Όταν ο δεκατριάχρονος Αντουάν τιμωρείται άδικα στο σχολείο από τον καθηγητή του, αποφασίζει να ακολουθήσει τον φίλο του, Ρενέ, και να κάνουν κοπάνα, αλλά στο τέλος της διασκεδαστικής του μέρας αναγκάζεται να επιστρέψει στους κυκλοθυμικούς και μη-διαθέσιμους γονείς του. Τα πράγματα χειροτερεύουν τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι, κι ο Αντουάν για να χρηματοδοτήσει την απόπειρά του να το σκάσει κλέβει μια γραφομηχανή από το γραφείο του πατριού του, καταλήγοντας σε ένα αναμορφωτήριο απ’ όπου το σκάει τρέχοντας, μέχρι να δει για πρώτη φορά τον ωκεανό…
Σκηνοθεσία:
Francois Truffaut
Κύριοι Ρόλοι:
Jean-Pierre Leaud … Antoine Doinel
Claire Maurier … Gilberte Doinel
Albert Remy … Julien Doinel
Patrick Auffay … Rene Bigey
Georges Flamant … Κος Bigey
Guy Decomble … ‘Petite Feuille’
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Francois Truffaut, Marcel Moussy
Παραγωγή: Francois Truffaut
Μουσική: Jean Constantin
Φωτογραφία: Henri Decae
Μοντάζ: Marie-Josephe Yoyotte
Σκηνικά: Bernard Evein
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Les Quatre Cents Coups
- Ελληνικός Τίτλος: Τα 400 Χτυπήματα
- Διεθνής Τίτλος: The 400 Blows
- Εναλλακτικός Τίτλος: Les 400 Coups
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Four Hundred Blows
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ο Έρωτας στα Είκοσι (1962)
- Κλεμμένα Φιλιά (1968)
- Παράνομο Κρεβάτι (1970)
- Η Αγάπη το Βάζει στα Πόδια (1979)
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου.
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση και υποσχόμενου σταρ (Jean-Pierre Leaud).
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο σκηνοθεσίας.
Παραλειπόμενα
- Από τις ταινίες που καθόρισαν με την ίδρυση του το γαλλικό Νέο Κύμα.
- Μεγάλου μήκους ντεμπούτο για τον Truffaut, που είχε δοκιμαστεί προηγούμενα σε δύο μικρού μήκους ταινίες. Έμελλε να είναι και η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του.
- Η πρώτη εμφάνιση του ήρωα Αντουάν Ντουανέλ σε ταινία του Truffaut, πάντα ερμηνευμένος από τον Jean-Pierre Leaud. Πρόκειται για ημι-αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, που αφορά βιώματα του Truffaut και φίλων του.
- Σε μικρούς ρόλους εμφανίζονται η Jeanne Moreau (μια κυρία που αναζητά τον σκύλο της), ο Jean-Claude Brialy (άντρας που φλερτάρει), ο Philippe De Broca (άντρας στο πανηγύρι, ενώ μαζί του είναι κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης) και ο Jacques Demy (αστυνομικός). Επίσης, ακούγονται οι φωνές των Jean-Luc Godard, Jean-Paul Belmondo.
- Η μετάφραση που δόθηκε διεθνώς δεν μπορεί να αποτυπώσει το νόημα του γαλλικού τίτλου, αφού προέρχεται από μια ντόπια φράση που σημαίνει “να κάνεις ατίθαση ζωή”.
- Όλα τα παιδιά που πέρασαν από οντισιόν για τον ρόλο του Αντουάν, βρίσκονται στις σκηνές της τάξης ως μαθητές.
- Ο δημιουργός αφιέρωσε το φιλμ στον πνευματικό του πατέρα, τον θεωρητικό και κριτικό ταινιών Andre Bazin, που έφυγε από τη ζωή λίγο πριν την έναρξη γυρισμάτων.
- Ανάμεσα σε αυτούς που έχουν επισημάνει το έργο ως ένα από τα αγαπημένα τους, είναι οι: Akira Kurosawa, Luis Bunuel, Satyajit Ray, Jean Cocteau, Carl Theodor Dreyer, Tsai Ming Liang, Woody Allen, Richard Lester, P.C. Sreeram, Norman Jewison και Nicolas Cage.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 18/7/2011
Ο μικρός Αντουάν (Ζαν Πιερ Λεο) με γονείς που διαρκώς λείπουν στις δουλειές και τις ασχολίες τους, χωρίς να είναι επιθετικός χαρακτήρας, δεν πειθαρχεί στο σχολείο, λέει εύκολα ψέματα, κάνει κοπάνες (αυτό σημαίνει ιδιωματικά ο τίτλος της ταινίας) ή επιχειρεί μικροκλοπές. Ο -θετός- πατέρας δεν του χαλάει χατίρι, η μητέρα αντιμετωπίζει με κάποια ελαφρότητα και μάλλον ψυχρά τις σκανταλιές ενώ θεωρεί τον εγκλεισμό του σε ίδρυμα κάτι σαν κατασκήνωση που θα του κάνει καλό. Ο Αντουάν, ανάμεσα από σκασιαρχεία του και σουλάτσα ή κρυφή διαμονή σε φίλους, στο τέλος θα βρεθεί σε ένα είδος αναμορφωτήριου.
Όταν μιλάμε για Νουβέλ Βαγκ, συνήθως σκεφτόμαστε αισθητικά πειράματα μιας νέας κινηματογραφικής γλώσσας. Αυτό το αριστούργημα και ντεμπούτο του Τριφό που ουσιαστικά εισάγει στο κίνημα, δεν είναι κάτι τέτοιο. Έχει μεν μια νέα ελευθερία στη αφήγηση απ την οποία λείπουν τα περιττά και αυτονόητα της παλιάς γλώσσας, αλλά οφείλει τις αρετές του σε ένα διαχρονικά καλλιτεχνικό οίστρο, πηγάζει αυθόρμητα από την ψυχή του Τριφό και του Ζαν Πιερ Λεο με τον οποίο η χημεία θα αποβεί μοιραία, ενώνοντάς τους εφ όρου ζωής μέσα στην τέχνη. Άφθαστος ποιητικός ρεαλισμός που αποδίδει την ομορφιά της ελεύθερης ποιητικής ψυχής του μικρού ήρωα όπως και του δραματικού στοιχείου της ζωής, με έναν τρόπο που θα χαρακτήριζα αβάσταχτα απλό. Ούτε μελοδράματα, ούτε καταγγελίες, ούτε μηνύματα πέρα από την διάσταση μεταξύ της κοινωνικής νόρμας–νέκρας και της ελευθερίας. Ο Αντουάν είναι ταυτόχρονα ένα αθώο παιδί και ένας ώριμος (μα όχι διεφθαρμένος από τα κουτάκια της «λογικής») ενήλικας. Η αδούλωτη ψυχή του σχεδόν αρνείται να απελπιστεί, πόσο μάλλον να κλάψει, και ο τρόπος (στην τελική σκηνή) που τρέχει με μια σπαραχτική απλότητα και σχεδόν ταπεινότητα προς την θάλασσα μοιάζει με αποδοχή της ζωής ως τόπου ανερμήνευτου, γοητευτικού και αδιέξοδου συνάμα, που τον κοιτάζει εκστατικά αλλά και με μια αξιοπρέπεια. Αξεπέραστη στιγμή του κινηματογράφου.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 5/8/2021
Ο Antoine Doinel (Jean-Pierre Léaud) είναι ένα δεκατριάχρονο αγόρι που αντιμετωπίζει συνεχώς προβλήματα στο σχολείο και στο σπίτι, από τον αυταρχισμό των δασκάλων και την αδιαφορία των γονιών του. Περνάει τον χρόνο του κάνοντας βόλτες με τους φίλους του στο Παρίσι και ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας. Μετά από διάφορες περιπέτειες και μικροκλοπές καταλήγει σε αναμορφωτήριο. Άραγε εκεί θα εξημερωθεί η ατίθαση φύση του;
Ο Francois Truffaut ξεκίνησε την εμπλοκή του με τον κινηματογράφο (μαζί με τους Godard, Rohmer, Rivette κ.α.) ως κριτικός του «Cahiers du Cinéma», με διευθυντή τον André Bazin, έναν από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του κινηματογράφου. To 1954 δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο «Μια κάποια τάση του γαλλικού κινηματογράφου» ξεκινώντας μια «ασεβή» πολεμική στην «παράδοση της γαλλικής ποιότητας» ή όπως το αποκαλούν οι Γάλλοι «Le cinéma du papa». Στοχοποίησε σημαντικούς σκηνοθέτες της προηγούμενης γενιάς όπως τους Marcel Carné, Julien Duvivier, Yves Allégreet και Claude Autant-Lara, κατηγορώντας τους ότι μετέτρεπαν τα κλασικά έργα της γαλλικής λογοτεχνίας σε προβλέψιμες και αποπνικτικά ακαδημαϊκές ταινίες. Σε αντιδιαστολή αναδείκνυε την «πολιτική των auteur» εξυψώνοντας το έργο των γάλλων σκηνοθετών που ήταν και σεναριογράφοι των ταινιών τους (Renoir, Bresson, Becker) και αποθέωνε τους Rosselini ,Welles, Hitchcock και Lang. Το 1959 o 27χρονος Truffaut έβγαλε τον μανδύα του κριτικού και έβαλε αυτόν του σκηνοθέτη, για να δείξει στο κοινό το προσωπικό του όραμα για τον κινηματογράφο. Και το έκανε με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο.
Τα «400 Χτυπήματα» ουσιαστικά εγκαινίασαν το κίνημα της Nouvelle Vague, που ιστορικά διαχώρισε τον κινηματογράφο σε κλασικό και σύγχρονο. Ο -κυριολεκτικά μεταφρασμένος- ελληνικός τίτλος της ταινίας δεν έχει κανένα νόημα, καθώς ο αυθεντικός γαλλικός “Les Quatre Cents Coups” προέρχεται από την έκφραση «faire les quatre cents coups», που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει: «ζώντας μια άγρια και απείθαρχη ζωή». Η ταινία έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του σκηνοθέτη και είναι αφιερωμένη στη μνήμη του André Bazin, μέντορα του Truffaut, ο οποίος πέθανε τη πρώτη μέρα των γυρισμάτων, σε ηλικία μόλις 40 ετών.
Ο Antoine Doinel, άλτερ-έγκο του σκηνοθέτη (πάντα με την ερμηνεία του Jean-Pierre Léaud), θα επανεμφανιστεί σε μια σειρά ταινιών: στο «Antoine et Colette» του σπονδυλωτού φιλμ «Έρωτας στα Είκοσι» (1962) ενηλικιώνεται, στα «Κλεμμένα Φιλιά» (1968) ερωτεύεται, στο «Παράνομο Κρεβάτι» (1970) παντρεύεται και αποκτά παιδί, και στο «Η Αγάπη το Βάζει στα Πόδια» (1978) χωρίζει και γίνεται συγγραφέας.
Με ένα απλό και γραμμικό σενάριο -στο οποίο συνεργάστηκε ο Marcel Moussy-, ο Truffaut βγαίνει με την κάμερα στον δρόμο και παρακολουθεί τις περιπέτειες του μικρού Antoine. Το βλέμμα του στην παιδική ηλικία είναι διαποτισμένο από ανθρωπιά και τρυφερότητα, που θα βρούμε αργότερα και στο «Ένα Αγρίμι στην Πόλη» (1969) και στο «Χαρτζιλίκι» (1976). Το γεγονός ότι η ταινία συγκινεί ακόμη και σήμερα, που οι τεχνικές καινοτομίες της είναι πια συνηθισμένες, οφείλεται στο προσωπικό ύφος του Truffaut που ήδη βλασταίνει από το πρώτο του έργο, γεμάτο λυρισμό, συναίσθημα, ανάγκη για ελευθερία.
Ομολογουμένως, στα «400 Χτυπήματα» υπάρχουν όλα τα συστατικά της Nouvelle Vague: φυσικοί χώροι, καθημερινές καταστάσεις και χαρακτήρες, καθημερινή γλώσσα, αβίαστη και τολμηρή σκηνοθεσία. Όπως και σε άλλες ταινίες αυτού του ρεύματος, γίνονται συχνές αυτοαναφορές στον κινηματογράφο: οι μαθητές κάνουν κοπάνα για να πάνε σινεμά, το Σάββατο βράδυ οι γονείς πηγαίνουν τα παιδιά στον κινηματογράφο, στο λούνα-παρκ παίζεται ένα παιχνίδι σχετικό με το μετείκασμα.
Στιλιστικά, το φιλμ έχει μια σειρά από ενδιαφέρουσες καινοτομίες. Ο μέγας κινηματογραφιστής Henri Decaë πετυχαίνει έναν εντυπωσιακό συνδυασμό ρευστότητας και νατουραλισμού με χρήση φυσικού φωτός, υλοποιώντας το όραμα του Truffaut για καταγραφή της μοναξιάς της εφηβείας και της βαρβαρότητας των ενηλίκων. Η βελούδινη φωτογραφία του Decaë, σε συνδυασμό με το μελαγχολικό σκορ του Jean Constantin, προσθέτει έναν υπολανθάνοντα λυρισμό που προαναγγέλλει τον ρομαντισμό των επόμενων ταινιών του σκηνοθέτη. Επίσης πρόκειται για την πρώτη γαλλική ταινία που γυρίστηκε σε μια εντυπωσιακή ευρεία οθόνη με λόγο διαστάσεων 2,35:1.
Υπάρχει ακόμα μια εμπνευσμένη σεκάνς με αίσθηση ψευδο-ντοκιμαντέρ, με τον Antoine να απαντά στις ερωτήσεις μιας ψυχολόγου, την οποία δεν βλέπουμε ποτέ. Έτσι καθώς το παιδί μιλά απευθείας στην κάμερα -δηλαδή στον θεατή- εξηγεί τη ζωή του και τους λόγους που βρέθηκε σε αυτή τη ζοφερή κατάσταση. Η ερμηνεία του μικρού Leaud, με την αμήχανη στάση, το απορημένο βλέμμα, τη νευρική κίνηση του δεξιού χεριού και το ακούσιο ανασήκωμα των ώμων, είναι συγκλονιστική.
Τελικά όλα τα παραπάνω στοιχεία συγκλίνουν στην περιβόητη εικόνα του φινάλε: ένα οπτικό ζουμ σε παγωμένο κάδρο, με το βλέμμα του ήρωα προς τον θεατή να αναδεικνύει ένα διφορούμενο και ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες τέλος: ελευθερία, ελπίδα, ενηλικίωση και λύτρωση ή απέραντη μοναξιά και φόβος για το αβέβαιο μέλλον;
Τα «400 Χτυπήματα» είναι μια αστεία, συγκινητική, ζεστή αφήγηση της παραμελημένης εφηβείας και της χαμένης αθωότητας ενός παιδιού που η υπαρξιακή του οδύσσεια το οδηγεί στη θάλασσα, την οποία αντικρύζει για πρώτη φορά. Το τελικό διαπεραστικό του βλέμμα στρέφεται στο θεατή, ως διαρκής ουμανιστική έκκληση.
Βαθμολογία: