
Οι Άθλιοι
- Les Misérables
- 2019
- Γαλλία
- Γαλλικά
- Αστυνομική, Δραματικό Θρίλερ, Πολιτική, Σινεφίλ
- 14 Νοεμβρίου 2019
Στη Μονφερμέιγ, στα προάστια του Παρισιού, εκεί που ο Βίκτωρ Ουγκώ έστησε το σκηνικό για τους «Άθλιους», δρα μια ομάδα της αστυνομίας κατά του εγκλήματος. Σε μια κατά τ’ άλλα συνηθισμένη περίπολο, ένα ντρον καταγράφει ένα σκηνικό που θα μπορούσε να εκθέσει την ομάδα και τις μεθόδους τους.
Σκηνοθεσία:
Ladj Ly
Κύριοι Ρόλοι:
Damien Bonnard … Stephane ‘Pento’ Ruiz
Alexis Manenti … Chris
Djibril Zonga … Gwada
Issa Perica … Issa
Al-Hassan Ly … Buzz
Steve Tientcheu … ο δήμαρχος
Jeanne Balibar … η επίτροπος
Almamy Kanoute … Salah
Nizar Ben Fatma … La Pince
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ladj Ly, Giordano Gederlini, Alexis Manenti
Παραγωγή: Toufik Ayadi, Christophe Barral
Μουσική: Pink Noise
Φωτογραφία: Julien Poupard
Μοντάζ: Flora Volpeliere
Κοστούμια: Marine Galliano
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Les Miserables
- Ελληνικός Τίτλος: Οι Άθλιοι
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο: Les Miserables (2017) των Ladj Ly, Alexis Manenti.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Γαλλία).
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Υποψήφιο για Bafta ξενόγλωσσης ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο επιτροπής.
- Βραβείο ευρωπαϊκής ανακάλυψης στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Υποψήφιο για καλύτερη ταινία και σενάριο.
- Βραβείο καλύτερης ταινίας, πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού (Alexis Manenti) και μοντάζ στα Cesar. Υποψήφιο για σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Damien Bonnard), σενάριο, πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη, πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό (Djebril Zonga), μουσική, φωτογραφία και ήχο.
- Βραβείο καλύτερης ευρωπαϊκής ταινίας στα Goya.
Παραλειπόμενα
- Πρώτη μεγάλου μήκους ταινίας για τον Ladj Ly.
- Ο Ladj Ly ξεκίνησε να εργάζεται για το φιλμ από 15 ετών. Το στόρι της ταινίας έτσι κι αλλιώς πάτησε σε αληθινό γεγονός αστυνομικής βίας από το 2008, στην οποία ήταν παρών ο σκηνοθέτης.
- Το 2017, προϋπήρχε μια μικρού μήκους εκδοχή από τον ίδιο σκηνοθέτη, που ήταν υποψήφια για το αντίστοιχο Cesar. Κάποιοι από εκείνο το καστ επέστρεψαν εδώ στους ρόλους τους.
- Διόλου τυχαία, το Μονφερμέιγ υπάρχει στο κλασικό έργο Οι Άθλιοι του Victor Hugo, αφού είναι η περιοχή όπου συναντιούνται ο Γιάννης Αγιάννης με την Κοζέτ.
- Με κόστος περίπου 2,5 εκατομμύρια δολάρια, πέτυχε εισπράξεις των 19,2. Στη Γαλλία το παρακολουθήσαν 2,1 εκατομμύρια θεατές.
- Στα γαλλικά ΜΜΕ ειπώθηκε ότι ο πρόεδρος Emmanuel Macron ζήτησε από το κυβερνητικό του επιτελείο να δοθεί μια λύση για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις υποβαθμισμένες περιοχές. Παράλληλα όμως γράφτηκε ότι δεν έχει ακούσει ποτέ για το σχέδιο Jean-Louis Borloo για τα προάστια, το οποίο και ο ίδιος “έθαψε” δύο χρόνια νωρίτερα.
- Η υπουργός Marlene Schiappa δήλωσε έκπληκτη που εκθειάστηκε μια ταινία τής οποίας ο δημιουργός είχε στο παρελθόν καταδικαστεί για απαγωγή.
- Ο Ladj Ly είχε δηλώσει πως με αυτό ανοίξει μια τριλογία, με το δεύτερο μέρος να βιογραφεί τον πολιτικό Claude Dilain, και το τρίτο τον σοσιαλιστή δήμαρχο του Κλισί.
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 10/11/2019
Ο Λατζ Λι χαρίζει στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του τον φιλόδοξο τίτλο «Οι Άθλιοι», επιχειρώντας μια τολμηρή ρεαλιστική παραβολή πάνω στην αναπόδραστη «αθλιότητα» της εξουσίας. Κι αν το φάντασμα του Βίκτορα Ουγκώ περιφέρεται πάνω από το σύγχρονο παρισινό γκέτο, ο Λι επιχειρεί ως σύγχρονο κινηματογραφικό μέντιουμ να το επαναφέρει στην αταξία και στην ανασφάλεια του σύγχρονου Παρισιού.
Επιλέγοντας ως (αντι)ήρωες του τρεις αστυνομικούς της δίωξης εγκλήματος στο προάστιο Μοντφερμέιγ, ο σκηνοθέτης αφηγείται την ιστορία μιας κλοπής ενός λιονταριού από τα χέρια ενός βάρβαρου ιδιοκτήτη τσίρκου. Κι αν η ιστορία ξεκινά με προθέσεις κι αντιθέσεις που διαθέτουν τη σχηματικότητα του καλού και του κακού μπάτσου και το βάθος της διδακτικής καταγγελίας «ο ρατσισμός είναι κακό πράγμα», ο Λι αποκαλύπτει γρήγορα και τολμηρά την αλήθεια του. Με τη σκηνοθεσία να κινείται στον άξονα του ντοκιμαντέρ και να αναδεικνύει σε κάθε της πλάνο την οικονομική εξαθλίωση και την ηθική εξαχρείωση, μας χαρίζει μια ξενάγηση στα σκληρά άδυτα της σκοτεινής πλευράς της πόλης του φωτός. Και αποφεύγοντας να «κουνήσει» το σεναριακό του «χέρι» μόνο στη βία της αστυνομίας, μιλάει απερίφραστα για τη φαυλότητα της εξουσίας, για τη φωτιά που μοιραία (σε) κατακαίει και για το ουρλιαχτό (σου) όταν κανείς δεν σε ακούει.
Κι αν σε σημεία οι χαρακτήρες αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων και ψήγματα διδακτισμού εισβάλλουν απρόσκλητα, ο Λι έχει παραδώσει στην κινηματογραφική ιστορία τη φλεγόμενη αλήθεια του σε μια ταινία-ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 14/11/2019
“Ακούστε με καλά φίλοι μου… δεν υπάρχουν κακοί άνθρωποι, κακά σπαρτά. Υπάρχουν μόνο κακοί αγρότες…” Η τελική φράση, παρμένη από τους “Αθλίους” του Βίκτορ Ουγκό, δεν θα μπορούσε να πλαισιώνει με πιο οδυνηρό, πιο αληθινό και πιο επείγοντα τρόπο το υπέροχο αυτό φιλμ, μεγάλο βραβείο της επιτροπής στο φετινό φεστιβάλ των Κανών. Ένα φιλμ που αυτοσαρκάζεται με τόσο καίριο αλλά και σκληρά πονεμένο τρόπο, που σε κρατά σε μια μόνιμη εγρήγορση και ταυτόχρονα σου μαυρίζει βαθιά την ψυχή με τις κοινωνικές και φυλετικές ανισότητες, την χωρίς τέλος βία, την αυθαιρεσία από όλες τις πλευρές, την αδιέξοδη κατάσταση που είναι υποχρεωμένοι να ζουν οι έσχατοι αυτού του κόσμου.
Ένα εκ πρώτης όψεως αθώο περιστατικό (που τελικά μόνο αθώο δεν είναι, αν αναλογιστεί κανείς το κόστος που μπορεί να περιέχει μια πράξη σαν κι αυτή σε ένα περιβάλλον σαν κι αυτό) πυροδοτεί μια αλυσιδωτή αντίδραση γεγονότων που εμπλέκουν έναν νεοφερμένο και σχετικά ανυποψίαστο αστυνομικό με περιστατικά κρατικής καταστολής, βίαιες αντιδράσεις, τοπικές μαφίες και φυλετικά στερεότυπα, σε ένα Παρίσι που πραγματικά θυμίζει περίοδο γαλλικής επανάστασης ή της πιο πρόσφατης εξέγερσης τον Οκτώβρη του 2005. Φτώχεια, ανέχεια και αυθαιρεσία ολοκληρώνουν ένα πραγματικό πεδίο μάχης (στα πρότυπα του “Ημέρα Εκπαίδευσης” του Αντουάν Φούκουα) στο οποίο μικρά παιδιά μεγαλώνουν και αναγκάζονται να ωριμάσουν απότομα, μιμούμενα παραβατικές συμπεριφορές και μπολιάζοντας τις ψυχές τους με ταξικό και κρατικό μίσος.
Από την άλλη, οι “φύλακες του νόμου και της τάξης” περιφέρονται σαν Ράμπο κερδίζοντας το δικό τους κομμάτι δόξας, σεβασμού, εξουσίας και ποιος ξέρει τι άλλο. Μέσα σε όλα αυτά, τα πανέξυπνα τοποθετημένα μέσω του σεναρίου άγρια ζώα της ζούγκλας, ένα εκ των οποίων γεννά και τον τροφοδότη της πλοκής, μοιάζουν ό,τι πιο αθώο μπορείς να δεις μέσα σε αυτό το σκληρό, το αδυσώπητο φιλμ. Η ιστορία κατορθώνει μοιραία να αυτοτροφοδοτείται και ο φαύλος κύκλος μοιάζει να μην έχει τέλος, με το ανοιχτό φινάλε απλά να κλείνει μια υπέροχη σεκάνς με το σκοτάδι και την απόγνωση που της ταιριάζει. Σε έναν τόπο που καλά θα κάνεις να μην προβαίνεις σε διαλέξεις περί ηθικολογίας, να μην μιλάς με απολυτότητες γιατί δεν ξέρεις πού θα βρεθείς το επόμενο λεπτό, η αρχική σκηνή εθνικής ενότητας κάτω από τα ονόματα των πολυεκατομμυριούχων (και πολυφυλετικών) ποδοσφαιριστών στο παγκόσμιο κύπελλο αποδεικνύεται τόσο επίκαιρη όσο θλιβερή, τόσο συγκλονιστικά ψευδαισθησιακή όσο σαρκαστικά απατηλή. Ένα φιλμ γροθιά στο στομάχι που μάλλον δεν πρέπει να χάσεις.
Βαθμολογία: