Μια επερχόμενη έκθεση που θα τιμά τα τρία χρόνια από τον πρόωρο θάνατο της φωτογράφου Ιζαμπέλ Ριντ, φέρνει τον μεγάλο της γιο, τον Γιόνα, πίσω στο σπίτι του, αναγκασμένο να περάσει χρόνο με τον πατέρα του, Τζιν, και τον αδελφό του, Κόνραντ. Με τους τρεις αυτούς κάτω από την ίδια στέγη, ο Τζιν πασχίζει να επικοινωνήσει με τους δύο του γιους, ενώ την ίδια ώρα όλοι προσπαθούν να εναρμονίσουν τα συναισθήματα τους για μια γυναίκα που θυμόνται όλοι με διαφορετικό τρόπο.
Σκηνοθεσία:
Joachim Trier
Κύριοι Ρόλοι:
Gabriel Byrne … Gene Reed
Isabelle Huppert … Isabelle Reed
Jesse Eisenberg … Jonah Reed
Devin Druid … Conrad Reed
David Strathairn … Richard
Amy Ryan … Hannah
Rachel Brosnahan … Erin
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Joachim Trier, Eskil Vogt
Παραγωγή: Joshua Astrachan, Albert Berger, Alexandre Mallet-Guy, Thomas Robsahm, Marc Turtletaub, Ron Yerxa
Μουσική: Ola Flottum
Φωτογραφία: Jakob Ihre
Μοντάζ: Olivier Bugge Coutte
Σκηνικά: Molly Hughes
Κοστούμια: Emma Potter
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Louder Than Bombs
Ελληνικός Τίτλος: Ο Ήχος της Σιωπής
Κύριες Διακρίσεις
- 2 βραβεία στα Amanda, τα εθνικά βραβεία της Νορβηγίας. Υποψήφιο για ακόμα 4, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
- Πρώτο βραβείο (Χάλκινο Άλογο) στο φεστιβάλ της Στοκχόλμης.
Παραλειπόμενα
- Πρώτη αγγλόφωνη ταινία για τον Joachim Trier.
- Η ταινία μπήκε μπρος το 2013, αλλά μπήκε στο συρτάρι λόγω οικονομικών προβλημάτων. Αυτά λύθηκαν έναν χρόνο αργότερα, όταν βρέθηκε χρηματοδότηση μέσω της Arte France Cinema.
- Έχοντας δαπανηθεί ένα ποσό των 11 εκατομμυρίων δολαρίων, τα έσοδα ήταν μόλις 1,1.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 17/5/2016
Όταν ένας μη αγγλόφωνος σκηνοθέτης δημιουργεί την πρώτη του ταινία στην Αγγλική, εισέρχεται εκ των πραγμάτων σε μία νέα φάση της καριέρας του. Πολλά ντεμπούτα αξιόλογων σκηνοθετών στην παγκόσμια ομιλούμενη γλώσσα έχουν σημάνει και την απομάκρυνσή τους από το κινηματογραφικό στυλ που τους καθιέρωσε, πιθανόν από ανασφάλεια προς το εγχείρημά τους, το οποίο συχνά αισθάνονται μια ανάγκη να κάνουν κάπως πιο ανοιχτό στο κοινό, αφού η αγγλική γλώσσα τους παρέχει εκ των πραγμάτων τη σχετική δυνατότητα. Για τον Νορβηγό Γιοακίμ Τρίερ η ώρα αυτή ήρθε στα 42 του χρόνια και με την τρίτη του μόλις ταινία. 5 χρόνια μετά το σπουδαίο «Oslo, August 31st, ο Τρίερ παραδίδει στον κινηματογραφικό κόσμο το «Louder than Bombs», που βρέθηκε και στο περσινό διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών.
Η Ιζαμπέλ Ριντ είναι διάσημη φωτογράφος και πολεμική ανταποκρίτρια, η οποία σκοτώνεται σε τροχαίο δυστύχημα. 3 χρόνια μετά το θάνατό της και ενώ η οικογένεια που άφησε πίσω δεν έχει βρει τον τρόπο να διαχειριστεί την απουσία της, ένας φίλος της αποφασίζει να γράψει ένα άρθρο με χαρακτήρα ρετροσπεκτίβας στο έργο της στο οποίο θα αποκαλύψει την αλήθεια για το θάνατό της, ότι επρόκειτο δηλαδή για αυτοκτονία. Ο σύζυγος της εκλιπούσας, παρότι γνωρίζει ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής, δεν το έχει μοιραστεί με το μικρότερο 16χρονο γιο του, ενώ ο μεγάλος του γιος αρνείται να το δεχτεί. Οι τρεις τους βρίσκονται σε συνολική αδυναμία επικοινωνίας και το επερχόμενο άρθρο καθιστά επιτακτική την ανάγκη να προσπαθήσουν να ξαναβρούν τον χαμένο τους κοινό τόπο, μια διαδικασία που ο πατέρας προσπαθεί να κινήσει, συναντώντας ουκ ολίγες αντιστάσεις από τα τέκνα.
Ο Τρίερ δομεί την ταινία του με μορφή παράλληλων μονολόγων, όπως ακριβώς βλέπει και τις συνομιλίες της οικογένειας την οποία απεικονίζει. Βεβαρημένοι από το ίδιο γεγονός, οι 3 άνδρες αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο την απώλεια. Ο πατέρας προσπαθεί να ανακαλύψει την αλήθεια για τη σχέση του με την Ιζαμπέλ, έστω και τώρα που είναι καταφανώς αργά. Ο μεγάλος γιος διατηρεί την εξιδανικευμένη εικόνα της μητέρας του χωρίς να επιτρέπει σε τίποτα να την πλήξει. Τέλος, ο μικρός, σε μόνιμη κατάσταση ήπιου σοκ, προσπαθεί μέσα από τις αναμνήσεις του να γνωρίσει τη μητέρα την οποία στερήθηκε, κατηγορώντας ταυτόχρονα τον πατέρα του για την απουσία της, όχι τόσο με την τυπική επίρριψη ευθυνών προς αυτόν για το θάνατό της, αλλά περισσότερο γιατί η τραγωδία που βιώνει είναι ανείπωτη και του είναι αδύνατο να την εξηγήσει με βάση την τύχη.
Μέσα στο μουντό σύμπαν που με επιμέλεια έχει δημιουργήσει, ο σκηνοθέτης εξετάζει τη διαχείριση του θανάτου από τη μεριά των ζώντων. Ακόμα και αν σε λογικό επίπεδο η ταινία δεν επικοινωνεί με το θεατή ή δεν του προσφέρει κάτι το καινοτόμο, αποτελεί έναν συναισθηματικό χείμαρρο, γεμάτο ποιητικές εικόνες. Δυστυχώς όμως, η πλήρης αφοσίωση του Τρίερ στο συναισθηματισμό δίνει στο έργο έναν χαρακτήρα απεικόνισης του δράματος των πρωταγωνιστών και υποβιβάζει την ηθική τους πορεία και την ανάπτυξή τους. Η κεντρική ιστορία είναι εξ αρχής σε δεύτερη μοίρα και έτσι σε ορισμένα σημεία το όλο αποτέλεσμα φλερτάρει με το ακαδημαϊκό μελό. Τελικώς, σ’ ένα σημαντικό βαθμό, διασώζεται από τις εξαιρετικές του ερμηνείες. Η Ιπέρ, στο ρόλο της πάντα απούσας πρωταγωνίστριας, αξιοποιεί στο έπακρο τον χρόνο που της δίνεται, αποδεικνύοντας ξανά πως είναι μια μεγάλη κυρία του ευρωπαϊκού σινεμά. Θαρρεί κανείς πως αυτή η γυναίκα μπορεί να εκφράσει με τα μάτια της όλα εκείνα τα για τα οποία καμία γλώσσα δεν έχει βρει ακόμα τα κατάλληλα λόγια. Ο Άιζενμπεργκ στέκει αξιοπρεπής αλλά όχι ιδιαίτερα μακριά από τη μανιέρα του, ενώ ο μικρός Ντέιβιντ Ντρούιντ λάμπει σαν ακατέργαστο διαμάντι σ’ έναν απαιτητικό, συναισθηματικά πολύπλοκο ρόλο. Όλα τα εύσημα του κόσμου πάντως ανήκουν στον φτασμένο Ιρλανδό Γκάμπριελ Μπερν, που δίνει την πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία της καριέρας του, μεστός και στιβαρός σε κάθε στιγμή του έργου χωρίς να καπελώνει κανέναν συμπρωταγωνιστή.
Κοντολογίς, η προσπάθεια του Τρίερ είναι αξιόλογη και παρότι το εύρημα της αφήγησης μοιάζει εύκολο, η συνολική εικόνα διαθέτει την ποιητική αύρα που ήθελε ο δημιουργός. Πιθανόν με τέτοιο πρωτογενές υλικό να μπορούσε να επιτύχει κάτι περισσότερο αξιοσημείωτο, αλλά σε κάθε περίπτωση η ταινία λειτουργεί και σε μερικές στιγμές της μαγνητίζει. Ανυπομονούμε για το επόμενο έργο του, είτε αυτό περιέχει πρωτοκλασάτα ονόματα είτε άσημους Νορβηγούς ηθοποιούς.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 13/11/2016
Αφήνοντας πίσω του τα σκοτεινά του φιλμ στη Νορβηγία, ο Γιοακίμ Τρίερ πήρε διαβατήριο για τις ΗΠΑ και μαζί μια ομάδα μεγάλων ερμηνευτικών ονομάτων (Γκάμπριελ Μπερν, Τζέσι Άιζενμπεργκ και Ιζαμπέλ Ιπέρ) για βοήθεια. Ο σκανδιναβός δημιουργός όμως μπλέκει πολλά πράγματα στο ίδιο καλάθι, από φιλοσοφία έως χιούμορ, και ταυτόχρονα έχεις την αίσθηση πως ανεβάζει από μόνος του ψηλά τον πήχη ποιότητας, σε ένα σημείο όμως που τη συγκεκριμένη στιγμή δεν ήταν ικανός να φτάσει. Το θέμα του είναι κατά ουσία απλό, αλλά ανακατεύεται θεματικά δίχως να βγάζει απόλυτο νόημα. Το καλό συστατικό του φιλμ, που υποβοηθείται από τους αναγνωρισμένους αυτούς ηθοποιούς, είναι η μελαγχολία. Αν έμενε εκεί ο Τρίερ, θα είχαμε έναν άξιο διάδοχο του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά. Αλλά δεν υπάρχει ο αμέριστος σεβασμός στον ρεαλισμό, και το στοίχημα χάνεται, όχι ολοκληρωτικά ευτυχώς, υπό το βάρος των υψηλότατων προθέσεων του.
Βαθμολογία: