Ο Φρεντ Μάντισον είναι ένας σαξοφωνίστας που κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, κατηγορείται για τη δολοφονία της συζύγου του, Ρενέ, και οδηγείται στη φυλακή. Τότε εξαφανίζεται από τη φυλακή και μεταβάλλεται σε κάποιον άλλον, σε έναν μηχανικό που ζει μια εντελώς διαφορετική ζωή.

Σκηνοθεσία:

David Lynch

Κύριοι Ρόλοι:

Bill Pullman … Fred Madison

Patricia Arquette … Renee Madison/Alice Wakefield

Balthazar Getty … Pete Dayton

Robert Blake … ο μυστηριώδης άνδρας

Robert Loggia … Κος Eddy/Dick Laurent

Natasha Gregson Wagner … Sheila

Richard Pryor … Arnie

Gary Busey … Bill Dayton

Lucy Butler … Candace Dayton

Jack Nance … Phil

Giovanni Ribisi … Steve ‘V’

Henry Rollins … Henry

Jack Kehler … Johnny Mack

David Byrd … Δρ Smordin

Marilyn Manson … πορνοστάρ

Mink Stole … ένορκος (φωνή)

Leonard Termo … δικαστής (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: David Lynch, Barry Gifford

Παραγωγή: Deepak Nayar, Tom Sternberg, Mary Sweeney

Μουσική: Angelo Badalamenti

Φωτογραφία: Peter Deming

Μοντάζ: Mary Sweeney

Σκηνικά: Patricia Norris

Κοστούμια: Patricia Norris

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Lost Highway
  • Ελληνικός Τίτλος: Χαμένη Λεωφόρος

Παραλειπόμενα

  • Ο David Lynch βρήκε τη φράση “χαμένη λεωφόρος” μέσα στο μυθιστόρημα Night People (1992) του Barry Gifford. Όντας φίλος του συγγραφέα, του είπε ότι λάτρεψε τη φράση και την ήθελε για τίτλο σε ταινία του. Και παρότι οι δυο τους είχαν αντίθετες απόψεις πάνω στο τι μπορεί να σημαίνει η φράση, συμφώνησαν να γράψουν μαζί το σενάριο. Με την ολοκλήρωση της ταινίας Twin Peaks (1992), είχαν ήδη απορρίψει και τις δύο αντίρροπες ερμηνείες τους, διαμορφώνοντας εκ νέου το στόρι από το μηδέν.
  • Έμμεση έμπνευση για την ιστορία αποτέλεσε η δίκη του O.J. Simpson, όπου δικάζονταν για τον φόνο της συζύγου του (αθωώθηκε στην πολύκροτη δίκη). Μετά από χρόνια, ο Robert Blake, που παίζει τον πιο χαρακτηριστικό δεύτερο ρόλο της ταινίας, δικάστηκε για τον ίδιο λόγο (καταδικάστηκε).
  • Οι εμμονές του σκηνοθέτη είναι και πάλι εδώ. Λάτρης του σκοτεινού αυτοκινητόδρομου (σημείο κατατεθέν των νουάρ), των πορφυρών κουρτινών (παραπομπή σε φωτιά και κόλαση) και των μουσικών (ο ήρωας είναι σαξοφωνίστας, αλλά εμφανίζεται και ο Marilyn Manson).
  • Η σουρεαλιστική δομή της πλοκής περιγράφηκε με βάση το φαινόμενο Mobius (κορδέλα ενωμένη ως λούπα), αλλά σύμφωνα με τον δημιουργό δεν υπάρχει μια λογική-συμβατική ιστορία αλλά απλά μια ψυχεδελική απόδραση.
  • Αυτή είναι η τελευταία ταινία που έπαιξε ο Richard Pryor, φανερά καταβεβλημένος από την ασθένεια, αλλά και ο ηθοποιός Jack Nance απεβίωσε πριν η ταινία να ολοκληρωθεί.
  • Ο Lynch δεν χρειάστηκε να αναζητήσει τον Bill Pullman για να του προτείνει τον πρώτο ρόλο, μια και ήταν γείτονες και καλοί φίλοι.
  • Μπορεί ο Robert Blake να δήλωνε πως δεν καταλάβαινε καθόλου το τι έλεγε το σενάριο, ήταν όμως ο ίδιος που διαμόρφωσε τα στοιχεία του χαρακτήρα του, ακόμα κι εμφανισιακά.
  • Εσωτερικά πλάνα είναι γυρισμένα στο ξενοδοχείο Αμαργκόσα στην Death Valley (αλλιώς Κοιλάδα του θανάτου), το οποίο θεωρείται στοιχειωμένο. Υπάρχουν όμως σκηνές και μέσα στο ίδιο το σπίτι του Lynch.
  • Η σκηνή της μεταμόρφωσης του Φρεντ σε Πιτ δεν έγινε με χρήση ψηφιακού εφέ, αλλά με τεχνικές επί της κάμερας και προσθετικό μακιγιάζ.
  • Ο αριθμός τηλεφώνου που καλεί ο ήρωας, για να απαντήσει ο… εαυτός του, τελειώνει σε 666.
  • Η κεντρική χρηματοδότηση ήρθε από τη Γαλλία, μέσω της Ciby 2000.
  • Στη δοκιμαστική προβολή, η ταινία είχε διάρκεια 2μιση ώρες, και όταν ολοκληρώθηκε ο Lynch γνώριζε ήδη αυτά που έπρεπε να αφαιρεθούν. Από τα 20 λεπτά που κόπηκαν, τα περισσότερα αφορούσαν σκηνές με τον Πιτ.
  • Οι περισσότερες κριτικές είχαν καταδικάσει την ταινία ως “ασυνάρτητη”, ενώ και τα ταμεία δεν απέδωσαν σχεδόν τίποτα. Έκτοτε όμως ο μέσος όρος της κριτικής έχει ανέβει, ενώ παράλληλα η ταινία είχε αναδειχτεί σε cult.
  • Το 2003, η αυστριακή συνθέτης Olga Neuwirth μετέτρεψε το φιλμ σε όπερα, με λιμπρέτο γραμμένο από την Elfriede Jelinek.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Πέρα από τα ινστρουμένταλ θέματα του Angelo Badalamenti και τη συνεισφορά του Barry Adamson σε αυτά, τραγούδια πρόσφεραν στο φιλμ οι David Bowie, Marilyn Manson, Rammstein, Nine Inch Nails (και ξεχωριστά ο Trent Reznor) και The Smashing Pumpkins. Από τον David Bowie ακούγεται σε δύο διαφορετικές εκδοχές -σε αρχή και φινάλε- το I’m Deranged, ενώ σε σινγκλ κυκλοφόρησαν το Apple of Sodom (Marilyn Manson), το The Perfect Drug (Nine Inch Nails) και το Eye (The Smashing Pumpkins).

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 24/3/2009

Ο ίδιος ο Lynch έχει πει ότι οι ταινίες του είναι βγαλμένες μέσα από τα όνειρα του και ήδη από την πρώτη του ταινία, το Eraserhead, έχει βαλθεί να το αποδείξει. Η Χαμένη Λεωφόρος είναι ένα παράδοξο σύγχρονο νουάρ, όπου τα πάντα μπορούν να δέσουν με το σενάριο και τελικά τίποτα να μην εξηγηθεί…

Συνεχίζοντας από εκεί που τελείωσε το Τουίν Πικς και τελειώνοντας με το Οδός Μαλχόλαντ, η άτυπη αυτή αστυνομική τριλογία του παράδοξου έχει στόχο το ασυνείδητο. Όπως και τα καλύτερα νουάρ, οι ήρωες περικλείονται από πέπλο μυστηρίου κι ο Lynch κάνει ό,τι μπορεί για να τονώσει την περιέργεια του κοινού και όμως ταυτόχρονα να το αποκοιμίσει, αφήνοντας το έκθετο μπροστά στην επερχόμενη έκπληξη. Κι όμως υπάρχει δομή και αν κάποιος τελικά ενώσει τα κομμάτια θα ανακαλύψει την υπόθεση, ακόμα και αν τα κενά δεν θέλουν, από μόνα τους, και ούτε πρόκειται, να εξηγηθούν.

Γενικά, παρότι πιστεύω ότι είναι η πέμπτη στη σειρά καλύτερη ταινία του David Lynch, όταν πρόκειται για τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη, αυτό είναι κομπλιμέντο. Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στο νουαρικό κλίμα και στις ονειρικές παραδοξότητες του σεναρίου, περικλυσμένες στην υπνωτιστική σκηνοθεσία του Lynch. Οι δεύτεροι ρόλοι είναι πιο ισχυροί από τους πρωταγωνιστικούς, με τον Robert Blake να δίνει, ίσως, την πιο στοιχειωμένη “τρίτη” ερμηνεία του κινηματογράφου. Μια ταινία που θα θέλαμε να είναι ασπρόμαυρη, αλλά η πορφυρή απόχρωση της φωτογραφίας μάς βάζει σε δεύτερες σκέψεις. Μια ταινία που θα θέλαμε να δούμε σε θερινό, αλλά το σκοτεινό υποσυνείδητο λειτουργεί καλύτερα σε κλειστούς χώρους…

Βαθμολογία:


Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 20/1/2021

Μια διαδρομή δίχως συγκεκριμένο προορισμό ή αφετηρία, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία της θολής κίτρινης γραμμής που δεσπόζει στο μέσο του δρόμου. Σε αυτή την ιστορία, ίσως η αέναη κίνηση –όπως σηματοδοτείται με τα ευφάνταστα dissolve– έχει περισσότερη σημασία από τα τεκταινόμενα. Η «Χαμένη Λεωφόρος», ωστόσο, δεν είναι η εξιστόρηση κάποιας μεγάλης ή μικρότερης φυγής, αλλά ακριβώς το αντίθετο: μία αιώνια καταδίκη επιστροφής στο «είναι». Η φωνή του Ντέιβιντ Μπάουι μας καλωσορίζει στον κόσμο ενός φιλμ που αποτελεί περήφανο μέλος του στενά προσωπικού λιντσικού σινεμά και εμείς ακολουθούμε τη δαιδαλώδη σκέψη του Αμερικανού δημιουργού.

Ο Φρεντ Μάντισον είναι ένας σαξοφωνίστας που υπηρετεί με επιτυχία την free jazz. Μένει με την σύζυγό του Ρενέ σε ένα πολυτελές σπίτι βγαλμένο από suburban dreams, διάγοντας έναν βίο εξωτερικώς ατάραχο, πλην ανασφαλή και αγχώδη ως προς τη σύντροφό του. Τη φαινομενική ηρεμία του διαταράσσουν μία σειρά από βιντεοκασέτες που βρίσκει στα σκαλιά της εισόδου του, οι οποίες απεικονίζουν αρχικά το εξωτερικό και στη συνέχεια το εσωτερικό της οικίας του.

Παρά την αρχική του επιφυλακτικότητα, τελικά αποφασίζει να ειδοποιήσει την αστυνομία. Λίγο καιρό μετά, ωστόσο, ο ζηλόφθων σύζυγος Φρεντ βρίσκεται κατηγορούμενος για τον φόνο της Ρενέ και παρότι αρνείται ότι τέλεσε το έγκλημα, καταδικάζεται σε θάνατο. Και κάπου εκεί η ταινία επανεκκινεί, αφού ο Φρεντ εξαφανίζεται ως δια μαγείας και τη θέση του στο κελί παίρνει ο Πιτ Ντέιτον, ένας νεαρός μηχανικός αυτοκινήτων ο οποίος διάγει έναν βίο που δεν τέμνεται πουθενά με αυτόν του σαξοφωνίστα.

Κυρίαρχο μοτίβο στο μυστηριακό φιλμ του Ντέιβιντ Λιντς είναι αυτό της ταυτότητας. Ο ίδιος ο δημιουργός περιέγραψε το έργο του ως  psychogenic fugue (ψυχογενής φούγκα), στην οποία κυριαρχεί μία τεθλασμένη οπτική αναξιόπιστου αφηγητή. Το έργο μοιάζει με περιδίνηση γύρω από τις «συναισθηματικές αναμνήσεις» του ψυχικά λαβωμένου Φρεντ, καθώς ο, τι ακολουθεί αναφορικά με τον αντικαταστάτη Πιτ εφάπτεται με τους εφιάλτες του ρημαγμένου ψυχισμού του, δίχως σε καμία περίπτωση να αποτελεί αναδρομή στα βιώματά του, αλλά μία φαντασιακή εξιστόρηση της τραυματισμένης αποτυχίας του με αλλαγμένους όρους, όσο επιτρέπει βέβαια το βεβηλωμένο από την ανδρική ανεπάρκεια ασυνείδητό του.

Πρόσφορο σχήμα για να περιγράψει την αφηγηματική δομή της «Χαμένης Λεωφόρου»  ως προς τη καμπυλωμένη χρονική ακολουθία παράθεσης γεγονότων φαντάζει το λεγόμενο «Moebius Strip». Ο δυϊσμός του χαρακτήρα Φρεντ και Πιτ δεν εμπίπτει σε καμία γραμμική ανάπτυξη, αλλά σε μία διεστραμμένη ταυτόχρονη αλληλοσυμπλήρωση. Πρόκειται για τον ίδιο δισυπόστατο άνθρωπο, με τον Πιτ να αποτελεί προβολή του «εγώ» του Φρεντ, ενταγμένη σε μία φαντασιακή παρέκβαση στην οποία και πάλι ο σαξοφωνίστας αποτυγχάνει να φτιάξει για τον εαυτό του μία πραγματικότητα που δεν τον διαλύει, μολονότι θεωρητικά διαμορφώνει τους όρους της κατά το δοκούν.

Ο Πιτ είναι δημιουργημένος σαν αρνητικό του Φρεντ: βιοπορίζεται από χειρωνακτική εργασία, δε διαθέτει καμία από τις ανέσεις του πολυτελούς σπιτιού του Φρεντ, αλλά διακατέχεται από κάτι που ο Φρεντ φθονεί, την άγνοια κινδύνου της νιότης και την (σεξουαλική και μη) ορμή που πηγάζει από τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του. Έτσι, όταν θα γνωρίσει την Άλις, πανομοιότυπη προβολή της Ρενέ σε βερσιόν χιτσκοκικής ξανθής γυναίκας, θα ζήσει μαζί της ένα πάθος που ο Φρεντ δε μπορεί καν να ανακαλέσει. Φυσικά, ως προβολή του Φρεντ, θα κινδυνεύσει για εκείνην, θα παρασυρθεί σε διαδρομές ερεβώδεις και επικίνδυνες για να την ακολουθήσει και θα γευτεί την πικρία της «προδοσίας» της.

Το διφυές φιλμ του Λιντς είναι γεμάτο από νοσηρό κίτρινο και έντονο κόκκινο χρώμα, τα οποία λειτουργούν ως υπενθύμιση του εκτροχιασμένου λογισμού του πρωταγωνιστή και της μοιραίας πορείας του. Εκκινεί σαν μία ψυχοφθόρος αποτύπωση της αστικής ζωής, γεμάτης ανασφάλεια και εκκωφαντικά κενής από εμπιστοσύνη, και μεταλλάσσεται σε ένα καλοζυγισμένο νέο-νουάρ που βασίζεται πάνω σε όλες τις σταθερές του genre. Στο δεύτερο μέρος υπάρχει η σαγηνευτική femme fatale, η μοιρολατρικά προδιαγεγραμμένη ήττα, η γκανγκστερική φιγούρα/ συνεχής απειλή, η τυφλή εμπιστοσύνη που διαψεύδεται, η ματαιωμένη φυγή. Όλα όμως υπηρετούν την αναποτελεσματική προσπάθεια του Φρεντ να διαφύγει.

Η μεταμόρφωση δεν είναι ποτέ πλήρης, η ζωή του Πιτ μοιάζει ελλιπής, ακόμα και η κινητήριος σχέση του με την Άλις έχει κάτι το εμφανώς κίβδηλο. Στη «Χαμένη Λεωφόρο», η μνήμη μπορεί να μη λειτουργεί συμβατικά, αλλά δεν απεμπολεί ποτέ τη θλιβερή αποστολή της αδιάκοπης υπενθύμισης περί της αληθούς ταυτότητας του Φρεντ. Ακόμα και στη ψυχοπαθογενή φαντασίωσή του, λοιπόν, αυτός δε μπορεί να πλάσει έναν κόσμο όπου ως alpha male κερδίζει την απαστράπτουσα γυναικεία παρουσία και απαλλάσσεται από το φορτίο της ανεπάρκειάς του, γιατί είναι τόσο υποταγμένος σε αυτήν που πλέον δε μπορεί να διαφύγει ούτε δια του ασυνειδήτου του.

Ο Λιντς χρησιμοποιεί τον νουαρικό τρόμο του δεύτερου μέρους για να προβάλει γιγαντωμένες τις φοβίες και την κρίση στην οποία περιέρχεται το ανδρικό «εγώ» του πρωταγωνιστή του. Όπως ο Φρεντ για τη δική του πολυσχιδή ανικανότητα κατηγορεί τη Ρενέ, έτσι ο Πιτ βρίσκει στην αινιγματική Άλις μία φιγούρα που τον ωθεί στην αυτοκαταστροφή. Ο άνδρας του αστικού περιβάλλοντος αισθάνεται ότι ο κόσμος του οφείλει συνέχεια περισσότερα, ότι έχει δικαίωμα στην προνομιούχο διαβίωση και στον απεριόριστο σεβασμό. Δυσκολεύεται να αποδεχθεί ότι η δική του δυστυχία οφείλεται αποκλειστικά σε δικούς του παράγοντες, με πρώτο εξιλαστήριο θύμα της κυρίαρχης εγωμανίας του τη γυναίκα που βρίσκεται μαζί του και την οποία φορτώνει με κάθε λογής χαρακτηρισμούς που τον βολεύουν: άπιστη, αδάμαστη, πόρνη και μύρια όσα του αρκούν για να στρέψει την οργή της ασφυκτικής ανασφάλειάς του στο πρόσωπό της.

Με τον mystery man, έναν απόκοσμο ανώνυμο χαρακτήρα που υπάρχει και στους δύο κόσμους, να επιβάλλει τη μοιραία εφαρμογή της -νιτσεϊκής αύρας- αιώνιας επιστροφής του Φρεντ/Πιτ στην ίδια θέση και την διάλυση της φαντασίωσης εις τα εξ ων συνετέθη, ήτοι στη δυστυχία του Φρεντ και την ψυχοπαθογενή ανάγκη του για διαφυγή, ο Λιντς και ο συσεναριογράφος του Μπάρι Γκίφορντ καταφέρνουν να ανατρέψουν την έννοια της κλιμάκωσης όπως συνήθως γίνεται αυτή αντιληπτή. Χρησιμοποιώντας με θαυμαστή ακρίβεια το τέχνασμα του φαύλου κύκλου που συνιστά το γεωμετρικό σχήμα του χρόνου της ταινίας, συνθέτουν μία αφήγηση που δεν ολοκληρώνεται όταν η πλοκή καταλήξει σε ένα σημείο τέλους, αλλά όταν γίνει κτήμα του θεατή ότι αυτή είναι μία ιστορία που συνεχίζεται στο διηνεκές.

Παρά την χλιαρή υποδοχή της ταινίας στην ούτως ή άλλως δύσκολη για τον Λιντς δεκαετία του 1990 (είχε προηγηθεί η αποτυχία του κινηματογραφικού Twin Peaks: Fire Walk With Me), η ταινία σχημάτισε γρήγορα το καλτ κοινό που της αναλογεί. Ενώ λοιπόν η «Χαμένη Λεωφόρος» είναι εύκολο να προσπεραστεί ως φιλμ λιντσικά κρυπτικό, όπου το λεγόμενο «νόημα» χάνεται στην σουρεαλιστική ασάφεια, στην πραγματικότητα αξίζει κανείς να επενδύσει την ενέργεια του στην εξακρίβωση ενός συντεταγμένου προβληματισμού, που σε καμία περίπτωση δεν είναι κοινός για όλους, αλλά παραμένει πολύτιμος. Εν κατακλείδι, το «Lost Highway» μπορεί να είναι διαφορετική ταινία για κάθε θεατή, αλλά δεν κρύβεται πίσω από το νεφελώδες τοπίο κάποιου παραλογισμού.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

25 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *