Ως έφηβες, η Μπλαντίν και η Μαγκαλί ήταν αχώριστες. Τα χρόνια πέρασαν και έχασαν η μία την άλλη. Καθώς οι δρόμοι τους διασταυρώνονται ξανά, αποφασίζουν να κάνουν μαζί το ταξίδι που πάντα ονειρεύονταν. Προορισμός Ελλάδα: ήλιος, νησιά, αλλά και προβλήματα, καθώς οι δύο πρώην κολλητές φίλες έχουν πλέον μια πολύ διαφορετική προσέγγιση των διακοπών και της ζωής.

Σκηνοθεσία:

Marc Fitoussi

Κύριοι Ρόλοι:

Laure Calamy … Magalie Graulieres

Olivia Cote … Blandine Bouvier

Kristin Scott Thomas … Bijou

Alexandre Desrousseaux … Benjamin

Nicolas Bridet … Maxime

Πάνος Κορώνης … Δημήτρης

Στέλιος Ξανθουδάκης … καπετάνιος φέρι

Θοδωρής Σμέρος … Λεωνίδας

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Marc Fitoussi

Παραγωγή: Caroline Bonmarchand, Isaac Sharry

Μουσική: Mocky

Φωτογραφία: Antoine Roch

Μοντάζ: Catherine Schwartz

Σκηνικά: Αλίκη Κούβακα, Anna Falgueres

Κοστούμια: Marite Coutard

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Les Cyclades
  • Ελληνικός Τίτλος: Δύο Εισιτήρια για Κυκλάδες
  • Διεθνής Τίτλος: Two Tickets to Greece
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Κυκλάδες [φεστιβάλ]

Παραλειπόμενα

  • Η Ελλάδα βρίσκεται μειοψηφικά στην παραγωγή μέσω της Blonde Audiovisual Productions και της Φένια Κοσοβίτσα στην ομάδα των συμπαραγωγών.
  • Τα κεντρικά γυρίσματα δεν έγιναν τυχαία στην Αμοργό, μια και το νησί είχε αναδειχτεί διεθνώς το 1988 μέσω του Το Απέραντο Γαλάζιο (στη Γαλλία ειδικά είχε αποτέλεσει καυτό προορισμό για διακοπές). Η ταινία του Luc Besson είναι πανταχού παρούσα, από ένα καφενείο με το ίδιο όνομα ως τη μουσική που ακούνε οι δύο ηρωίδες στην αρχή του φιλμ.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 12/7/2023

Η κεντρική ιδέα προϊδεάζει για κάτι εντελώς αναλώσιμο και τουριστικής χρήσης, όμως η ταινία του Marc Fitoussi, αν και κινείται εντός ασφαλών συνταγών, εκπλήσσει ευχάριστα με την τρυφερότητα με την οποία αντιμετωπίζει τις πρωταγωνίστριές της, με το τελικό αποτέλεσμα να είναι μεν ανάλαφρο αλλά όχι ευτελές.

Ναι, όπως είναι αναμενόμενο, τα ελληνικά νησιά έχουν έναν διακοσμητικό χαρακτήρα για να λειτουργήσουν ως δέλεαρ σε ένα κοινό που θέλει να δει καλοκαιρινές εικόνες, όμως οι δύο κεντρικές ηρωίδες είναι αρκετά δουλεμένες σεναριακά, σε βαθμό που να είναι άδικο να κατηγορήσει κανείς τον Fitoussi ότι απλά έψαχνε μια αφορμή για να συνδυάσει γυρίσματα και διακοπές. Κι εκεί που κάποια φάουλ πάνε να χαλάσουν τη μεγάλη εικόνα (μια οριακά παρεξηγήσιμη απεικόνιση του μέσου Έλληνα που θυμίζει αμερικάνικο φιλμ ως προς τη λογική της απαξίωσης, ένα χιούμορ που ενίοτε φλερτάρει με τη «χοντράδα»), κάνουν την εμφάνισή τους κάποιες απρόσμενες πινελιές ωριμότητας, δραματικής φύσης μεν, δίχως συναισθηματικούς εκβιασμούς δε, που δίνουν ένα βάθος και τοποθετούν τη δράση σε πλαίσια αρκετά ρεαλιστικά. Και κάπως έτσι στο φινάλε μένει μια γλυκιά επίγευση, δίνεται η αίσθηση πως όσα προηγήθηκαν, αν και δεν ανακαλύπτουν τον τροχό στο στρατόπεδο του είδους της κομεντί/δραμεντί, κουβαλάνε τουλάχιστον μια κάποια αλήθεια, αφήνοντας κάτι θετικό στον θεατή μετά την προβολή.

Η κινητήρια δύναμη του σεναρίου είναι η χημεία ανάμεσα στους φαινομενικά αταίριαστους χαρακτήρες των Olivia Cote και Laure Calamy και το πώς η μεταξύ τους αλληλεπίδραση οδηγεί σε διάφορες, κωμικές κυρίως, καταστάσεις, αλλά η στροφή που επιχειρείται με μια πιο ουσιαστική θεώρηση της ψυχοσύνθεσης αυτών των δύο προσώπων προς το τέλος, και κυρίως της δεύτερης, εξασφαλίζει το ότι αυτό που προκύπτει είναι κάτι παραπάνω από μια συρραφή αστείων. Υπάρχει και μια φεμινιστική χροιά στο πώς η Calamy αλλά και η Kristin Scott Thomas, που εμφανίζεται αργότερα, ασπάζονται μια απενοχοποιημένη στάση στο πώς βιώνουν την καθημερινότητά τους σε μια σειρά πεδίων, από το σεξ μέχρι την ευρέως εννοούμενη κοινωνική συμπεριφορά τους.

Η βασική ερμηνευτική τριάδα είναι έξοχη, και κυρίως η Calamy, που και μετά το «Ο Γάιδαρος, ο Εραστής μου κι Εγώ» αποδεικνύει και πάλι πως έχει μια ιδιαίτερα χαρισματική κωμική φλέβα και την απαιτούμενη ενέργεια για να υπαγορεύσει τους ρυθμούς του φιλμ στο οποίο συμμετέχει. Και όταν απαιτείται από το κείμενο να δείξει μια άλλη διάσταση, πιο σοβαρή, αυτή συνδυάζεται άψογα με τη φιγούρα που ξεδιπλώθηκε στην οθόνη τα προηγούμενα λεπτά, δεν φαντάζει ως απότομη μεταστροφή χάρη στο ταλέντο της ίδιας. Και η Cote, παρότι σε πρώτη ανάγνωση καταπιάνεται με έναν πιο «βαρετό» ρόλο, αποδίδει με μεγάλη ακρίβεια μια σειρά συναισθημάτων που υποδηλώνουν ένα άτομο επιφυλακτικό ως προς την κοινωνική επαφή για μια σειρά λόγων, σιγοντάροντας τη συμπρωταγωνίστριά της αλλά λειτουργώντας και αυτόνομα, όπως είναι το σωστό. Τέλος, η Kristin Scott Thomas μπορεί να εμφανίζεται για μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, προσφέρει όμως ένα πορτρέτο τόσο κεφάτο όσο κι ευαίσθητο, σαν να εκπροσωπεί μια χρυσή τομή ανάμεσα στις δυο γυναίκες με τις οποίες συναναστρέφεται, ώριμη και εύθυμη ταυτόχρονα.

Προσφέρεται το όλο «πακέτο» για θερινή διασκέδαση; Ναι, και έχει και κάποια επιπρόσθετα «δωράκια» που δεν θα περίμενε απαραίτητα κάποιος από μια γαλλική κομεντί έτσι όπως έχει επικρατήσει ως αρνητικό στερεότυπο στην ελληνική σινεφίλ γνώμη. Δεν είναι από τις ταινίες για τη γυναικεία φιλία που θα γράψουν ιστορία στην κατηγορία τους, ούτε η σκιαγράφηση των ηρωίδων πάει σε βάθη τέτοια ώστε να γίνεται λόγος για κάτι που να διαθέτει ουσιαστικά ψυχολογικό πρόσημο, εκπέμπει όμως μια ειλικρίνεια που πάει αρκετά βήματα παρακάτω από ένα κινηματογραφικό προϊόν με πιο ξεκάθαρα εμπορική στόχευση.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *