
Σύγχρονη Ελλάδα. Επτά διαφορετικές ιστορίες για επτά άτομα που έχουν ήδη αγγίξει τα όρια τους και διαλύονται. Παρά τους φαινομενικούς συνδέσμους μεταξύ τους, όλοι τους συνδέονται μονάχα μέσω μιας κοινής πράξης: την τελευταία κλίση στο κέντρο ψυχολογικής υποστήριξης «Γραμμή Ζωής». Είναι η έσχατη τους ελπίδα. Καθώς κι εκεί κανείς δεν μπορεί να τους βοηθήσει αληθινά, παραμένουν ως ένα ακόμα κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας.
Σκηνοθεσία:
Βασίλης Μαζωμένος
Κύριοι Ρόλοι:
Άννα Καλαϊτζίδου … Άννα
Adrian Frieling … υπάλληλος ΕΕ
Θέμης Πάνου … πρωθυπουργός
Τάσος Νούσιας … αγρότης
Θόδωρος Κατσαφάδος … παππούς
Κώστας Μπερικόπουλος … εργοστασιάρχης
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Βασίλης Μαζωμένος
Παραγωγή: Βασίλης Μαζωμένος
Μουσική: Μιχάλης Νιβολιανίτης, Αλέξανδρος Χρηστάρας
Φωτογραφία: Γιώργος Παπανδρικόπουλος
Μοντάζ: Θάνος Κουτσανδρέας
Σκηνικά: Μιχάλης Σαμιώτης
Κοστούμια: Νατάσσα Σαρρή
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Lines
Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Γραμμές
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για καλύτερη ταινία στα βραβεία Ίρις.
Παραλειπόμενα
- Γυρίζοντας την τελευταία σκηνή, ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί παρά λίγο να συλληφθούν, αφού η αστυνομία τους πέρασε για νεοναζί που διαδήλωναν εναντίον μεταναστών.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 14/11/2017
Όσοι είναι εξοικειωμένοι με τη φιλμογραφία του Βασίλη Μαζωμένου γνωρίζουν την προτίμησή του σε μια αφήγηση ποτισμένη από την αλληγορία και τη μεταφορά, κάτι που είναι περισσότερο εμφανές στις πρώτες μεγάλου μήκους, animated σκηνοθετικές του απόπειρες. Αυτή η οπτική δεν εγκαταλείπεται ούτε εδώ, με μια πλειάδα μικρών ιστοριών (μερικές από τις οποίες συνδέονται μεταξύ τους) που στο μεγαλύτερο μέρος τους δείχνουν να είναι συμβατικές στην απεικόνισή τους, μέχρι τη στιγμή που θα συμβεί κάτι το οποίο δε φαίνεται ρεαλιστικό ως εξέλιξη και μόνο σε συμβολικό επίπεδο μπορεί να εξηγηθεί.
Από αυτήν την άποψη, το “Lines” δεν είναι η μεγάλη λαϊκή ταινία που μιλάει σε εύρος για την εγχώρια οικονομική κρίση κι έχει στόχο να απευθυνθεί σε όσο το δυνατόν περισσότερους, όπως ήταν για παράδειγμα το “Ένας Άλλος Κόσμος”, αλλά περισσότερο ένας στοχασμός κινηματογραφημένος ως μια άσκηση φορμαλισμού. Η αλήθεια πάντως είναι πως όσοι παρακολουθούν έστω σε επίπεδο απλά μιας ανάγνωσης της καθημερινής ειδησεογραφίας τις επιπτώσεις της ύφεσης στην ελληνική κοινωνία δε θα δυσκολευτούν να αποκρυπτογραφήσουν τι επιθυμεί να μεταδώσει νοηματικά ο δημιουργός.
Οι θεματικές ενότητες που εκπροσωπούν καθεμία από αυτές τις μικρές, αυτοτελείς και ταυτόχρονα αλληλοσυμπληρωματικές ταινίες (πρωτογενής τομέας, μεταποίηση, υπηρεσίες, οικογενειακός ιστός, στέγαση, κρατική καταστολή, πολιτική και μιντιακή εξουσία) καλύπτουν το σύνολο σχεδόν των κύριων παθογενειών που παρουσιάστηκαν τα τελευταία επτά με οκτώ χρόνια σε τόσο έντονο βαθμό στην Ελλάδα με την απώλεια εθνικής κυριαρχίας που συντελέστηκε με την είσοδο στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τη σύναψη των δανειακών συμβάσεων και όλες έχουν λόγο ύπαρξης, ασχέτως αν κάποιες είναι σαφέστατα πιο ολοκληρωμένες σε σύλληψη κι εκτέλεση από κάποιες άλλες (ειδικά το κλείσιμο των τριών πρώτων κεφαλαίων είναι εξαιρετικά απότομο). Τα πολιτικά συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο Μαζωμένος είναι εύστοχα, ακόμη κι αν στην πλειοψηφία τους είναι αυτονόητα, με δυο εξαιρέσεις: την ιστορία με τη μονάδα των ΜΑΤ, που τελειώνει κάπως αφελώς, και αυτή με το χωράφι, που αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες των αλλοδαπών εργατών με έναν τρόπο που θα μπορούσε να παρεξηγηθεί ως οριακά ρατσιστικός. Η αποστασιοποίηση και η κλινική αισθητική που υιοθετείται εδώ μπορεί να είναι αποτελεσματική όταν η πρόθεση είναι η παρατήρηση με μια αντικειμενική ματιά των παθογενειών που θίγονται (από την ανθρωποφαγική εταιρική πολιτική που καθιερώθηκε στη διαμορφωμένη από τις νέες συνθήκες αγορά εργασίας ως τους μηχανισμούς της ΕΕ που οδήγησαν ουσιαστικά στην ακύρωση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του 2015), όταν όμως χρειάζεται να υπάρξει συναισθηματικό δέσιμο με τους ήρωες αυτή η προσέγγιση κάθε άλλο παρά βοηθάει. Για αυτόν το λόγο τα μέρη που καταφέρνουν κόντρα στο ύφος που επικρατεί γενικά στο φιλμ να αγγίξουν είναι και τα καλύτερα (ίσως αυτό που ξεχωρίζει λίγο παραπάνω είναι εκείνο με τον παππού και το εγγόνι με τη στολή Μπάτμαν).
Μια άλλη επίπτωση αυτής της οπτικής γωνίας του ψυχρού παρατηρητή είναι και οι ερμηνείες που είναι εξίσου απόμακρες, γιατί ακριβώς οι χαρακτήρες που καλούνται να αποτυπωθούν είναι περισσότερο σύμβολα παρά πρόσωπα με ολοκληρωμένες ψυχοσυνθέσεις (η μεγάλη εξαίρεση εδώ μάλλον είναι ο πραγματικά έξοχος Θόδωρος Κατσαφάδος). Με έναν πεσιμιστικό σε πρώτη ανάγνωση, αινιγματικό ως προς την πλήρη του διερμηνεία επίλογο, το “Lines” δε στερείται αδυναμιών που το απομακρύνουν από το να είναι μια δημιουργία που θα ήταν γροθιά στο στομάχι τόσο του απλού ελληνικού κοινού που θα έβλεπε στην οθόνη να αναπτύσσεται μια ολοκληρωμένη εικόνα των «οικείων κακών» που το έπληξε δραματικά από το 2010 κι εξής όσο και της νομενκλατούρας που δυστυχώς εξακολουθεί να κερδίζει από τη διαιώνιση αυτής της νοσηρής κατάστασης.
Ωστόσο, δεν σημαίνει αυτό ότι δεν αποτελεί μια αξιοπρεπέστατη εκπροσώπηση ενός είδους κινηματογράφου που σπανίως επιλέγεται πλέον, ποσώς δε για να μιλήσει για το σήμερα. Συνυπολογίζοντας και την άκρως προσεγμένη εικαστικά κινηματογράφηση, το σύνολο είναι άκρως ενδιαφέρον, ιδιαίτερο κι εγκεφαλικό.
Βαθμολογία: