Πόλη του Μεξικό. Εξαθλίωση, φτώχεια. Γέροι, σακάτηδες, άνεργοι, και μέσα σε αυτούς δύο χαμίνια, ο Χαΐμπο που δεν διστάζει να σκοτώσει, και ο Πέδρο που τον ακολουθεί πιστά στις εγκληματικές του ενέργειες, αλλά προσπαθεί να μην πράττει αξιόποινες πράξεις και ονειρεύεται μια τίμια ζωή. Όμως, η μοίρα δεν κάνει διακρίσεις και επιφυλάσσει και στους δύο άσχημο τέλος.

Σκηνοθεσία:

Luis Bunuel

Κύριοι Ρόλοι:

Alfonso Mejia … Pedro

Roberto Cobo … El Jaibo

Estela Inda … η μητέρα του Pedro

Miguel Inclan … Δον Carmelo

Alma Delia Fuentes … Meche

Ernesto Alonso … αφηγητής (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Luis Alcoriza, Luis Bunuel

Παραγωγή: Oscar Dancigers, Sergio Kogan, Jaime A. Menasce

Μουσική: Rodolfo Halffter, Gustavo Pittaluga

Φωτογραφία: Gabriel Figueroa

Μοντάζ: Carlos Savage

Σκηνικά: Edward Fitzgerald

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Los Olvidados
  • Ελληνικός Τίτλος: Ξεχασμένοι από την Κοινωνία
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Young and the Damned
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Forgotten Ones
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Λος Ολβιδάδος

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση και βραβείο Ηνωμένων Εθνών.
  • Καλύτερη ταινία και 10 ακόμα βραβεία Ariel, τα εθνικά βραβεία του Μεξικού.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο σκηνοθεσίας.

Παραλειπόμενα

  • Μετά την εμπορική επιτυχία που είχε στο Μεξικό το El Gran Calavera (ακυκλοφόρητο στη χώρα μας), ο παραγωγός Oscar Dancigers ζήτησε από τον ισπανό δημιουργό να κάνει ακόμα μία ταινία. Ο Bunuel είχε ήδη έτοιμο ένα σενάριο για ένα αγόρι που πουλάει λαχνούς, αλλά ο μεξικανός παραγωγός ήθελε από αυτόν κάτι το πιο ρεαλιστικό, που θα έδειχνε τη φτώχεια των παιδιών στην Πόλη του Μεξικό.
  • Η ταινία συνδυάζει τον ιταλικό νεορεαλισμό, με στοιχεία όμως από σουρεαλισμό, όπως άλλωστε άρμοζε και στον Bunuel, εκ των πρωτοπόρων του κινήματος.
  • Το 2002 ανακοινώθηκε ότι ανακαλύφθηκε ένα εναλλακτικό φινάλε σε αποθήκη πανεπιστημίου του Μεξικού, και το 2005 παρουσιάστηκε με αυτό μια νέα εκδοχή της ταινίας. Ήταν ένα πιο χαρούμενο φινάλε από το ορίτζιναλ.
  • Στην πρεμιέρα της ταινίας στο Μεξικό, οι ντόπιοι δεν εκφράστηκαν με τα καλύτερα λόγια, λόγω της μουντής εικόνας που προβάλλονταν για τη χώρα τους. Αποτέλεσμα ήταν να παιχτεί μονάχα τρεις ημέρες! Παρόλα αυτά, σήμερα έχει αναγνωριστεί ως ένα από τα αριστουργήματα του λατινοαμερικανικού σινεμά, κι έχει επηρεάσει ταινίες όπως, μεταξύ και άλλων, το Πισότε το Χαμίνι του Σάο Πάολο (1981), το Χαμένες Αγάπες (2000) και το Η Πόλη του Θεού (2002).

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 11/1/2025

Ο σπουδαίος ισπανός auteur Luis Buñuel (1900-1983) είχε μια αρκετά πολύπλοκη καλλιτεχνική καριέρα που μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους: την πρώιμη avant-garde σουρεαλιστική (1929-1933) σε Γαλλία και Ισπανία • την πιο συμβατική μεξικανική περίοδο (1946-1965) • την ώριμη σουρεαλιστική με κομψές σάτιρες των δεκαετιών του 1960 και του 1970.

Στη μεξικανική περίοδό του ο Bunuel σκηνοθέτησε περίπου 20 ταινίες, από τις οποίες μερικές διαθέτουν κάποια νουάρ στοιχεία. Το αδιαμφισβήτητο αριστούργημα αυτής της περιόδου είναι το «Los Olvidados», μια βαθιά επιδραστική ταινία -καταθλιπτικό πορτρέτο άπορων παιδιών εγκλωβισμένων σε συντριπτική φτώχεια και βία στις φτωχογειτονιές της Πόλης του Μεξικού.

Συγκρατημένος από τη μεξικανική κινηματογραφική βιομηχανία που απαιτούσε σαφή αφηγηματική δομή, ο Buñuel διαχέει αρμονικά τις εικόνες αναρχίας και ελεύθερης συσχέτισης μέσα στον νατουραλισμό της βίας, χαρίζοντας στην ταινία μια θαυμαστή ισορροπία που απουσίαζε από τα πρώιμα σουρεαλιστικά έργα του.

Με αγάπη, αλλά χωρίς οίκτο, ο Buñuel ξεδιπλώνει την ιστορία μιας συμμορίας παιδιών παραγκουπόλεων που γίνονται παραβάτες ως άμυνα ενάντια στη φτώχεια, την έλλειψη στοργής, τη σκληρότητα της αστυνομίας και την απειλή των παιδεραστών στους δρόμους της πόλης.

Η αφήγηση επικεντρώνεται στα αλληλένδετα πεπρωμένα δύο συγκεκριμένων ανήλικων παραβατών, του σκληρού Jaibo (Roberto Cobo) και του νεότερου, ασθενέστερου Pedro (Alfonso Mejía). Φτιαγμένη στο ύφος των ιταλών νεορεαλιστών, με μη επαγγελματίες ηθοποιούς και φυσικές τοποθεσίες, η ταινία είναι ασυμβίβαστα βάναυση και απαισιόδοξη στην απεικόνιση μιας ομάδας απελπισμένων άθλιων που προορίζονται να ζήσουν και να πεθάνουν στη αφάνεια και στις στερήσεις, ακόμη και τα πιο βασικά αγαθά που προσφέρει η σύγχρονη κοινωνία. Ο Bunuel είπε κάποτε ότι «Θα ήθελα να κάνω ακόμη και τον πιο συνηθισμένο θεατή να αισθανθεί ότι δεν ζει στον καλύτερο δυνατό κόσμο», και ο σκηνοθέτης μάς εισάγει άμεσα στον ζωντανό εφιάλτη που κατοικείται από τους χαρακτήρες στο «Los Olvidados». Αφού βασανίσει τον τυφλό μουσικό Δον Carmelo (Miguel Inclan), ο αρχηγός της συμμορίας Jaibo χτυπά μέχρι θανάτου τον έφηβο πληροφοριοδότη, του οποίου η μαρτυρία τον έστειλε στο αναμορφωτήριο. Ο Pedro, ο οποίος είναι μάρτυρας της δολοφονίας, προσπαθεί να αποφύγει τα προβλήματα, αλλά ο Jaibo τον ακολουθεί στη δουλειά και στο σπίτι του, όπου αποπλανεί τη μητέρα του αγοριού. Ακόμα και στα όνειρά του, ο Pedro δεν μπορεί να ξεφύγει από τον απειλητικό δολοφόνο. Στους χαρακτήρες του Jaibo και του Pedro, του αφελούς θύματός του, ο Buñuel κάνει μια λεπτή διάκριση μεταξύ διαφθοράς και παραβατικότητας.

Το «Los Olvidados», του οποίου ο τίτλος μεταφράζεται ως «οι ξεχασμένοι», είναι γεμάτο με μπουνιουελικά μοτίβα και εμμονές -τα γυναικεία πόδια, τους τυφλούς, τους ανάπηρους, τα κοκόρια και τα κοτόπουλα. Ο ρεαλισμός του Bunuel δεν έχει όμοιό του σε ολόκληρη την ιστορία του κινηματογράφου: δεν υποκύπτει στον συναισθηματισμό, ούτε αφήνει τον εαυτό του να μαγευτεί από τις σειρήνες του λυρισμού. Είναι στεγνός, ξερός και βάναυσος, αλλά ταυτόχρονα ισχυρά ουμανιστικός. Οι φτωχοί δεν υποφέρουν ευγενικά, οι ανάπηροι δεν είναι άγιοι και τα ανθρώπινα όντα υποβαθμίζονται στο επίπεδο των ζώων. Τα θύματα βρίσκουν κάποιον άλλο κάτω από αυτά στην τροφική αλυσίδα για να εκφοβίσουν. Ο θρυλικός κινηματογραφιστής Gabriel Figueroa μετατρέπει την άθλια φτώχεια της γειτονιάς σε ένα βρώμικο, ακατάστατο τοπίο που μεταμορφώνεται τη νύχτα όταν ο φωτισμός νουάρ μαλακώνει τους άδειους δρόμους.

Η νοσηρή σκληρότητα που επιδεικνύουν οι χαρακτήρες της ταινίας, καθώς βασανίζουν και καταστρέφουν χωρίς συνείδηση, ταιριάζει με την εξίσου γκροτέσκα κοινωνία που τους έχει εκθρέψει. Ωστόσο, το μοναδικό κινηματογραφικό ύφος του Bunuel, κεντημένο με κυνισμό και ποίηση, καθιστά την ταινία συνταρακτική. Αξιομνημόνευτη είναι η ονειρική σεκάνς, στην οποία ο Pedro φαντάζεται την αδιάφορη μητέρα του ως Παναγία. Το όνειρο είναι μια υποσυνείδητη έκφραση της ενοχής και των επιθυμιών του και τελειώνει ως εφιάλτης, στον οποίο η μητέρα του ταΐζει κρέας τον άσπονδο φίλο του, Jaibo.

Η ταινία συγκλονίζει τον θεατή για την απαισιόδοξη, αμείλικτα ρεαλιστική απεικόνιση της ματαιότητας στις ζωές των εγκαταλελειμμένων παιδιών των παραγκουπόλεων. Το τελικό πλάνο, του πεταμένου πτώματος ενός παιδιού στα σκουπίδια που ακολουθείται από μια ορμητική κίνηση της κάμερας προς τον σκοτεινό ουρανό, είναι παραλυτική χωρίς να προσφέρει ούτε μία στάλα λύτρωσης. Τελικά, είναι οι άνθρωποι εγγενώς καλοί ή κακοί ή η ανηθικότητα πηγάζει από τις κοινωνικές συνθήκες; Ο André Bazin χαρακτήρισε το «Los Olvidados» ως «μια ταινία που μαστιγώνει το μυαλό σαν πυρωμένο σίδερο».

Βαθμολογία:

0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα

Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *