Η Τζο, η Μεγκ, η Μπεθ και η Έιμι μεγαλώνουν με τη μητέρα τους, αφού ο πατέρας έχει φύγει να πολεμήσει στον αμερικανικό εμφύλιο. Οι περιστάσεις που έρχονται είναι όλες δύσκολες, αλλά οι στενοί δεσμοί ανάμεσα τους είναι αυτοί που θα τις κάνουν να τις ξεπεράσουν.
Σκηνοθεσία:
Greta Gerwig
Κύριοι Ρόλοι:
Saoirse Ronan … Josephine ‘Jo’ March
Emma Watson … Margaret ‘Meg’ March
Florence Pugh … Amy March
Eliza Scanlen … Elizabeth ‘Beth’ March
Laura Dern … Marmee March
Timothee Chalamet … Theodore ‘Laurie’ Laurence
Meryl Streep … θεία March
Chris Cooper … Κος Laurence
Tracy Letts … Κος Dashwood
Bob Odenkirk … πάτερ March
James Norton … John Brooke
Louis Garrel … Friedrich Bhaer
Abby Quinn … Annie Moffat
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Greta Gerwig
Παραγωγή: Denise Di Novi, Amy Pascal, Robin Swicord
Μουσική: Alexandre Desplat
Φωτογραφία: Yorick Le Saux
Μοντάζ: Nick Houy
Σκηνικά: Jess Gonchor
Κοστούμια: Jacqueline Durran
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Little Women
- Ελληνικός Τίτλος: Μικρές Κυρίες
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Οι 4 Κόρες του Δρος Μαρς (1933)
- Μικρές Κυρίες (1949)
- Μικρές Κυρίες (1994)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Little Women της Louisa May Alcott.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ κοστουμιών. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, πρώτο γυναικείο ρόλο (Saoirse Ronan), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Florence Pugh), διασκευασμένο σενάριο και μουσική.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Saoirse Ronan) σε δράμα, και μουσικής.
- Βραβείο Bafta κοστουμιών. Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Saoirse Ronan), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Florence Pugh), σενάριο και μουσική.
Παραλειπόμενα
- Το μυθιστόρημα της Louisa May Alcott (1868) διασκευάζεται εδώ για το σινεμά για έβδομη φορά. Οι δύο πρώτες ήταν το 1917 και το 1918, βωβές, ενώ ακολούθησε η εκδοχή του George Cukor. Διάσημη έμεινε και η διασκευή του Mervyn LeRoy το 1949, αλλά κι αυτή της Gillian Armstrong το 1994. Το 1973 είχε γίνει στο Μεξικό ως Mujercitas και το 2018 σε μοντέρνα εκδοχή από την Clare Niederpruem. Δεν είναι λίγες και οι μεταφορές για τη μικρή οθόνη, με κυριότερη τη μίνι σειρά του 1978 από τον David Lowell Rich.
- Η Sony Pictures ανακοίνωσε την ταινία το 2013, με πιθανή σκηνοθέτιδα τη Sarah Polley. Εκείνη έκανε δουλειά με το σενάριο, αλλά το 2016 καλέστηκε η Greta Gerwig να το πιάσει από την αρχή. Μετά την επιτυχία του Lady Bird, της ανατέθηκε και να το σκηνοθετήσει.
- Η Emma Stone ήταν η αρχική Μεγκ, αλλά αναγκάστηκε να αποχωρίσει για λογαριασμό της προώθησης του Η Ευνοούμενη.
- Η Gerwig ανακάλυψε καταμεσής των γυρισμάτων ότι ήταν έγκυος, και αποφάσισε να το κρατήσει μυστικό μέχρι το πέρας τους. Ο γιος της γέννησε μόλις τρεις ημέρες μετά την παρουσίαση στη Sony Pictures του τελικού υλικού.
- Τα 75 κοστούμια της ταινίας χρειάστηκαν το καθένα περίπου 40 ώρες για να κατασκευαστεί.
- Η παγκόσμια πρεμιέρα έγινε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη.
- Με κόστος 40 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ ευτύχισε να εισπράξει 218,9.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η υπόδειξη που είχε δώσει η Gerwig στον Alexandre Desplat ήταν η μουσική να ακούγεται ως μια συνάντηση του Mozart με τον Bowie.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 27/1/2020
Τυχαίνει να έχω δει και τις τρεις προηγούμενες διάσημες διασκευές του πολυδιαβασμένου έργου της Louisa May Alcott. Αυτό που δεν περίμενα ήταν η Greta Gerwig να μην τολμήσει μια τελείως ιδιαίτερη προσέγγιση, σε σχέση πάντα με το ανεξάρτητο παρελθόν της. Αν όμως πάρουμε τα πράγματα σε σχέση με αυτό που λογικά πρέπει κανείς να περιμένει από τη διασκευή ενός κλασικού βιβλίου, θα το βρει εδώ στην εντέλεια.
Πριν από όλα, έχουμε την απόλυτη αναβίωση του κλασικού αμερικανικού δράματος. Με σαφείς λοιπόν συγγένειες με την κυριότερη διασκευή του μυθιστορήματος, αυτήν από τον George Cukor, το συναίσθημα μπαίνει σε πρώτη γραμμή, με όλα του τα όπλα στη φαρέτρα. Η σχέση ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας Μαρτς είναι τόσο δυνατή, όσο και ζωντανή ως προς τη μετάδοση της στον θεατή. Η σκηνοθέτιδα φτάνει να υποβιβάσει την επιμέρους ανάλυση των χαρακτήρων, ώστε να τονώσει κάτι που θα ονομάζαμε «συλλογική ανάλυση». Δεν θα μπείτε μέσα σε κάποια ηρωίδα με ευκολία, ακόμα κι αν βρείτε εκείνα τα κοινά χαρακτηριστικά που προσδίδονται μέσω του ρόλου, αλλά θα ζηλέψετε αυτό τον δεσμό που μεταδίδεται τόσο απλόχερα, μα και τόσο ανεπιτήδευτα.
Οι ηρωίδες της Gerwig ανήκουν μεν στον 19ο αιώνα, αλλά δεν χάνουν επαφή με το σήμερα. Δεν είναι η ταινία εποχής που θα σε αφήσει αμέτοχο με τους ήρωες, τονώνοντας το κλίμα μιας άλλης περιόδου, αλλά θα αναζητήσει μέσα σε αυτές τα διαχρονικά κομμάτια που ενώνουν τους ανθρώπους κάθε εποχής. Η οικογένεια Μαρτς είναι ένα πρότυπο μοντέρνας οικογένειας, που αντλεί ιδιότητες από τον φιλελευθερισμό του Λίνκολν, παραδίδοντας μαθήματα και στον σημερινό άνθρωπο, που ίσως απορρίπτοντας τις απαρχαιωμένες αντιλήψεις, άφησε απέξω κι αυτές που θα του ομόρφαιναν περισσότερο τη ζωή.
Σύσσωμο το καστ προσφέρει μια γλυκιά συλλογική ερμηνεία, από την οποία προσωπικά δεν θα μπορούσα να μπω σε οσκαρική λογική να ξεχωρίσω κάποια ή κάποιον για «βραβειακούς» λόγους. Ίσως, δε, αυτός να είναι κι ο λόγος που εντέλει ούτε η Saoirse Ronan ούτε η Florence Pugh έχουν ελπίδες να δουν να επιχρυσώνονται οι οσκαρικές τους υποψηφιότητες. Είναι η σκιά της Emma Watson, του Timothee Chalamet, της Eliza Scanlen, της Laura Dern, της Chris Cooper, αλλά και της Meryl Streep (άξιο απορίας ότι την άφησαν τη συγκεκριμένη στην απέξω…) που δεν τις αφήνει να λάμψουν αυτόνομα.
Μπορεί λοιπόν η Gerwig να μην εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να κάνει μια πλούσια παραγωγή να μεταλλαχτεί σε σινεφιλική μοναδικότητα, αλλά το έργο της ξεχειλίζει αξιών, δροσιάς και χολιγουντιανής ουσίας. Μια απάντηση σε όσους θεωρούν κάποια πράγματα παρωχημένα, χωρίς να αναζητούν τη χρυσή τομή ανάμεσα σε αυτά που επιβάλλεται να εκλείψουν κι αυτά που εξίσου επιβάλλεται ως άνθρωποι να διατηρήσουμε αυτούσια.
Βαθμολογία: