Ο Ξένος
- Lo Straniero
- The Stranger
- 1967
- Ιταλία
- Γαλλικά, Ιταλικά
- Δραματική, Δραματικό Θρίλερ, Εποχής, Πολιτική, Πολιτικό Θρίλερ, Σινεφίλ
Σε μια πολιτικά φορτισμένη Αλγερία την εποχή της γαλλικής κατοχής (1935), ένας φαινομενικά απαθής Γάλλος, μόνιμος κάτοικος, παίρνει το μέρος ενός αλγερινού φίλου του στο δικαστήριο, ο οποίος χτύπησε την κοπέλα του. Όταν ο Αλγερινός απελευθερώνεται, οι συγγενείς της κοπέλας καταδιώκουν τον Γάλλο και αυτός φτάνει στα άκρα.
Σκηνοθεσία:
Luchino Visconti
Κύριοι Ρόλοι:
Marcello Mastroianni … Arthur Meursault
Anna Karina … Marie Cardona
Bernard Blier … συνήγορος υπεράσπισης
Alfred Adam … ο εισαγγελέας
Georges Wilson … ειρηνοδίκης
Pierre Bertin … ο δικαστής
Jacques Herlin … διευθυντής ασύλου
Bruno Cremer … ο ιερέας
Georges Geret … Raymond Sintes
Mimmo Palmara … Κος Masson
Angela Luce … Κα Masson
Brahim Hadjadj … ο Άραβας
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Luchino Visconti, Suso Cecchi D’Amico, Georges Conchon
Παραγωγή: Dino De Laurentiis, Marcello Mastroianni, Pietro Notarianni
Μουσική: Piero Piccioni
Φωτογραφία: Giuseppe Rotunno
Μοντάζ: Ruggero Mastroianni
Σκηνικά: Mario Garbuglia
Κοστούμια: Piero Tosi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Lo Straniero
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Ξένος
- Διεθνής Τίτλος: The Stranger
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: L’Etranger του Albert Camus.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Κατά τη δεκαετία του 1950, ο ίδιος ο Albert Camus είχε προτείνει να γίνει ταινία το μυθιστόρημα του του 1942. Ο Jean Renoir ήταν ο κατάλληλος υποψήφιος να αναλάβει τη σκηνοθεσία, σύμφωνα πάντα με τον συγγραφέα.
- Ο Visconti είχε στη λίστα για τον κεντρικό ρόλο τους Alain Delon, George Chakiris και Tony Curtis.
- Σύμφωνα με τον Suso Cecchi D’Amico, η ταινία ήταν μόνο εν μέρει πετυχημένη.
- Μέχρι και την αποκατάσταση της το 1999 από την Cineteca Nazionale, η ταινία είχε μια πλέον προβληματική διανομή και εμφάνιση στις αίθουσες και τη μικρή οθόνη. Κι αυτό επειδή η κόρη του Camus πρόβαλε αντιστάσεις πάνω στα δικαιώματα που είχε επί του βιβλίου, μια και δεν της άρεσε καθόλου η διασκευή αυτή.
- Το βιβλίο του Albert Camus διασκευάστηκε ξανά το 2001 στην Τουρκία από τον Zeki Demirkubuz (στη χώρα μας προβλήθηκε σε φεστιβάλ ως Μοίρα), ενώ το θέμα του άσκησε εν μέρει επιρροή σε ταινίες όπως Ο Άνθρωπος που Δεν Ήταν Εκεί (των Coen) και Ξύπνημα στον Εφιάλτη (Adrian Lyne).
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 18/3/2023
Αλγέρι, 1939. Ο Μερσό (Marcello Mastroianni), ένας νεαρός δημόσιος υπάλληλος, ζει μόνος του σε ένα διαμέρισμα. Ανατριχιαστικά αδιάφορος ομολογεί: «Η μητέρα πέθανε σήμερα. Ίσως και χτες, δεν ξέρω». Δεν νιώθει τίποτα ιδιαίτερο για τον θάνατο της μητέρας τους, δεν θρηνεί για αυτή την απώλεια. Στην ελκυστική φίλη του, Μαρί (Anna Karina), δηλώνει με ειλικρίνεια ότι του αρέσει η ερωτική συντροφιά της, αλλά δεν την αγαπά. Άθελα του εμπλέκεται στην αντιπαράθεση του φίλου του, Ρεϊμόν, με τον αδελφό της αλγερινής ερωμένης του. Ο τελευταίος τραυματίζει με μαχαίρι τον Ρειμόν σε μια παραλία. Στη συνέχεια, χωρίς εμφανή λόγο, ο Μερσό επιστρέφει μόνος στην παραλία και συναντά τον Άραβα. Όταν το ηλιακό φως αντανακλάται στο μαχαίρι του Άραβα, τον σκοτώνει πυροβολώντας τον με το όπλο του Ρεϊμόν.
Στη δίκη αρνείται για πολλοστή φορά να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της κοινωνίας: αδιαφορεί για τους δικαστές και τους ενόρκους. Ψελλίζει μερικά μισόλογα, αρνούμενος ουσιαστικά να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Η διαδικασία μοιάζει εντελώς παράλογη: περισσότερο κατηγορείται για την έλλειψη συναισθημάτων στην κηδεία της μητέρας του και για την ερωτική σχέση με τη Μαρί, παρά για τον φόνο. Ουσιαστικά, δικάζεται επειδή δεν συμμορφώνεται και δεν χωρά στα καλούπια μιας κοινωνίας που τον θεωρεί «ξένο», δηλαδή απειλή για την αυτοσυντήρηση της. Ο Μερσό ζει σε μια εμπειρική αφαίρεση, είναι συναισθηματικά αποστασιοποιημένος, αμοραλιστής, αθεϊστής, δεν αναγνωρίζει, δεν τηρεί και δεν νοιάζεται για τις καθιερωμένες απόψεις και έθιμα του τόπου όπου ζει. Η σύνθεση όλων αυτών τον μετατρέπει σε εν δυνάμει δολοφόνο…
Μια μεγάλη πρόκληση για τον Visconti ήταν ένα «ταξίδι» στην Αλγερία του 1930 και μια μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του θεμελιώδους αριστουργήματος του Albert Camus, «Ο Ξένος» (1942). Ο Visconti το αποτόλμησε με απόλυτο σεβασμό και πιστότητα στην πηγή, σύμφωνα και με την αυστηρή εντολή της χήρας του Camus.
Τηρώντας τα λόγια του Octavio Paz: «Ο Camus δεν είναι φιλόσοφος, είναι καλλιτέχνης και γι’ αυτό τον ενδιαφέρει η μορφή», σκηνοθέτησε μια βαθιά ανθρωποκεντρική ταινία με λιτή, αφαιρετική και συμπυκνωμένη δομή. Έτσι κατάφερε να εκφράσει τον πυρήνα της φιλοσοφίας του έργου, τον υπαρξιακό αγώνα του συγγραφέα για να βρει νόημα σε έναν κόσμο, το οποίο μπορεί και να μην υπάρχει και στη συνέχεια να αποδεχτεί αυτό το γεγονός.
Για να βυθιστεί με πιστότητα και ακρίβεια στην υπαρξιστική άβυσσο του Camus, ο Visconti εγκαταλείπει εντελώς το αναγνωρίσιμο στυλ του. Απουσιάζουν ο μελοδραματικός εξπρεσιονισμός, η οπερατική υπερβολή, οι θεατρικές ερμηνείες. Η σκηνοθεσία του είναι ρευστή, λιτή, αφαιρετική, πυκνή και ορίζει με μαθηματική ακρίβεια την αδυσώπητη εξέλιξη. Ακολουθεί με απόλυτη ακρίβεια τη δράση του μυθιστορήματος και εκεί βρίσκεται η δύναμή όσο και η αδυναμία της ταινίας, καθώς ενίοτε ο κυριαρχικός λόγος του Camus υπερβαίνει την εικόνα.
Η αφήγηση έχει μια σαφή και απέριττη εξέλιξη, που κινείται σε δυο παράλληλα επίπεδα: νατουραλισμός στην εξιστόρηση μιας δικαστικής υπόθεσης, συμβολισμός στην αναγωγή σε μια φιλοσοφική αλληγορία. Κάτω από τον παραπλανητικό ρεαλισμό της επιφάνειας, προοδευτικά νοιώθουμε την όξινη γεύση του «Παραλόγου» καθώς εισάγονται τα βαθύτερα υπαρξιακά δίπολα: ελπίδα και θυμός, επαφή και μοναξιά, ελευθερία και δέσμευση, απόλαυση και ενοχή.
Τα πλάνα του Giuseppe Rotunno, τονισμένα από τη μουσική του Piero Piccioni, ζέουν από τη θερμότητα της Βόρειας Αφρικής. Το εκτυφλωτικό φως, η αποπνικτική σκόνη, η τοξική ατμόσφαιρα, ο επίμονος ιδρώτας διαβρώνουν τα σώματα, οξύνουν την εχθρότητα, ερμηνεύοντας και υπαγορεύοντας τις πράξεις του Μερσό.
Το τελικό πλάνο-σεκάνς αποτελεί την ανακεφαλαίωση και το καταστάλαγμα της ζωής του Μερσό. Στη μακριά νύχτα της συνειδητοποίησης, ο εσωτερικός μονόλογός του εκλύει το μεγαλείο του υπαρξισμού του Camus. Το βλέμμα του αρχικά αγωνιώδες, νευρικό και φοβισμένο όσο βασανίζεται από το άλγος της θνητότητας και την αναζήτηση του πραγματικού νοήματος της ύπαρξης. Ωστόσο, μέσα από τους υγρούς τοίχους του κελιού εισβάλλουν και τον πλημμυρίζουν οι μυρωδιές της νύχτας, της γης , της θάλασσας. Κοιτάζοντας τον έναστρο καλοκαιρινό ουρανό ανοίγεται για πρώτη φορά στην «τρυφερή αδιαφορία του σύμπαντος». Τότε συνειδητοποιεί ότι η ύπαρξη δεν έχει κανένα νόημα ή λογική. Όλα υπόκεινται στο εντελώς εύθραυστο απρόοπτο της ζωής και η φύση ακολουθεί αδιατάρακτα τους δικούς της βιταλιστικούς νόμους. Τότε το βλέμμα του γίνεται υγρό, γαλήνιο, αχνοφαίνεται το πικρό χαμόγελο του. Λυτρωμένος από το μαρτύριο της μεταφυσικής ελπίδας, νοιώθει αδελφωμένος με το σύμπαν, ήρεμος, ευτυχής και έτοιμος να ατενίσει το τελικό μυστήριο.
Βαθμολογία: