικά: Daichi Watanabe
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Rabu Raifu
- Ελληνικός Τίτλος: Αγάπη, Ζωή
- Διεθνής Τίτλος: Love Life
Σεναριακή Πηγή
- Τραγούδι: Love Life της Akiko Yano.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Το ομώνυμο τραγούδι της Akiko Yano, που ακούγεται κι επί της ταινίας, είναι του 1991.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 8/12/2023
Η Τάεκο και ο Τζίρο ζουν σε ένα μικρό διαμέρισμα μαζί με τον Κέιτα, τον οκτάχρονο γιο της Τάεκο από τον πρώτο της γάμο. Ο Τζίρο και ο Κέιτα έχουν θαυμάσια σχέση, δίχως ίχνος ανισορροπίας, πλην όμως ο Τζίρο δεν έχει ακόμα τεκνοθετήσει τον μικρό λόγω των ενστάσεων που διατυπώνει η οικογένειά του. Ένα τραγικό δυστύχημα που θα κοστίσει τη ζωή του παιδιού και η επανεμφάνιση του Παρκ, του κωφάλαλου βιολογικού πατέρα του Κέιτα που ήταν για χρόνια εξαφανισμένος, θα δοκιμάσει βίαια τη σχέση του ζευγαριού.
Ο Κότζι Φουκάντα δανείστηκε τον τίτλο της ταινίας από μια τρυφερή και γλυκόπικρη μπαλάντα της Ακίκο Γιάνο, η οποία λειτουργεί ταυτόχρονα και σαν πνευματικός οδηγός του έργου. Το «Love Life» λειτουργεί σαν ένα χαμηλών τόνων (κατά βάση) μελόδραμα για ανθρώπους που δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν, παρότι έχουν καλές προθέσεις, για εκείνες τις περιπτώσεις όπου ακόμα και ένα μέτρο μπορεί να συνιστά αγεφύρωτο χάσμα και για την ανάγκη της αλληλοκατανόησης υπό το βαρύ φορτίο του πένθους. Και μπορεί να ωθεί τους χαρακτήρες του σε ορισμένες δραματουργικά βιαστικές επιλογές, αλλά δεν ξεχνά ποτέ να τους αγαπά και να τους νοιάζεται, αναζητώντας τις συνδέσεις τους, τις ματαιώσεις τους, τις απουσίες που καθορίζουν τις ζωές τους και όλα τα συναισθήματα που έμειναν στο ράφι.
Στις στιγμές που το φιλμ του Φουκάντα γίνεται πιο μεγαλόστομο από ό,τι οι χαρακτήρες του αξίζουν, δείχνει να αδικεί τον εαυτό του, καθώς ο ιάπωνας δημιουργός έχει τον τρόπο να μας ταξιδέψει στις εσωτερικές αντιφάσεις των ηρώων του χωρίς να χρειάζεται να τους επιβάλλει υπερεπεξηγηματικούς μονολόγους. Αντίθετα, στις σιωπές, στις παύσεις, στις βουβές μοναχικές στιγμές του είναι που γίνεται γοητευτικότατο, δρασκελίζοντας ανάμεσα στους ρημαγμένους συναισθηματικούς κόσμους της άτυχης οικογένειας χωρίς την παραμικρή ηδονοβλεπτική παράθεση της πένθιμης δυστυχίας της. Οι άδειοι χώροι πλημμυρίζουν το μικρό σπίτι, δίνοντας του την αίσθηση μιας βασανιστικής απεραντοσύνης καταδικασμένης να αποτελεί για πάντα τον τόπο όπου η τύχη έμελλε να σημαδέψει τραγικά τις ζωές του ζευγαριού. Έτσι, το ίδιο το διαμέρισμα ωθεί τους χαρακτήρες να ψάξουν τους εαυτούς τους στον δρόμο και ο καθένας κινεί για διαφορετικό ταξίδι, παίρνοντας μια απόσταση που με ευκολία αμφότεροι έκριναν ως αναγκαία.
Οι ήπιες κωμικές νότες που ηχούν σπασμωδικά καταφέρνουν να βρουν τη θέση τους στην αφήγηση, διασπώντας την τραγικότητα και το δραματικό ύφος της ταινίας. Ο Φουκάντα δημιουργεί ένα πλέγμα χαρακτήρων που πληγώνουν ο ένας τον άλλον, που μπορεί να δρουν εγωιστικά ή να αποφεύγουν την αλήθεια, αλλά πασχίζουν να βρουν τον τρόπο να διαχειριστούν την απώλεια και να συνεχίσουν, παρά τον πόνο, να αγαπούν και να μοιράζονται τη ζωή. «Όποια και αν είναι η απόσταση μεταξύ τους», όπως επισημαίνει η γλυκόηχη μελαγχολική φωνή της Ακίκο Γιάνο στο φινάλε.
Βαθμολογία: