Ο Πιερό, ο Μιμίλ και ο Αντουάν, τρεις παιδικοί φίλοι 70 καλοκαιριών, συνειδητοποιούν ότι ο μόνος γνωστός τρόπος για να αποφύγουν τον θάνατο είναι να γεράσουν, και είναι αποφασισμένοι να το κάνουν με στυλ! Ωστόσο, η επανένωσή τους στην κηδεία της Λισέτ, της συζύγου του Αντουάν, διακόπτεται όταν ο Αντουάν σκοντάφτει πάνω σε μια παλιά επιστολή που τον βγάζει από τα ρούχα του. Χωρίς να δώσει την παραμικρή εξήγηση στους φίλους του, φεύγει ξαφνικά από τη γενέτειρα τους, Ταρν, και κατευθύνεται προς την Τοσκάνη. Ο Πιερό και ο Μιμίλ μαζί με τη Σοφί, την εγγονή του Αντουάν, η οποία είναι έγκυος , τρέχουν στο κατόπι του για να τον εμποδίσουν να διαπράξει ένα έγκλημα πάθους… με 50 χρόνια καθυστέρηση.

Σκηνοθεσία:

Christophe Duthuron

Κύριοι Ρόλοι:

Pierre Richard … Pierrot

Roland Giraud … Antoine

Eddy Mitchell … Emile ‘Milie’

Alice Pol … Sophie/Lucette

Henri Guybet … Armand Garan-Servier

Myriam Boyer … Berthe Goitreux

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Christophe Duthuron, Wilfrid Lupano

Παραγωγή: Clement Miserez, Sophie Tepper, Matthieu Warter

Μουσική: Christophe Duthuron, Yannick Hugnet

Φωτογραφία: Emmanuel Machuel

Μοντάζ: Jeanne Kef

Σκηνικά: Sebastien Birchler

Κοστούμια: Adelaide Gosselin

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Les Vieux Fourneaux
  • Ελληνικός Τίτλος: Νέοι Είστε και Φαίνεσθε
  • Διεθνής Τίτλος: Tricky Old Dogs

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Les Vieux Fourneaux 2: Bons Pour l’Asile (2022)

Σεναριακή Πηγή

  • Σειρά κόμικς: Les Vieux Fourneaux των Paul Cauuet, Wilfrid Lupano.

Παραλειπόμενα

  • Στα πράγματα από το 1989, αλλά αυτή είναι η πρώτη κινηματογραφική σκηνοθεσία για τον Christophe Duthuron.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 14/7/2020

Στα πρώτα του λεπτά, το φιλμ του Christophe Duthuron δίνει την ψευδαίσθηση ότι θα είναι κάτι διαφορετικό από το αρνητικό στερεότυπο που έχει επικρατήσει για την εμπορικής στόχευσης γαλλική κομεντί. Η έναρξη του όλου ταξιδιού είναι υποσχόμενη, με το χιούμορ να διακρίνεται από μια σβελτάδα και μια χαριτωμένη λόξα. Ταυτόχρονα τιμάται και η πρωτογενής πηγή έμπνευσης, με την ατμόσφαιρα και τις οπτικές συνθέσεις, που χρωστούν πολλά στο στιλ του Jean-Pierre Jeunet, να παραπέμπουν ευθέως σε κόμικ (πόσο ευχάριστο, αλήθεια, μια στο τόσο να εμφανίζεται και μια κινηματογραφική διασκευή κόμικ που να μη συνδέεται με υπερήρωες στο κορεσμένο για το αντικείμενο αυτό σημερινό τοπίο). Κι όμως, ό,τι καλό χτίζεται στην αρχή γκρεμίζεται στη συνέχεια, με το τελικό αποτέλεσμα να αποτελεί ένα φιάσκο τόσο σε επίπεδο ψυχαγωγίας όσο και σε ουσίας. Οι λόγοι για αυτό είναι πολλοί…

Ένας εξ αυτών είναι το ότι ο Christophe Duthuron στη σκηνοθεσία και ο Wilfrid Lupano στο σενάριο δεν ξέρουν πώς να ισορροπήσουν σωστά ευθυμία και σοβαρότητα. Έτσι, όταν η πλάστιγγα γέρνει προς το δεύτερο, ειδικά όσο πλησιάζει το φινάλε, εντοπίζεται πλεόνασμα μελοδραματισμού και διδακτισμού ως κεραυνός εν αιθρία, όπως κι ένα γενικότερο ύφος εντελώς αταίριαστο σε σχέση με όσα έχουν προηγηθεί, που δεν συνδυάζεται καθόλου αρμονικά με τα υπάρχοντα κωμικά στοιχεία. Αλλά και η βασική τριπλέτα των πρωταγωνιστών, παρότι συστήνεται αρχικά με δυναμισμό, ποτέ δεν καταφέρνει να αναπτυχθεί επαρκώς ώστε να μπορεί κάποιος να μιλάει για πραγματικά ολοκληρωμένους χαρακτήρες, ικανούς να γίνουν συμπαθείς συνοδοιπόροι στη διαδρομή που ακολουθείται εδώ.

Τα μεγαλύτερα όμως προβλήματα σίγουρα βρίσκονται στο κείμενο. Αυτό που τελικά προκύπτει ως πλοκή πάσχει από στασιμότητα κι έλλειψη ιδεών, με περιττές υποπλοκές που προσθέτουν ελάχιστα στη δραματουργία. Κάποτε έρχεται και η ώρα η ιστορία να εστιάσει σε ένα «μυστήριο» σε παρελθοντικό χρόνο, φαινομενικά περιφερειακής σημασίας, το οποίο τελικά αποκτά οργανικό ρόλο για την αφήγηση. Ωστόσο, σαν σύλληψη όχι μόνο έχει μικρό δραματικό εκτόπισμα, αλλά διέπεται κι από μια επικίνδυνη αφέλεια σε επίπεδο πολιτικής αντίληψης. Όταν δε η πτυχή αυτή συνδυάζεται και με κάποιες άλλες διάσπαρτες λεπτομέρειες (π.χ. το πώς αντιμετωπίζεται ο μεγαλοεπιχειρηματίας που υποδύεται ο Henri Guybet), η μεγάλη εικόνα που τελικά δημιουργείται είναι άκρως αντιδραστική. Και είναι δοσμένες έτσι οι συγκεκριμένες πινελιές που δεν γίνεται κανείς να τις αγνοήσει για χάρη των -όχι και τόσο επιτυχημένων από ένα σημείο κι έπειτα- αστείων ή της προσπάθειας για μια με το τσιγκέλι feelgood κορύφωση που γίνεται στον επίλογο. Πρέπει κανείς να προχωρήσει σε μια βαθιά απενεργοποίηση της κριτικής του σκέψης κατά τη διάρκεια της θέασης για να παραβλέψει τα προς ένσταση σημεία. Καταλήγοντας να μπερδεύει το γλυκερό για γλυκόπικρο, ο Duthuron παραδίδει κάτι που ούτε το γέλιο που υπόσχεται στο ξεκίνημά του προσφέρει, ούτε πείθει έστω για ένα λεπτό όταν αποφασίζει να κάνει στροφή σε κάτι που θα ήθελε να οδηγεί σε συναισθηματική ανάταση.

Τουλάχιστον το φιλμ ευτυχεί όσον αφορά τη βασική τριάδα των ερμηνευτών του. Όσο το σενάριο αδυνατεί να συνθέσει ήρωες συμπαγείς, άλλο τόσο οι Pierre Richard, Eddy Mitchell και Roland Giraud βάζουν τα δυνατά τους για να εμφυσήσουν ζωή σε αυτούς αλλά και να κουβαλήσουν στους ώμους τους τις χιουμοριστικές στιγμές. Ειδικά ο πρώτος μοιάζει να το διασκεδάζει ιδιαίτερα υποδυόμενος μια καρικατούρα ηλικιωμένου αναρχικού, φροντίζοντας με την ενέργειά του και το κέφι του να μην καταστήσει τη φιγούρα αυτή κουραστική. Η πλειοψηφία του υπόλοιπου καστ έχει σαφώς λιγότερο ενδιαφέρον.

Τρεις ικανοί ηθοποιοί όμως δεν είναι αρκετοί για να σώσουν ένα σύνολο αρκετά προβληματικό, που έχει μεν εμφανείς φιλοδοξίες να είναι κάτι περισσότερο από μια γαλλικής ιδιοσυγκρασίας φάρσα, πλήττεται όμως από μια πλειάδα λανθασμένων δημιουργικών αποφάσεων. Οι γραφικές εικόνες της γαλλικής επαρχίας ίσως να κρατήσουν καλή συντροφιά σε όσους αποβλέπουν σε μια ξεκούραστη προβολή σε θερινό, μέχρι εκεί όμως.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *