Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Προσωπική Εκδίκηση
- Licence to Kill
- 1989
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Ισπανικά
- Δράσης, Θρίλερ, Κατασκοπική, Περιπέτεια
- 03 Δεκεμβρίου 1989
Ένας μεγαλέμπορος ναρκωτικών, ο Σάντσεζ, εκδικείται τον αμερικανό πράκτορα της υπηρεσίας δίωξης ναρκωτικών που τον συνέλαβε, σκοτώνοντας τη σύζυγο του και ρίχνοντας τη στους καρχαρίες. Ο αμερικανός πράκτορας είναι προσωπικός φίλος του Τζέιμς Μποντ, κι έτσι ο πράκτωρ 007 θα θελήσει να πάρει την υπόθεση στα χέρια του. Όταν οι Αμερικανοί ζητούν από τον 007 να μην ανακατευτεί και ο Μ. υιοθετεί τις θέσεις τους, ο Μποντ παραιτείται από την υπηρεσία και κηρύσσει προσωπικό πόλεμο κατά του Σάντσεζ.
Σκηνοθεσία:
John Glen
Κύριοι Ρόλοι:
Timothy Dalton … James Bond
Carey Lowell … Pam Bouvier
Robert Davi … Franz Sanchez
Talisa Soto … Lupe Lamora
Anthony Zerbe … Milton Krest
Frank McRae … Sharkey
Everett McGill … Ed Killifer
Wayne Newton … καθηγητής Joe Butcher
Benicio Del Toro … Dario
Anthony Starke … Truman-Lodge
Pedro Armendariz Jr. … πρόεδρος Hector Lopez
Desmond Llewelyn … Q
David Hedison … Felix Leiter
Robert Brown … M
Caroline Bliss … Eve Moneypenny
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Michael G. Wilson, Richard Maibaum
Παραγωγή: Albert R. Broccoli, Michael G. Wilson
Μουσική: Michael Kamen
Φωτογραφία: Alec Mills
Μοντάζ: John Grover
Σκηνικά: Peter Lamont
Κοστούμια: Jodie Lynn Tillen
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Licence to Kill
- Ελληνικός Τίτλος: Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Προσωπική Εκδίκηση
Άμεσοι Σύνδεσμοι
Σεναριακή Πηγή
- Σειρά βιβλίων (χαρακτήρες): James Bond του Ian Fleming.
Παραλειπόμενα
- Το 16ο Μποντ της Eon Productions είναι η δεύτερη αλλά και τελευταία ταινία με τον Timothy Dalton στον ρόλο του 007, ενώ είναι και η πρώτη που δεν δανείζεται τον τίτλο της από κάποια δουλειά του Ian Fleming. Επίσης, πέμπτη και τελευταία με σκηνοθέτη τον John Glen, αλλά και τελευταία όπου οι τίτλοι της δεν είναι μια δουλειά του σχεδιαστή Maurice Binder.
- Οι παραγωγοί αναζητούσαν για κύριο τόπο δράσης ένα σημείο του πλανήτη που δεν είχε πάει ξανά ποτέ ο Μποντ. Η Κίνα είχε μπει στο “στόχαστρο”, μετά και από πρόσκληση της κυβέρνησης της, και είχαν ήδη σχεδιάσει σκηνές πάλης στο Σινικό Τοίχος και ανάμεσα στους πολεμιστές από τερακότα. Όταν όμως είδαν τα προβλήματα παραγωγής που συνάντησε ο Bertolucci γυρίζοντας τον Τελευταίο Αυτοκράτορα, το ξανασκέφτηκαν, μέχρι που αποφάσισαν να αλλάξουν ρότα προς κάτι λιγότερο εξωτικό.
- Μέχρι να ξεκινήσουν τα γυρίσματα, άλλαξε ο νόμος στη Βρετανία, και η φορολογία αυξήθηκε κατά πολύ για τον ξένο διανομέα στη Γηραιά Αλβιόνα. Αποτέλεσμα αυτό είχε να έχουμε το πρώτο της σειράς όπου δεν έγινε κανένα γύρισμα στα ιστορικά για τον Μποντ Pinewood Studios.
- Αρχικά είχε αναγγελθεί ότι θα τιτλοφορείται Licence Revoked.
- Με κόστος 32 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ έβγαλε 156,1.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Στην αρχή είχε ανατεθεί στους Vic Flick (κιθαρίστας στο αυθεντικό θέμα της σειράς) και Eric Clapton να γράψουν και να ερμηνεύσουν το ομώνυμο κομμάτι. Οι παραγωγοί όμως απέρριψαν το τραγούδι τους.
- Η Gladys Knight είναι η ερμηνεύτρια του Licence to Kill, το οποίο είχε δάνεια από το αντίστοιχο Goldfinger. Ήταν το πρώτο Top-10 επί της Βρετανίας τραγούδι για τη Knight από το 1977.
- Στους τίτλους τέλους, ακούγεται η Patti LaBelle με το If You Asked Me To.
Κριτικός: Νίκος Ρέντζος
Έκδοση Κειμένου: 1/10/2014
Η καλύτερη στιγμή του Ντάλτον στο ρόλο του Μποντ, έμελλε να είναι η τελευταία του, παρότι αυτό που βλέπεις στην οθόνη δε μπορεί να δικαιολογήσει την απομάκρυνσή του από το ρόλο. Τα έσοδα όμως του φιλμ ήταν μικρότερα από κάθε άλλο Μποντ και η μετάβαση του Μποντ σε άλλο επίπεδο, πιο ουσιαστικό, πιο ανθρώπινο, πιο σκοτεινό, τελείωσε εκεί και το franchise διακόπηκε για έξι χρόνια, έως ότου αναλάβει ο 5ος κατά σειρά Μποντ, το 1995, Πιρς Μπρόσναν.
Το Licence To Kill μοιάζει να προσαρμόστηκε πάνω στον Ντάλτον και στην προσπάθειά του να δώσει στον Μποντ την υπόσταση που του έδωσε ο δημιουργός του, Ίαν Φλέμινγκ. Το χιούμορ εξαφανίζεται εντελώς και ο Μποντ είναι λιγότερο υπεράνθρωπος απ’ ότι συνήθως. Θέλει απλώς εκδίκηση για τον φίλο του και χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για να την πετύχει. Ο Ντάλτον είναι αυστηρός, είναι προσηλωμένος στο ρόλο του και αυτή τη φορά δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα του δικού του Μποντ. Μια εικόνα που θεωρώ ότι θα παρέμενε για αρκετά χρόνια στις κινηματογραφικές οθόνες, αν οι εισπράξεις του φιλμ ήταν μεγαλύτερες.
Το καλοκαίρι του ’89, ο Μποντ έχει να αντιμετωπίσει δύο μεγάλες παραγωγές. Την ίδια περίοδο κυκλοφορούν ο Μπάτμαν, του Τιμ Μπάρτον, και το Επιστροφή στο Μέλλον Νο2, του Ρόμπερτ Ζεμέκις. Ο Μποντ, λοιπόν, προσαρμόζεται στη νέα εποχή και γίνεται ένας πιο διεθνής action hero, αποβάλλοντας το βρετανικό φλέγμα από πάνω του και λειτουργώντας περισσότερο σαν ένας πιο εκλεπτυσμένος Τζον Μακλέην ή ένας πιο ανθρώπινος Τζον Ράμπο. Το φιλμ γίνεται αρκετούς τόνους πιο σκοτεινό και βίαιο αλλά το κοινό της εποχής δε δέχεται τη νέα μορφή του Μποντ και απομακρύνεται.
Οι καλές ταινίες, είτε είναι ταινίες τύπου Μποντ είτε σοβαρότερες σινεφίλ προτάσεις, ακόμα κι αν στην εποχή τους δεν αναγνωριστούν, το πέρασμα του χρόνου τις δικαιώνει. Το Licence To Kill είναι μια τέτοια ταινία. Είναι μια ταινία που θα μπορούσε να έχει γυριστεί σήμερα, με τον Μποντ της σημερινής εποχής, το Ντάνιελ Κρεγκ, και να θεωρείτε απόλυτα επιτυχημένη καθώς η εποχή μας έχει δεχτεί της πιο σκοτεινές μορφές ηρώων. Σούπερ ήρωες ή σούπερ κατάσκοποι, αφήνουν πίσω τους το πολύχρωμο παρελθόν και βυθίζονται στη σοβαρότητα και στη σκοτεινιά και το κοινό το δέχεται χωρίς αντίρρηση. Ίσως, λοιπόν, ο Μποντ του Ντάλτον να βιάστηκε να εμφανιστεί αμέσως μετά από αυτόν του Ρότζερ Μουρ. Ίσως αν υπήρχε πρώτα ο Πιρς Μπρόσναν και μετά ο Ντάλτον, η μετάβαση να ήταν πιο ομαλή και το κοινό πιο έτοιμο.
Πάντως, το φιλμ έχει αρκετά θετικά στοιχεία, πέραν της ερμηνείας του Ντάλτον. Έχει μια πολύ απλή και ξεκάθαρη ιστορία, κάτι που πολλές φορές λείπει από τα Μποντ. Έχει εξαιρετικές σκηνές δράσης, στα κλασικά πρότυπα των ταινιών του Μποντ αλλά αρκετές φορές γίνεται πιο βίαιο απ’ ότι είχαμε συνηθίσει. Έχει δύο πολύ όμορφες γυναικείες παρουσίες, τις Κάρι Λόουελ και Ταλίσα Σότο, που δεν χρησιμοποιούνται μόνο ως αντικείμενα του σεξ από τον Μποντ αλλά παίζουν ρόλο στην εξέλιξη του φιλμ.
Τελευταίο και σημαντικότερο όλων, το φιλμ έχει έναν ιδανικό κακό. Όχι ιδανικό για τις ταινίες του Μποντ αλλά ιδανικό για τον συγκεκριμένο Μποντ. Ο Σάντσεζ δεν είναι τρελαμένος μεγιστάνας με σχέδια καταστροφής του κόσμου, αλλά ένας τύπος που νοιάζεται για τα λεφτά και μόνο. Ο Ρόμπερτ Ντέιβι, στο ρόλο του Σάντσεζ, μοιράζεται πολλές σκηνές με τον Τίμοθι Ντάλτον και η χημεία τους είναι εκπληκτική. Δε θυμάμαι σε άλλη ταινία της σειράς να βγαίνει τόση ενέργεια από το πρωταγωνιστικό δίδυμο, Μποντ – κακός! Όταν ο Ντέιβι και ο Ντάλτον είναι μαζί στην οθόνη, το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικό.
Είναι κρίμα το συγκεκριμένο φιλμ να μη μνημονεύεται ως ένα από τα καλύτερα της σειράς αλλά να θεωρείται αυτό που πάγωσε το franchise και τερμάτισε την καριέρα του Ντάλτον ως Μποντ. Μπορεί να ξεφεύγει από τα στάνταρ του Μποντ εκείνης της εποχής, όμως το κάνει με ενδιαφέροντα τρόπο και με έναν πολύ καλό ηθοποιό, που έδειξε ότι μπορούσε να προσφέρει περισσότερα στο ρόλο. Δεν είχε τη γοητεία και το χιούμορ των προκατόχων του, όμως δούλεψε προσπαθώντας να δείξει τα χαρακτηριστικά του μυθιστορηματικού Μποντ και οφείλουμε σήμερα να του αναγνωρίσουμε ότι το έκανε με επιτυχία. Μπορεί να έχω μια συμπάθεια απέναντι στον φλεγματικό τζέντλεμαν, Ρότζερ Μουρ και το διαρκώς ειρωνικό του ύφος αλλά ο Ντάλτον ήταν αυτός που επιχείρησε να πλησιάσει τις πηγές του ήρωα. Δεν έφταιγε αυτός που ο ήρωας είχε πάρει άλλη μορφή στο κινηματογραφικό πανί.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 13/4/2019
Στην πρεμιέρα του ως Μποντ, το «The Living Daylights», ο Τίμοθι Ντάλτον πλάσαρε έναν πιο συναισθηματικό 007, και με τη βοήθεια της καλής δράσης κέρδισε αρκετό κομμάτι των φαν. Εδώ όχι μονάχα συνεχίζει ακάθεκτα αυτή την περσόνα, αλλά φοβάμαι ότι την τραβάει ένα «κλικ συναισθηματισμού» περισσότερο ακόμη. Χωρίς να έχει αυτή τη φορά τη βοήθεια ενός γεμάτου σεναρίου από πλευράς περιπέτειας, αρχίζει να ενοχλεί που στην ουσία ελάχιστα μοιάζουν να παραπέμπουν στη θρυλική φυσιογνωμία του εγγλέζου υπερπράκτορα. Και είναι μοιραίο ότι όταν παρακολουθείς μια ταινία της σειράς, έχεις, θέλεις και μη, το σύνολο κατά νου. Ο Ντάλτον εκτίθεται πια ως ένας άοσμος ήρωας, που ίσως δεν δικαιολογεί καν την ιδιότητα του. Βέβαια, για να μην τα παραλέμε, δεν έχουμε κάποιο κοινωνικό δράμα, απλά μια παρακολουθήσιμη ταινία δράσης που όμως δεν σου θυμίζει το σύμπαν ταινιών που βρίσκεσαι.
Βαθμολογία: