Η Άλις Χιουζ είναι μια αναγνωρισμένη γηραιά συγγραφέας, που αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι στο πλάι κάποιων παλιών της φίλων, περνώντας έτσι καλά, αλλά και κλείνοντας πληγές του παρελθόντος. Μαζί τους θα βρεθεί ο ανιψιός της, ο Τάιλερ, όπως και η ατζέντισσα της, η Κάρεν, που είναι απεγνωσμένη για να μάθει για το επόμενο βιβλίο της Άλις.
Σκηνοθεσία:
Steven Soderbergh
Κύριοι Ρόλοι:
Meryl Streep … Alice Hughes
Candice Bergen … Roberta
Dianne Wiest … Susan
Gemma Chan … Karen
Lucas Hedges … Tyler Hughes
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Deborah Eisenberg
Παραγωγή: Gregory Jacobs
Μουσική: Thomas Newman
Φωτογραφία: Steven Soderbergh
Μοντάζ: Steven Soderbergh
Κοστούμια: Ellen Mirojnick
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Let Them All Talk
- Ελληνικός Τίτλος: Let Them All Talk
Παραλειπόμενα
- Γυρίστηκε πάνω στο κρουαζιερόπλοιο Queen Mary 2. Η διαδρομή ήταν δύο εβδομάδων, με αφετηρία τη Νέα Υόρκη και κατάληξη το Σαουθάμπτον.
- Ο Soderbergh προτίμησε τον φυσικό φωτισμό, ενώ άφησε το καστ του να αυτοσχεδιάζει σε αρκετούς από τους διαλόγους.
- Η Meryl Streep δήλωσε πως πληρώθηκε μονάχα 25 σεντς για τον ρόλο.
- Έκανε πρεμιέρα στο συνδρομητικό HBO Max.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 19/12/2020
Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που ο Steven Soderbergh αποδεικνύει πως είναι κινηματογραφικός δημιουργός με έντονο προσωπικό στίγμα, ακόμη και όταν, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν του «βγαίνουν» σε καλλιτεχνικό επίπεδο στο 100%. Εδώ κάνει καθαρόαιμα διαλογικό σινεμά, όχι απαραίτητα δύστροπο για το ευρύ κοινό, αλλά επίτηδες «χαλαρό» σε επίπεδο πλοκής και ρυθμών, ποντάροντας πολύ πάνω στο χαρτί του αυτοσχεδιασμού. Επιλέγει ένα αποστασιοποιημένο, «κουλ» ύφος, που περισσότερο παρατηρεί παρά φορτίζεται συναισθηματικά (το οποίο όμως έρχεται κι ελαφρώς κόντρα στο πώς επιλέγει να κλείσει το φιλμ του), συνεπικουρούμενο από τη χαρακτηριστική φωτογραφία του που δίνει έμφαση στο χρυσό χρώμα και στηρίζεται στον φυσικό φωτισμό και την ορεξάτη μουσική του Thomas Newman που «τζαζίζει».
Κι ενώ σίγουρα υπάρχουν αξιοπρόσεκτα στοιχεία κι ένα διαρκές παιχνίδι σε στιλ πινγκ-πονγκ σε πολλές παραλλαγές σε επίπεδο διαλόγων και μεταβολών στις διαπροσωπικές σχέσεις των χαρακτήρων μεταξύ τους που διατηρεί το ενδιαφέρον, το τελικό αποτέλεσμα ποτέ δεν απογειώνεται. Ίσως γιατί ποτέ δεν διακρίνεται μια ουσιαστική εμβάθυνση στο θεματικό επίκεντρο του φιλμ, που είναι οι παράμετροι της δημιουργικής διαδικασίας της συγγραφής, ίσως γιατί οι προσωπικές διαδρομές των χαρακτήρων δεν είναι ιδιαίτερα συναρπαστικές δραματουργικά, μέχρι τουλάχιστον να έρθει η απρόσμενη κατάληξη, ίσως γιατί αυτό που παράγεται τελικά δεν είναι τόσο ρηξικέλευθο φορμαλιστικά και στην ουσία του όσο ο Soderbergh πιστεύει πως είναι.
Όμως σίγουρα υπάρχει μια κάποια γοητεία εδώ που πηγάζει από την αταξινόμητη φύση του συνόλου και από την ταπεινότητα των προθέσεων. Για παράδειγμα, εύκολα φαντάζεται κανείς κάποιον άλλον σκηνοθέτη να παρασύρεται από το πιο «βαρύ» σε σχέση με όσα προηγήθηκαν κλίμα που έρχεται λίγο πριν το φινάλε, και να γίνεται πομπώδης για τον υπόλοιπο κινηματογραφικό χρόνο που του απομένει. Ο Soderbergh όμως ορθώς δεν «φορτσάρει» για να κερδίσει εύκολους πόντους, διατηρώντας στον επίλογο της αφήγησής του το προσγειωμένο μείγμα ελαφρότητας και μελαγχολίας που επικρατούσε και προηγουμένως. Αν εμβάθυνε και παραπάνω στους ήρωές του για να αναδείξει περαιτέρω αυτό το ιδιαίτερο ύφος, μπορεί και να προέκυπτε και η καλύτερη σκηνοθετικά στιγμή του εδώ και πολλά χρόνια. Γενικότερα, δίνεται η εντύπωση πως ενώ υπήρχαν οι δυνατότητες για κάτι υπερβατικά αξιόλογο μέσω μιας κατάλληλης επεξεργασίας των συστατικών του σεναρίου της Deborah Eisenberg, τόσο η ίδια όσο και ο Soderbergh ακολουθούν τη λογική της ήσσονος προσπάθειας, όχι λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος απέναντι στο όλο εγχείρημα προφανώς, αλλά επειδή υπηρετούν τη γραμμή μιας μικρού βεληνεκούς προσωπικής δημιουργίας. Το σίγουρο είναι πως όσοι προτιμούν την περισσότερο «αφηγηματική» πλευρά του βραβευμένου με Όσκαρ σκηνοθέτη, θα απογοητευτούν.
Ίσως το μεγαλύτερο δέλεαρ για τον μέσο θεατή να είναι τα ονόματα του καστ και το ερμηνευτικό παιχνίδι ανάμεσά τους, το οποίο είναι ομολογουμένως αρκετά χορταστικό. Η Meryl Streep επιδεικνύει χαρακτηριστική άνεση σε έναν δύσκολο ρόλο, από την άποψη ότι είναι αρκετά πολύπλευρος, άρα περνάει κι από αρκετές διακυμάνσεις. «Κουβαλάει» με αποτελεσματικότητα την προβληματική του φιλμ, και ακόμη κι όταν το σενάριο ενίοτε δεν τη βοηθάει όσο θα έπρεπε, η ίδια πλάθει μια ολοκληρωμένη ηρωίδα. Αλλά και οι δευτεραγωνιστές, με την εξαίρεση του Lucas Hedges που φαντάζει ελαφρώς ξένο σώμα στο σύνολο των ερμηνευτών (ίσως εσκεμμένα για να αποδοθεί το ηλικιακό κυρίως χάσμα, αλλά και πάλι η παρουσία του διέπεται από μια δυσαρμονία που τελικά κάνει κακό στο σύνολο), παρέχουν πολύτιμη υποστήριξη. Η Dianne Wiest είναι εξαιρετικά ισορροπημένη και στιβαρή, λειτουργώντας σαν μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ της εγκεφαλικότητας της Streep και της πιο «χύμα» προσέγγισης της Candice Bergen, η οποία με τη σειρά της αποδίδει ένα λούμπεν στοιχείο, του οποίου η απόγνωση εκπέμπει τόσο μια κωμικότητα όσο και μια τραγικότητα. Έξοχη και η Gemma Chan παρά τον περιορισμένο της χρόνο επί της οθόνης.
Ακόμη και αν κάποιος δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τα λόγια που ανταλλάσσουν τα πρόσωπα της μυθοπλασίας, το πώς αυτά ενσαρκώνονται από τους ερμηνευτές είναι από μόνο του λόγος για να παρακολουθήσει κανείς αυτήν την άνιση μεν, ενδιαφέρουσα δε δουλειά.
Βαθμολογία: