Στο Λονδίνο το 1952, ο Γουίλιαμς, ένας βετεράνος δημόσιος υπάλληλος, αποτελεί ένα μικρό γρανάζι στη γραφειοκρατία της αναδόμησης της μεταπολεμικής Αγγλίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Καθώς άπειρα χαρτιά κατακλύζουν το γραφείο του, μαθαίνει ότι έχει μια θανάσιμη ασθένεια. Έτσι ξεκινάει να ψάχνει κάποιο νόημα στη ζωή του όσο του μένει ακόμα χρόνος. Οι πρώτες του δοκιμές, με περιορισμένη επιτυχία, είναι να υποκύψει στην ακολασία κατά τη διάρκεια μιας ξέφρενης νύχτας στο Μπράιτον με την παρέα ενός μποέμ συγγραφέα που συναντά εκεί. Όταν επιστρέφει στο Λονδίνο, αγνοεί τις οικογενειακές και επαγγελματικές του υποχρεώσεις για μέρες. Αλλά σύντομα τον ιντριγκάρει μια νέα συνάδελφος στο γραφείο του, η Μάργκαρετ, η οποία αποτελεί ακριβές παράδειγμα τού τι είναι η ζωή και το να ζεις πραγματικά. Καθώς η φιλία τους εξελίσσεται, του δείχνει πώς να χαλιναγωγήσει τα χρόνια εμπειρίας και αφοσίωσης που έχει στην πλάτη του σε μία τελευταία και απλόχερη προσπάθεια να δημιουργήσει, παρά τα εμπόδια, ένα πρότζεκτ για τα παιδιά μιας φτωχής περιοχής του Λονδίνου. Αυτό επιβραβεύει τον Γουίλιαμς με μια αποκαλυπτική κατανόηση της ευτυχίας και του νοήματος της ζωής.

Σκηνοθεσία:

Oliver Hermanus

Κύριοι Ρόλοι:

Bill Nighy … Κος Williams

Aimee Lou Wood … Margaret Harris

Alex Sharp … Peter Wakeling

Tom Burke … Κος Sutherland

Adrian Rawlins … Κος Middleton

Oliver Chris … Κος Hart

Michael Cochrane … Σερ James

Patsy Ferran … Fiona Williams

Zoe Boyle … Κα McMasters

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Kazuo Ishiguro

Παραγωγή: Elizabeth Karlsen, Stephen Woolley

Μουσική: Emilie Levienaise-Farrouch

Φωτογραφία: Jamie Ramsay

Μοντάζ: Chris Wyatt

Σκηνικά: Helen Scott

Κοστούμια: Sandy Powell

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Living
  • Ελληνικός Τίτλος: Αισθάνομαι Ζωντανός

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου (Bill Nighy) και διασκευασμένου σεναρίου.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Bill Nighy) σε δράμα.
  • Υποψήφιο για Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Bill Nighy) και σεναρίου.

Παραλειπόμενα

  • Ριμέικ του κλασικού Ο Καταδικασμένος (Ikiru) του Akira Kurosawa, που με τη σειρά του ήταν εμπνευσμένο εν μέρει από τη νουβέλα The Death of Ivan Ilyich του Leo Tolstoy.
  • Το 2003, η DreamWorks είχε ανακοινώσει πως θα έκανε ένα αμερικανικό ριμέικ, με τον Tom Hanks πρωταγωνιστή και τον Jim Sheridan σκηνοθέτη. Το σχέδιο όμως δεν προχώρησε ποτέ.
  • Ο διάσημος ιαπωνο-βρετανός συγγραφέας Kazuo Ishiguro είχε να εμπλακεί με κινηματογραφικό σενάριο από το 2005. Το συγκεκριμένο όμως, και μάλιστα με τη συμμετοχή του Bill Nighy, ήταν για αυτόν ένα όνειρο που είχε επί έτη. Όταν έτυχε να βρεθεί στο ίδιο ταξί με τον βρετανό ηθοποιό, άρπαξε την ευκαιρία και του παρουσίασε την ιδέα. Ο Nighy δεν είχε δει ακόμα την ταινία του Kurosawa, αλλά την είδε και δήλωσε ενθουσιασμένος για το σχέδιο.
  • Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου στο φεστιβάλ του Αμερικανικού Ινστιτούτου, ο Bill Nighy φανέρωσε πως δεν είχε δει ολοκληρωμένη ποτέ την ταινία, παρότι είχε αρκετές ευκαιρίες. Όπως επεσήμανε, απεχθάνεται να βλέπει τον εαυτό του επί της οθόνης.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 26/12/2022

Δεν αναμετριούνται και κάθε μέρα οι απανταχού ενεργοί κινηματογραφιστές με τον Akira Kurosawa… Γι’ αυτό και οι Oliver Hermanus και Kazuo Ishiguro, πολύ σωστά, δεν επιδιώκουν να συγκριθούν ανταγωνιστικά με τον «Καταδικασμένο» και προσαρμόζουν την πλοκή του σε ένα διαφορετικό γεωγραφικό και πολιτισμικό πλαίσιο, προσδοκώντας να τονίσουν έτσι την οικουμενικότητά της αλλά και να αποτίσουν έναν γεμάτο αγάπη φόρο τιμής σε ένα κλασικό αριστούργημα. Κι επιτυγχάνουν τελικά στο να δημιουργήσουν ένα φινετσάτο όσο και αληθινά συγκινητικό φιλμ.

Σ’ επίπεδο ύφους, ο Hermanus καταφέρνει να ισορροπήσει επιδέξια ανάμεσα σε μια εσκεμμένα παλιομοδίτικη και στιβαρή τεχνική και σε μια πιο μοντέρνα προσέγγιση στο συναισθηματικό πεδίο, που στοχεύει μεν για το δάκρυ αλλά με τρόπο που δεν φαντάζει εκβιαστικός ή άσχημα μελοδραματικός. Αναπαράγει ολόκληρες σκηνές και ιδέες από το πρωτότυπο σε συνεργασία με τις οδηγίες του κειμένου, τις «μεταφράζει» όμως από ένα ξεκάθαρα βρετανικό πρίσμα με συνέπεια να προκύπτει κάτι που είναι δημιουργική αναπροσαρμογή, όχι ψυχρή αντιγραφή. Έχοντας τον νου και σ’ ένα πιο σύγχρονο κοινό φροντίζει να έχει αναλογικά πιο σφιχτοδεμένους ρυθμούς (η διάρκεια εδώ είναι κατά σαράντα λεπτά μικρότερη σε σχέση με την ταινία του Kurosawa), όχι όμως στον βαθμό που να καταλήγει να φτηναίνει το δράμα που ξεδιπλώνεται επί της οθόνης. Η αναπαράσταση της χρονικής περιόδου γίνεται σε μικρή κλίμακα αλλά αποτελεσματικά, προφανώς γιατί η στόχευση είναι ανθρωποκεντρική και όχι επική, και σε αυτήν την κατεύθυνση κινείται και το εξαιρετικό, γεμάτο ενέργεια ορχηστρικό σάουντρακ της Emilie Levienaise-Farrouch που μοιάζει πραγματικά σαν να βγήκε αυτούσιο από φιλμ της δεκαετίας του 1950.

Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η λεπτομερής βρετανικότητα της γραφής του Ishiguro όσον αφορά την αποτύπωση των συμπεριφορών και των χαρακτήρων, με τις μεμονωμένες παρατηρήσεις να υποδηλώνουν διαφορετικές ταξικές διαστρωματώσεις, γενιές και αξιακά πλαίσια μεταξύ άλλων. Και φυσικά, η βαθιά αγγλομάθεια του ίδιου δεν θα μπορούσε παρά να διαγράφεται έντονα στο σενάριο, τόσο σε επίπεδο λεξιλογίου όσο και αναφορών που κινούνται πάντοτε εντός των ορίων της εποχής (πινελιά που έχει τη σημασία της η επεξήγηση του όρου «ζόμπι» από τη Margaret στον κύριο Williams). Στα ίδια πλαίσια, η αυστηρή για τα δυτικά δεδομένα ιαπωνική εθιμοτυπία αντικαθίσταται από την αντίστοιχη βρετανική, με τον Ishiguro να καταφέρνει να περάσει αυτή τη μετάβαση σε όλες τις διαστάσεις της ιστορίας που αφηγείται.

Βέβαια η προσοχή της πλειοψηφίας του κόσμου θα στραφεί στην πρωταγωνιστική παρουσία του Bill Nighy, και μάλιστα δικαίως. Παρά τη διαχρονική ερμηνευτική αξιοπιστία κι εμβέλειά του, που οδήγησε και σε σημαντική απήχηση στο mainstream κοινό παρότι δεν απέκτησε ο ίδιος το status του μεγάλου σταρ, μέχρι τώρα δεν είχε την ευκαιρία να του δοθεί αυτό που θα αποκαλούσε κάποιος «ρόλο ζωής». Εδώ η ευκαιρία ξεπροβάλλει και ο Nighy την εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Παραδίδει ένα πορτρέτο προσεγμένο στην εντέλεια, και το γεγονός πως καταπιέζει σχεδόν συνεχώς το συναίσθημα δίνει ένα ειδικό βάρος στον χαρακτήρα που υποδύεται, καθιστώντας εξαιρετικά πολύτιμες τις στιγμές όταν τελικά παρατηρείται κάτι που μοιάζει με ξέσπασμα. Κινησιολογικά, στην εκφορά του λόγου, στις αντιδράσεις εκπέμπει με ανατριχιαστική ακρίβεια όλα εκείνα τα στοιχεία που έχουν καθιερωθεί στην κοινή συνείδηση από τις καταγραφές του τότε ως αγγλικά, πάντα όμως με μια σοφή ταπεινότητα που θυμάται πως απόλυτη προτεραιότητα έχει το να εξυπηρετηθεί κατάλληλα ο ρόλος. Και το καστ που τον πλαισιώνει είναι ταιριαστά αξιόλογο, απλά είναι τέτοιο το βεληνεκές της δικής του συνεισφοράς που τα βλέμματα αναπόφευκτα πέφτουν λιγότερο πάνω στους συμπρωταγωνιστές του.

Σε σχέση με τη νοηματική δεν εντοπίζονται σημαντικές διαφορές, και γι’ αυτό και τα μηνύματα περί πρωτοβουλίας του ατόμου που καταφέρνει να αλλάξει τα πράγματα και της σημασίας της ανθρώπινης επικοινωνίας εδώ έχουν μικρότερο αντίκτυπο και πρωτοτυπία. Καθαρά όμως σαν συγκινησιακή εμπειρία, το «Αισθάνομαι Ζωντανός» είναι γενναιόδωρο και δικαιολογεί την ύπαρξή του με αρετές που ανταμείβουν πλουσιοπάροχα τον θεατή.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *