Η 4η Ιουλίου είναι η εθνική εορτή των ΗΠΑ. Είναι η Ημέρα Ανεξαρτησίας τους. Καθώς πλησιάζουν οι μέρες της γιορτής, όλο το έθνος βρίσκεται σε κατάσταση διακοπών. Όχι όμως και ο Τζον ΜακΛέιν. Ο συγκεκριμένος νεοϋορκέζος μπάτσος έχει μεγαλώσει πια, είναι μεσόκοπος, έχει πάρει διαζύγιο και μπαινοβγαίνει στους Ανώνυμους Αλκοολικούς, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του με το ποτό. Συν τοις άλλοις, η έφηβη κόρη του, η Λούσι, είναι έτοιμη να πάει στο κολέγιο αλλά και να γίνει γυναίκα, κάτι που αποτελεί μόνιμη πηγή καβγάδων με τον πατέρα της. Τότε του αναθέτουν να μεταφέρει έναν νεαρό χάκερ, ονόματι Ματ Φόστερ, στο FBI, στην Ουάσινγκτον, προκειμένου να τον ανακρίνουν. Όμως, κάτι που αρχικά φαίνεται ως υπόθεση ρουτίνας μετατρέπεται σε αγωνιώδη περιπέτεια. Όταν οι φωτεινοί σηματοδότες στους δρόμους αρχίζουν να δυσλειτουργούν, μια σειρά από ατυχήματα λαμβάνουν χώρα και η κίνηση γίνεται χαώδης.

Σκηνοθεσία:

Len Wiseman

Κύριοι Ρόλοι:

Bruce Willis … John McClane

Justin Long … Matthew ‘Matt’ Farrell

Timothy Olyphant … Thomas Gabriel

Mary Elizabeth Winstead … Lucy Gennaro-McClane

Maggie Q … Mai Linh

Kevin Smith … Frederick ‘Warlock’ Kaludis

Cliff Curtis … Miguel Bowman

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Mark Bomback

Στόρι: Mark Bomback, David Marconi

Παραγωγή: Michael Fottrell

Μουσική: Marco Beltrami

Φωτογραφία: Simon Duggan

Μοντάζ: Nicolas De Toth

Σκηνικά: Patrick Tatopoulos

Κοστούμια: Denise Wingate

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Live Free or Die Hard
  • Ελληνικός Τίτλος: Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει 4.0
  • Διεθνής Τίτλος: Die Hard 4.0

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Άρθρο: A Farewell to Arms του John Carlin.
  • Μυθιστόρημα (χαρακτήρες): Nothing Lasts Forever του Roderick Thorp.

Παραλειπόμενα

  • Το Live Free or Die είναι δάνειο από το μότο της πολιτείας του Χαμσάιρ. Τόσο όμως ο Wiseman όσο και ο Willis δήλωσαν ότι προτιμούσαν τον αρχικό Die Hard 4.0, που χρησιμοποιήθηκε για τις διεθνείς αγορές.
  • Η πλοκή προέρχεται από ένα στόρι που είχε γράψει ο David Marconi, με τίτλο WW3.com. Μετά όμως την 11/9, το σχέδιο μπήκε σε συρτάρι, μια και ανακαλούσε εφιάλτες περί τρομοκρατίας.
  • Για να αποφύγει τυχόν τραυματισμούς, ο Willis γυμνάζονταν επί μήνες πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, ώστε να βρει τη φόρμα του. Παρόλα αυτά, σε μια σκηνή μάχης, η κασκαντέρ της Maggie Q τού κατάφερε μια κλωτσιά πάνω από το μάτι, κι ενώ φορούσε γόβες στιλέτο. Χρειάστηκαν επτά ράμματα.
  • Παρά το ότι οι τρεις πρώτες είχαν πάρει τον χαρακτηρισμό του R, αυτή πέτυχε να πάρει το PG-13. Αυτό βοήθησε το φιλμ να γίνει το εμπορικότερο της σειράς, με εισπράξεις 383,5 εκατομμύρια δολάρια (έναντι κόστους των 110).

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 20/6/2007

Με δώδεκα χρόνια διαφοράς από το τελευταίο κεφάλαιο, ο Bruce Willis επιστρέφει σαν επιθεωρητής Τζον ΜακΛέιν και αποδεικνύεται πολύ σκληρός για να ξεχαστεί. Αφού όμως απευθύνεται κυρίως σε νεανικό κοινό, πώς αυτό θα τον υποδεχτεί, αφού τον ξέρει από τη μικρή οθόνη; Ο σκηνοθέτης Len Wiseman είχε, χαρακτηριστικά, γυρίσει στο γυμνάσιο μια ερασιτεχνική ταινία πάνω στο θέμα και ούτε θα φανταζόταν την παρούσα δουλειά του. Καθόλου τυχαία, από την άλλη, στο πλευρό του πρωταγωνιστή βρίσκεται ένας νεαρός χάκερ, που χρησιμεύει σαν σύνδεσμος με τη γενιά-κοινό του σήμερα. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και η εκτεταμένη χρήση της μοντέρνας τεχνολογίας, έχοντας και κάτι να μας πει για τις τρύπες στο σύστημα (χωρίς φυσικά να υπονοούμε πως έχουμε ταινία νοήματος).

Ο σκληροτράχηλος και χιουμορίστας αστυνομικός, ορθά-κοφτά, δεν αλλάζει τίποτα. Τα εφέ μπορεί να είναι πιο δυναμικά, το επιτελείο διαφορετικό και οι τρομοκράτες πιο επικίνδυνοι, όμως αυτά που έκαναν το κοινό να συρρέει στις τρεις πρώτες ταινίες είναι κι αυτά πάλι εδώ, και αναλλοίωτα, και είναι αυτά που κερδίζουν το στοίχημα, μια και τα άλλα τα έχουμε ξαναδεί και σε δυνατότερες εκδόσεις. Επιπλέον, από τον Willis δεν φαίνεται να έχει περάσει ούτε μέρα από πάνω του, η δράση είναι καταιγιστική και στηριγμένη στις κασκάντες παρά σε ψηφιακά εφέ, και τα αστεία πετάγονται στις πιο κατάλληλες -ακατάλληλες- στιγμές.

Ο Len Wiseman, συνοψίζοντας, παρότι προέρχεται από τον χώρο του βίντεο-κλιπ, δεν παρασέρνεται σε μια νέου τύπου hi-tech σκηνοθεσία (όπως έκανε στα Underworld), και προσφέρει μια καλοστημένη και δυναμικότατη περιπέτεια που θα μπορέσουν να χαρούν οι παλιοί, αλλά και να απολαύσουν οι νέοι των multiplex. Βέβαια, δεν υπάρχουν εκπλήξεις, το σενάριο είναι απλοϊκό και οι δεύτεροι χαρακτήρες δεν αγγίζουν την περσόνα του πρωταγωνιστή. Ό,τι και να λέμε πάντως, είναι ένα άξιο blockbuster για το καλοκαίρι μας, που δεν χρειάζεται να περιμένουμε να γράψει και ιστορία. Αλίμονο, δηλαδή, αν περίμενε μετά από τρία κεφάλαια να ποντάρει και στο ξεχωριστό.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *