Η Τζούλια, μια γυναίκα που χάνει σταδιακά την όρασή της, βρίσκει τη δίδυμη αδερφή της, Σάρα, κρεμασμένη στο υπόγειο του σπιτιού της. Η Σάρα είχε ήδη τυφλωθεί από την ίδια αρρώστια. Όλα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η νεαρή γυναίκα αυτοκτόνησε, αλλά η Τζούλια αποφασίζει να ερευνήσει την υπόθεση, μια και διαισθάνεται πως πρόκειται για δολοφονία. Έτσι, μπαίνει σε ένα σκοτεινό κόσμο που μοιάζει να κρύβει μια μυστηριώδη παρουσία. Καθώς η Τζούλια αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι της τρομακτικής αλήθειας, η όρασή της χειροτερεύει, ενώ παράλληλα γύρω της συμβαίνουν διάφορα ανεξήγητα και ανατριχιαστικά γεγονότα.

Σκηνοθεσία:

Guillem Morales

Κύριοι Ρόλοι:

Belen Rueda … Julia Levin/Sara

Lluis Homar … Isaac

Francesc Orella … επιθεωρητής Dimas

Pablo Derqui … Angel

Julia Gutierrez Caba … Soledad

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Guillem Morales, Oriol Paulo

Παραγωγή: Juan Carlos Caro, Guillermo del Toro, Joaquin Padro, Mar Targarona, Pepe Torrescusa

Μουσική: Fernando Velazquez

Φωτογραφία: Oscar Faura

Μοντάζ: Joan Manel Vilaseca

Σκηνικά: Balter Gallart

Κοστούμια: Maria Reyes

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: Los Ojos de Julia

Ελληνικός Τίτλος: Τα Μάτια της Τζούλια

Διεθνής Τίτλος: Julia’s Eyes

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Belen Rueda) στα Goya.

Παραλειπόμενα

  • Αρχικά προορίζονταν να γυριστεί στην αγγλική γλώσσα. Αλλά όταν μπήκε στην παραγωγή ο Guillermo del Toro, η Universal Pictures το είδε ως ευκαιρία να χρηματοδοτήσει την πρώτη της ισπανόφωνη παραγωγή.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

ΚριτικόςΒασίλης Καγιογλίδης

Έκδοση Κειμένου: 23/6/2011

Οι παραγωγοί της ταινίας Το Ορφανοτροφείο, πήγαν να κάνουν κάτι που να θυμίζει τη συγκεκριμένη ταινία, με την ίδια μάλιστα πρωταγωνίστρια, σταρ της Ισπανικής τηλεόρασης και του δικού τους κινηματογραφικού τρόμου. Να χτίσουν δηλαδή μία στιβαρή ιστορία μυστηρίου, συνδυάζοντας το φανταστικό με το πραγματικό, που στη σταδιακή της κλιμάκωση και μέσα από αψεγάδιαστα πλάνα ψυχολογικού τρόμου ή βίας, να αποδημεί ένα – ένα τα πεπραγμένα, τα προσιτά και κυρίως τα προφανή και εύκολα συμπεράσματα, επικαλούμενο απόλυτα αποδεκτές λύσεις, πάντα στο πλαίσιο των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Λύσεις που το μυαλό, κατά τη διάρκεια της κινηματογραφικής ανάγνωσης, τις είχε αποκρύψει – απομονώσει στο πίσω μέρος, τις είχε αποκλείσει ή αδυνατεί να καταφύγει σε αυτές, γιατί φάνταζαν μακρινές ή μη προσεγγίσιμες. Για να επικαλεστούν τελικά, στη θεωρητική ανάλυση, την ιδέα ότι η δύναμη της σκέψης και του μυαλού, τα πράγματα που σου παρέχουν ασφάλεια, καθώς και η άρνηση να κοιτάξεις πέρα από τα εμφανή, μπορεί να σε τυφλώσουν τόσο πολύ ώστε να καταστείς ανίκανος να δεις με τα μάτια της ψυχής για να ανακαλύψεις την αλήθεια.

Η ταινία βαδίζει απόλυτα στο ύφος του Ορφανοτροφείου και φανερώνει απροκάλυπτα ότι ο Guillermo del Toro έβαλε το χεράκι του προκειμένου να βγει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Τα ποικίλα σκηνοθετικά τρικ του μικρομηκά Guillem Morales, από τη μια κρύβουν τις όποιες πεπατημένες άντλησης σασπένς και από την άλλη προσδίδουν στην ταινία εκτός από την ένταση και τη δυναμική ενός πρωτάρη, ένα ελαφρώς σινεφίλ ύφος, μία ποιοτική κλάση απαραίτητη για την καλλιτεχνική της πορεία. Την κάνουν πιο ενδιαφέρουσα και σε συνδυασμό με την άρτια ερμηνεία της Belen Rueda παράγουν το αρχικώς επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή μία πληθώρα συναισθημάτων, που δεν αρχίζουν και τελειώνουν μονάχα στο φόβο και τα σουρεαλιστικά παράγωγά του.

Ωστόσο, το φιλμ αποδυναμώνεται στην φιλοσοφικών προεκτάσεων κορύφωση, στη λύση του μυστηρίου και τη χρήση του τρικ των σεναριακών συμπτώσεων. Όταν οι χαρακτήρες αποκαλυφθούν και ο καθένας λάβει τη θέση του στην ταινία, με έναν συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους να εννοείται ή να υπονοείται συνεχώς, ο μύθος θα ξεφουσκώσει σταδιακά, με αποτέλεσμα η σκηνοθεσία και οι ευφάνταστες υψηλής αισθητικής πινελιές του δημιουργού, σε συνδυασμό με την εξαιρετική φωτογραφία, να είναι αυτές που διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον, στρέφοντάς το αρκετά συχνά και σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Η ταινία είναι αρκετά άνιση, διαφορετική ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μέρος της. Ανόμοια θαρρείς τακτική, σαφώς αφηγηματικής παραπλάνησης, και μία συνεχώς μεταβαλλόμενη σκηνοθετική γλώσσα, που λειτουργεί ως κράχτης, γιατί βρίθει σε πρωτοτυπία και δελεαστικά οπτικά πυροτεχνήματα, καλά τοποθετημένα στα 120` λεπτά που διαρκεί η ιστορία. Σίγουρα είναι απολαυστική, όμως για μένα αυτή η ταινία αποτελεί μία προσεκτική επίδειξη στυλ, μία άσκηση ύφους, μία δημιουργία με άψογο οπτικό σχεδιασμό. Έχει όλα τα φόντα για μία εξαιρετική εμπορική πορεία, παρόλα αυτά είναι ικανή να σου προκαλέσει τόση αμηχανία, ώστε να σε αναγκάσει να την παρακολουθήσεις και δεύτερη φορά για να αποφασίσεις τελικά εάν σου άρεσε.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *