Από τον Λούβρο στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ, και από τα κακόφημα μέρη του Παρισιού στην πολιορκία της Λα Ροσέλ… Σ’ ένα βασίλειο διχασμένο από θρησκευτικούς πολέμους και υπό την απειλή της βρετανικής εισβολής, μια μικρή ομάδα ανθρώπων διασταυρώνει τα ξίφη της και συνδέει τη μοίρα της με αυτή της Γαλλίας.

Σκηνοθεσία:

Martin Bourboulon

Κύριοι Ρόλοι:

Francois Civil … Charles d’Artagnan

Vincent Cassel … Athos

Romain Duris … Aramis

Pio Marmai … Porthos

Eva Green … μιλαίδη de Winter

Jacob Fortune-Lloyd … δούκας του Μπάκινγκαμ

Vicky Krieps … Anne d’Autriche

Louis Garrel … βασιλιάς Louis XIII

Lyna Khoudri … Constance Bonacieux

Patrick Mille … κόμης de Chalais

Marc Barbe … λοχαγός de Treville

Ralph Amoussou … Hannibal

Julien Frison … Gaston d’Orleans

Eric Ruf … καρδινάλιος Richelieu

Raynaldo Houy … λοχαγός Rochefort

Dominique Valadie … Marie de Medicis

Camille Rutherford … Mathilde

Alexis Michalik … Villeneuve de Radis

Ivan Franek … Ardanza

Thibault Vincon … Horace Saint Blancard

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Matthieu Delaporte, Alexandre de La Patelliere

Παραγωγή: Dimitri Rassam

Μουσική: Guillaume Roussel

Φωτογραφία: Nicolas Bolduc

Μοντάζ: Celia Lafitedupont

Σκηνικά: Stephane Taillasson

Κοστούμια: Thierry Delettre

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Les Trois Mousquetaires: D’Artagnan
  • Ελληνικός Τίτλος: Οι Τρεις Σωματοφύλακες: Ντ’ Αρτανιάν
  • Διεθνής Τίτλος: The Three Musketeers: D’Artagnan

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • ΜυθιστόρημαLes Trois Mousquetaires του Alexandre Dumas pere.

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο σκηνικών στα Cesar. Υποψήφιο για μουσική, φωτογραφία, κοστούμια, ήχο και ειδικά εφέ (κοινά με το Οι Τρεις Σωματοφύλακες: Μιλαίδη).

Παραλειπόμενα

  • Όλα ξεκίνησαν το 2019, όταν ο παραγωγός Dimitri Rassam ξεκίνησε την αναζήτηση μιας διασκευής που θα αποτελούσε γεγονός για τη μεγάλη οθόνη. Αφού έθεσε ως υποψήφια 6 έργα από όλη την Ευρώπη, κατέληξε στο συγκεκριμένο. Αρχές του 2020, προσέλαβε τους δύο σεναριογράφους, που είχαν μόλις εγκαταλείψει την προσπάθεια να μεταφέρουν τους Τρεις Σωματοφύλακες στο θεατρικό σανίδι. Πολύ γρήγορα ενσωματώθηκε στην ομάδα και ο Martin Bourboulon, πριν ολοκληρώσει το Άιφελ, όντας κοινός συνεργάτης των τριών κατά το παρελθόν. Η επίσημη ανακοίνωση του δίπτυχου ταινιών που ακολούθησε ανέφερε πως σκοπός ήταν να θεωρηθεί ως η απάντηση στα μεγάλα αμερικανικά franchise.
  • Οι δύο σεναριογράφοι προέβησαν σε εκτεταμένη έρευνα ώστε να υπάρχει εγκυρότητα πάνω στα ιστορικά στοιχεία, μελετώντας μεταξύ άλλων αλληλογραφία του Λουδοβίκου ΙΓ’ με τον Ρισελιέ ή αναφορές μονομαχιών της εποχής. Παρόλα αυτά, για λόγους αισθητικής και αφήγησης, παραδέχτηκαν ότι παρεισέφρησαν στο κείμενο κάποιους αναχρονισμούς.
  • Γυρίστηκε -μέσα σε 135 ημέρες, από τις οποίες μόνο μία ήταν εντός στούντιο- ταυτόχρονα με το σίκουελ του, που έχει ως κεντρικό χαρακτήρα τη Μυλαίδη, με ένα συνολικό μπάτζετ 70 εκατομμυρίων δολαρίων.
  • Παρότι κασκαντέρ ήταν αυτοί που εκπαίδευσαν τους ηθοποιούς για τις σκηνές μάχης, κανένας κασκαντέρ δεν αντικατέστησε μέλος του καστ σε αυτές. Αλλά και ο ολυμπιονίκης Yannick Borel ήταν ο δάσκαλος ξιφασκίας τους.
  • Η ταινία συστήνει για πρώτη φορά έναν νέο ήρωα ανάμεσα στους γνωστούς, τον Χάνιμπαλ. Αυτός προέρχεται από το ιστορικό πρόσωπο Louis Anniaba, που ήταν ο πρώτος μαύρος σωματοφύλακας στη γαλλική ιστορία, αν και έδρασε περίπου 60 χρόνια μετά την εποχή του Λουδοβίκου ΙΓ’.
  • Για πρώτη φορά ακούγεται και το μικρό όνομα του Ντ’ Αρτανιάν (Σαρλ). Πρόκειται για αναφορά στο πρόσωπο όπου εξαρχής είχε εμπνεύσει τον χαρακτήρα, τον Charles de Batz de Castlemore.
  • Ο Oliver Jackson-Cohen ήταν ο αρχικός δούκας του Μπάκινγκαμ, αλλά αναγκάστηκε να αποχωρήσει λόγω του προγραμματισμού του.
  • Γυρίσματα έγιναν σε ιστορικά κτήρια της Γαλλίας, ανάμεσα τους κι εντός του Παλατιού του Λούβρου. Για αυτά επιστρατεύτηκαν 9 χιλιάδες κομπάρσοι και 650 άλογα.
  • Ο Martin Bourboulon δήλωσε πως αν οι ταινίες αποδειχτούν πετυχημένες, τότε θα ακολουθήσει ανάπτυξη franchise, αλλά και η διασκευή κι άλλων ιστορικών μυθιστορημάτων υπό την αιγίδα του. Ήδη βρίσκονται σε σχεδιασμό δύο spin-off τηλεοπτικές σειρές, η μία ως origin-story για τη Μυλαίδη και η άλλη για τον μαύρο σωματοφύλακα.
  • Το μπάτζετ των 39,1 εκατομμυρίων δολαρίων δεν βρήκε ανταπόκριση από τα ταμεία, μια και τα κέρδη κόλλησαν στα 31,7. Ακόμα κι έτσι, ήταν η τρίτη πιο επικερδής γαλλική ταινία της χρονιάς.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 20/4/2023

Ήταν καιρός η Γαλλία να φέρει εις πέρας στη νεότερη κινηματογραφική εποχή μια μεγάλης εμβέλειας κινηματογραφική παραγωγή βασισμένη στο πολυαγαπημένο μυθιστόρημα του Dumas. Το αποτέλεσμα δεν εκπλήσσει σίγουρα, αλλά δεν απογοητεύει και στο πεδίο της καθαρόαιμης διασκέδασης, η οποία προσφέρεται αρκετά γενναιόδωρα. Όλα τα συστατικά που υπάρχουν εδώ έχουν τοποθετηθεί στρατηγικά για να προκύψει μια ταινία κοινού ικανή να ευχαριστήσει όσο το δυνατόν περισσότερους θεατές, και όντως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το τελικό προϊόν διαθέτει έναν ιδιαίτερα καλοζυγισμένο επαγγελματισμό.

Γενικά τηρείται μια προσεκτική ισορροπία ανάμεσα στο παλιομοδίτικο και στο μοντέρνο, τόσο σκηνοθετικά (ο Bourboulon αναδεικνύει την αναπαράσταση της εποχής με γενικά πλάνα, αλλά έχει και το απαιτούμενο νεύρο όταν έρχεται η ώρα της δράσης) όσο και σεναριακά (παραδοσιακή η αφήγηση, αλλά εντοπίζονται και πινελιές εκσυγχρονισμού σε λεπτομέρειες που αφορούν κυρίως χαρακτήρες). Η γαλλικότητα της παραγωγής φαίνεται πέρα από τα υπόλοιπα και από μια ελαστικότητα όσον αφορά τον βαθμό καταλληλότητας, μιας και ανά σημεία «ξεφεύγει» λίγο αίμα ή γυμνό παραπάνω, παρότι γενικότερα ακολουθείται μια γραμμή εφηβική ή ακόμη και οικογενειακή. Η ροή της πλοκής είναι εξαιρετικά αποτελεσματική και παρασύρει τόσο που κανείς συγχωρεί και το ότι η δράση είναι κάπως λιγότερο πλούσια από τα στάνταρ που έχει θέσει ο εικοστός πρώτος αιώνας στο σινεμά.

Έξυπνα αξιοποιείται και ο χωρισμός σε δύο μέρη, καθώς το φινάλε αποτελεί ένα cliffhanger αρκετά γουστόζικο για να ανοίξει την όρεξη για τη συνέχεια. Το σημείο που σίγουρα χρειαζόταν περισσότερη δουλειά είναι η ψυχολογία των ηρώων, η οποία δεν αναλύεται σε βάθος τέτοιο ώστε να υπάρξει ουσιαστική συναισθηματική επένδυση από την πλευρά του θεατή, και αυτό καταλήγει να πλήττει περισσότερο μια κρίσιμη υποπλοκή που αφορά τη βασίλισσα Anne. Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι μια διάσταση του μερικού εκμοντερνισμού της κλασικής ιστορίας, πιο συγκεκριμένα ένα «ξεχείλωμα» της αληθοφάνειας σχετικά με το στοιχείο της δράσης που λοξοκοιτάζει προς Αμερική μεριά, δεν «δένει» καλά με το σύνολο.

Ένα από τα δυνατά χαρτιά είναι το κάστινγκ. Φυσιογνωμικά, οι ηθοποιοί ταιριάζουν σχεδόν άπαντες με τους ρόλους τους και κουβαλούν στην πλειοψηφία τους μια φρεσκάδα απαραίτητη για να περάσει η ατμόσφαιρα του μύθου και στις πιο νεανικές ηλικίες. Οι ερμηνείες είναι στοχευμένες στο να αποδώσουν ορισμένα χαρακτηριστικά, και όχι στην πολυπλοκότητα, και υπό αυτό το πρίσμα κρίνονται ως επιτυχημένες. Η Eva Green πολύ σωστά βάζει όση υπερβολή χρειάζεται ως Milady για να κυριαρχήσει στην οθόνη για όσο εμφανίζεται και να συνθέσει ένα πορτρέτο κακού που είναι τόσο απειλητικό όσο και απολαυστικό. Από εκεί και πέρα και ο Francois Civil διαθέτει τον δυναμισμό και το πείσμα ενός πρωταγωνιστή που «σέρνει τον χορό», και ίσως πρέπει να γίνει και ξεχωριστή αναφορά στη ζωηρή χημεία του με τη Lyna Khoudri, που και μεμονωμένα εκπέμπει μια προσγειωμένη ενέργεια που προσφέρει αθόρυβα με τον δικό της τρόπο.

Οι ράγες ακολουθούν μια αυστηρά καθορισμένη πορεία, η συνταγή έχει ελάχιστες «αποκλίσεις», όμως ο βασικός στόχος ενός τέτοιου τύπου εγχειρήματος, το «περνάω καλά», πιάνεται. Λίγη περιπέτεια, λίγο σασπένς, αρκετό ρομάντζο, πολλή ίντριγκα, λίγο χιούμορ και οι δύο ώρες της διάρκειας κυλούν «νεράκι». Εν ολίγοις, αυτοί οι καινούριοι «Τρεις Σωματοφύλακες» αποδεικνύουν επαρκώς, έστω και με κάποια φάουλ, ότι το ευρωπαϊκό εμπορικό σινεμά μπορεί κάποιες φορές να λειτουργήσει καλύτερα και από το αντίστοιχο αμερικάνικο, αρκεί να μην ξεχνά να σέβεται τον θεατή σε όλα τα επίπεδα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

27 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *