Τα Άγρια Αγόρια
- Les Garcons Sauvages
- The Wild Boys
- 2017
- Γαλλία
- Γαλλικά, Αγγλικά
- Εποχής, Μυστηρίου, Νεανική, Περιπέτεια, Σινεφίλ, Φαντασίας
- 05 Δεκεμβρίου 2019
Στις αρχές του 20ού αιώνα, στο μικρό νησί Ρουνιόν του Ινδικού Ωκεανού, πέντε έφηβοι καλών οικογενειών γοητευμένοι από τον αποκρυφισμό διαπράττουν ένα άγριο έγκλημα. Ένας ολλανδός καπετάνιος αναλαμβάνει τη συμμόρφωσή τους και τους παίρνει ως πλήρωμα στο στοιχειωμένο σαπιοκάραβό του. Οι μέθοδοι σωφρονισμού του ναυτικού σοκάρουν τα πέντε αγόρια που ετοιμάζονται για ανταρσία. Προορισμός του ταξιδιού είναι ένα μαγικό νησί με οργιώδη βλάστηση.
Σκηνοθεσία:
Bertrand Mandico
Κύριοι Ρόλοι:
Vimala Pons … Jean-Louis
Anael Snoek … Tanguy
Diane Rouxel … Hubert
Mathilde Warnier … Sloane
Pauline Lorillard … Romuald
Sam Louwyck … ο καπετάνιος
Elina Lowensohn … Severin(e)
Lola Creton … αφηγήτρια (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Bertrand Mandico
Παραγωγή: Emmanuel Chaumet
Μουσική: Pierre Desprats
Φωτογραφία: Pascale Granel
Μοντάζ: Laure Saint-Marc
Σκηνικά: Astrid Tonnellier
Κοστούμια: Sarah Topalian
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Les Garcons Sauvages
Ελληνικός Τίτλος: Τα Άγρια Αγόρια
Διεθνής Τίτλος: The Wild Boys
Κύριες Διακρίσεις
- Μέγα βραβείο επιτροπής στο φεστιβάλ του Μπορντό.
- Τεχνικό βραβείο για το τμήμα Εβδομάδα Κριτικής στο φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Και τα πέντε πρωταγωνιστικά αγόρια ερμηνεύονται από γυναίκες ηθοποιούς. Οι φωνές είναι αλλοιωμένες μέσω κομπιούτερ.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 1/12/2019
Είναι απαραίτητη εδώ μια ξεκάθαρη διευκρίνιση: το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Bertrand Mandico δεν απευθύνεται σε όλους. Η ελευθεριακή, αμφίσημη και συχνά βίαιη παρουσίαση της σεξουαλικότητας, η πληθώρα αλλόκοτων εικόνων, η παραισθησιογόνα ατμόσφαιρα και η παράθεση αμέτρητων συμβολισμών μπορούν να δοκιμάσουν τα όρια ενός όχι και τόσο εξασκημένου θεατή.
Αποτελώντας ελεύθερη διασκευή μιας νουβέλας του διαβόητα προβοκατόρικου William S. Burroughs, τα «Άγρια Αγόρια» προκαλούν μια ποικιλία αντιφατικών συναισθημάτων κατά τη θέασή τους, αντανακλώντας την αντίστοιχη οδύσσεια των κεντρικών ηρώων. Ενοχλούν, γοητεύουν, παραξενεύουν, υποβάλλουν. Ακόμη κι αν σε ουκ ολίγα σημεία ξεχειλίζει μια δημιουργική αυταρέσκεια εκ μέρος του Mandico, όπως και μια αίσθηση του ότι πίσω από τις άφθονες επιμέρους ιδέες κρύβεται ένα τελικά απλοϊκό νόημα περί του διττού της φύσης της έμφυλης ταυτότητας, το σύνολο είναι τόσο τολμηρό και πρωτόγνωρο στη σύλληψή του που είναι δύσκολο να μην κερδίσει όσους έχουν τεντωμένες τις κεραίες τους. Λίγη σημασία έχει η προσπάθεια ακριβούς κατανόησης των μηχανισμών του σύμπαντος που ξεδιπλώνεται εδώ, μιας και η όλη εμπειρία δεν μπαίνει σε απολύτως λογικά στεγανά. Το ζήτημα δεν είναι να μπει η μερίδα του κοινού που αναμένεται να εκτιμήσει το φιλμ σε μια διαδικασία εξαντλητικής αποκρυπτογράφησης του περιεχομένου, αλλά να μπορέσει να αφεθεί στον γενναιόδωρο αισθητικό καταιγισμό που επιχειρεί ο σκηνοθέτης. Εξάλλου, ο τρόπος με τον οποίο θέτει μέσω της ιστορίας που αφηγείται τους προβληματισμούς του περί σύνδεσης μεταξύ μεγαλοαστισμού και πατριαρχίας και ορίων ανάμεσα στην κοινωνική κατασκευή του ανθρώπου και του ορμέμφυτού του μεταξύ άλλων είναι ορθώς αυτός ενός καλλιτέχνη, όχι ενός επιστήμονα.
Εύσημα αξίζει η δουλειά που έχει γίνει στη φωτογραφία από την Pascale Granel. Καταφέρνει να δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα ελκυστικό ασπρόμαυρο, το οποίο αποδεικνύεται εξαιρετικά αποτελεσματικό ειδικά στις γεμάτες ένταση σκηνές στο καράβι και που όταν η δράση μεταφέρεται αλλού παραπέμπει ευθέως στην πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του «Άρχοντα των Μυγών», μιας εκ των πιο προφανών επιρροών του σεναρίου. Τα δε ελάχιστα έγχρωμα στιγμιότυπα (οι φορές που οι πρωταγωνιστές υποκύπτουν στον Trevor;) σοφά είναι μετρημένα στον αριθμό, μιας και η σπανιότητά τους σε συνδυασμό με τις πολύ έντονες κι εξωτικές αποχρώσεις που τα χαρακτηρίζουν τα καθιστά πραγματικά αξιομνημόνευτα. Όσο όμως κι αν ο χώρος της δράσης έχει τη σημασία του, οι αληθινοί πρωταγωνιστές είναι τα σώματα και οι λεπτομέρειές τους. Πώς αυτά ξεχωρίζουν μέσα στο περιβάλλον που κινούνται, πώς αλληλοσυμπληρώνονται, πώς κουβαλούν τα μηνύματα της νοηματικής του σεναρίου και πώς αφηγούνται μικρές, αυτόνομες ιστορίες το καθένα ξεχωριστά. Δεν θα ήταν αυθαίρετο να καταλογιστεί στον Mandico και μια έμπνευση από τον σωματικό τρόμο του Cronenberg.
Σε όλα αυτά τα στοιχεία που καθιστούν τη συγκεκριμένη ταινία μια ιδιάζουσα περίπτωση ανήκει και το κομμάτι των ερμηνειών. Όλοι οι βασικοί ηθοποιοί καταφέρνουν, με μια τεχνική που φαντάζει αβίαστη, να υποδυθούν χαρακτήρες με μανιερισμούς τέτοιας ακρίβειας που επιτυγχάνουν να διαγράψουν σε αυτούς πολύ ξεκάθαρα και συγκεκριμένα γνωρίσματα, πλάθοντας έτσι φιγούρες που μένουν στη μνήμη. Καθεμία από τις ερμηνεύτριες που ενσαρκώνουν την παρέα των παραβατικών εφήβων που βρίσκονται στο επίκεντρο της αφήγησης κατορθώνει να δώσει το δικό της στίγμα, αν όμως έπρεπε να αναγνωριστεί μια παρουσία ως εξέχουσα θα ήταν αυτή της άκρως δυναμικής Vimala Pons. Και οι πέντε ωστόσο έχουν δουλέψει αξιοθαύμαστα την κινησιολογία τους, ώστε να φέρνει σε αυτήν ενός αρσενικού προενήλικα. Αξιοπρόσεκτα είναι ωστόσο και τα πορτραίτα τόσο του Sam Louwyck, που εκπέμπει με μεγάλη άνεση μια σεβάσμια αυστηρότητα και συνάμα μια αλητεία, όσο και της αινιγματικής Elina Lowensohn.
Πρωτίστως όμως πρόκειται για μια δημιουργία της οποίας το πηδάλιο κρατάει γερά ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος, έχοντας στο μυαλό του ένα όραμα πολυδιάστατο και ιδιοσυγκρασιακό. Σοφιστικέ και ωμά ταυτόχρονα, τα «Άγρια Αγόρια» συνιστούν μια πρόταση έξω από τα συνηθισμένα, που είναι σε θέση να ανταμείψει και με το παραπάνω έναν ανοιχτόμυαλο θεατή.
Βαθμολογία: