Η Βίκυ, ένα παράξενο και μοναχικό κοριτσάκι, έχει ένα μαγικό χάρισμα: μπορεί να αναπαράγει όποιο άρωμα της αρέσει και να το συλλέγει σε μια σειρά από βάζα με προσεκτικά τοποθετημένες ετικέτες. Έχει αιχμαλωτίσει κρυφά το άρωμα της μητέρας της, Τζοάν, για την οποία τρέφει μια άγρια, υπερβολική αγάπη. Όταν η αδερφή του πατέρα της, Τζούλια, μπαίνει στη ζωή τους, η Βίκυ αναπαράγει τη μυρωδιά της και μεταφέρεται σε σκοτεινές και αρχαϊκές αναμνήσεις που την οδηγούν να ανακαλύψει τα μυστικά του χωριού, της οικογένειάς της, αλλά και της ίδιας της ύπαρξής της.

Σκηνοθεσία:

Lea Mysius

Κύριοι Ρόλοι:

Adele Exarchopoulos … Joanne Soler

Sally Drame … Vicky Soler

Swala Emati … Julia Soler

Moustapha Mbengue … Jimmy Soler

Δάφνη Πατακιά … Nadine

Patrick Bouchitey … Jean-Yvon

Hugo Dillon … Jeff

Noee Abita … η σερβιτόρα

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Paul Guilhaume, Lea Mysius

Παραγωγή: Jean-Louis Livi, Fanny Yvonnet

Μουσική: Florencia Di Concilio

Φωτογραφία: Paul Guilhaume

Μοντάζ: Marie Loustalot

Σκηνικά: Esther Mysius

Κοστούμια: Rachel Raoult

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Les Cinq Diables
  • Ελληνικός Τίτλος: Οι Πέντε Διάβολοι
  • Διεθνής Τίτλος: The Five Devils

Κύριες Διακρίσεις 

  • Υποψήφιο για ειδικά εφέ στα Cesar.

Παραλειπόμενα

  • Το στόρι ξεκίνησε να γράφεται για ένα κορίτσι που είχε πάθος με τις οσμές. Καθοδόν και με τη συμβουλευτική παρέμβαση συναδέλφων, η ταινία έγινε φαντασίας.
  • Η έναρξη γυρισμάτων αναβλήθηκε επί έναν ολόκληρο χρόνο λόγω της πανδημίας.
  • Όπως και στην πρώτη της σκηνοθετική δουλειά, το Ava, έτσι κι εδώ η Lea Mysius χρησιμοποίησε φιλμ 35 mm.
  • Πρώτη κινηματογραφική εμπειρία για τις Sally Drame και Swala Emati.
  • Η παγκόσμια πρεμιέρα έγινε στις Κάνες, στο τμήμα 15νθήμερο Σκηνοθετών.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 9/12/2022

Δύο σε ένα συνδυάζει το φιλόδοξο φιλμ της Lea Mysius, που παράλληλα με ένα ταξίδι προς μια επίπονη ενηλικίωση ενός μικρού κοριτσιού αποτυπώνει κι ένα πολυδιάστατο πορτρέτο θηλυκότητας στο πρόσωπο του χαρακτήρα της Adele Exarchopoulos. Και τα καταφέρνει σε αμφότερα τα πεδία, κυρίως γιατί η πολλά υποσχόμενη κινηματογραφίστρια επιδεικνύει ένα συγκροτημένο δημιουργικό όραμα από την αρχή μέχρι το φινάλε του πονήματός της, καθώς και μια αυτοπεποίθηση σχετικά με το πώς χρησιμοποιεί τα χαρτιά της, με κυριότερο τον συμβολισμό, ο οποίος πάντοτε λειτουργεί σε συνεργασία με την πλοκή.

Ξεκινώντας ελλειπτικά και συμπληρώνοντας το παζλ της μεγάλης εικόνας μεθοδικά, το σενάριο δομείται πάνω στην οπτική γωνία της νεαρής Vicky εστιάζοντας ιδιαίτερα επάνω στο θέμα της ταυτότητας, της θηλυκής, της παιδικής, της αφροκεντρικής, εκείνης του αουτσάιντερ. Το ταξίδι της ίδιας στο παρελθόν της μητέρας της μέσω της όσφρησης είναι ταυτόχρονα με μια εις βάθος εξερεύνηση του κόσμου των «μεγάλων» κι ένα κοίταγμα στον καθρέφτη, μια διαδικασία εξοικείωσης με ένα είδωλο που ίσως να μην το γνώριζε τόσο καλά όσο νόμιζε επειδή σε καθημερινή βάση βρισκόταν αντιμέτωπη με έναν περίγυρο που της συνιστούσε άμεσα ή έμμεσα να το καταπνίξει. Και το ερώτημα που αιωρείται είναι αν αυτή η διαδρομή θα οδηγήσει τη Vicky στην αυτογνωσία και την αποδοχή ή θα αποδειχθεί ολέθρια. Γι’ αυτό το τελευταίο, η απάντηση εν μέρει βρίσκεται, με την υπόνοια και όχι με ξεκάθαρες διευκρινίσεις, στο πολύ έξυπνο πλάνο με το οποίο κλείνει το φιλμ, που συνοψίζει και την προβληματική του τύπου «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα» που επικρατεί.

Η άλλη πλευρά, της Joanne, ριζώνει και αυτή στην παιδική ηλικία, με βιώματα που έχουν κοινά σημεία με αυτά της κόρης της. Έχει ζήσει άλλου είδους καταπίεση, έχει ωριμάσει πρόωρα μ’ έναν άκρως τραυματικό τρόπο, έχει προσπαθήσει να εξισορροπήσει μέσα της πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους ιδιότητες χωρίς να έχει κατασταλάξει απόλυτα, ακριβώς επειδή δεν νιώθει την ανάγκη να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει ταμπέλες που έχουν καθοριστεί από τρίτους. Η σχέση των δύο γυναικών «χρωματίζεται» γήινα από τη Mysius, και η εξελικτική πορεία των συναισθημάτων που νιώθει η μία για την άλλη, από τις θέσεις της μάνας και του παιδιού αντίστοιχα, αποφεύγει επιδέξια τα κλισέ. Και αυτό που τονίζεται είναι πως, παρά τις φαινομενικά διαφορετικές αφετηρίες, αμφότερες είναι θύματα μιας κοινωνίας που έχει αποφασίσει από πολύ νωρίς το πού θα τις τοποθετήσει, ελέω φύλου, ταξικού προσήμου και καταγωγής. Το επιμύθιο πάντως σε επίπεδο προσώπων είναι σχετικά αισιόδοξο, ακόμη και υπό το πρίσμα της πινελιάς που προσθέτει η τελική λήψη.

Δυνατό σημείο αποτελούν και οι ερμηνείες, με την Exarchopoulos να επιβεβαιώνει αναμενόμενα με τη χειμαρρώδη και άκρως αφοσιωμένη παρουσία της για μια ακόμη φορά το πολύ καλό όνομα που έχει καθιερώσει με τις επιλογές της σε ρόλους. Όμως η πραγματική αποκάλυψη είναι η Sally Drame, που κατορθώνει να βγάλει προς τα έξω τόσο μια απροσποίητη παιδικότητα όσο και μια πιο υποψιασμένη πλευρά, όντας υποδυόμενη μια ηρωίδα που ετοιμάζεται να μάθει για το πώς λειτουργεί το περιβάλλον γύρω της, εκτός της οικογενειακής «φούσκας». Ξεχωριστή αναφορά αξίζει και η Δάφνη Πατακιά σε μικρό ρόλο, αν μη τι άλλο γιατί λόγω της ενέργειάς της καταφέρνει να είναι εξαιρετικά αξιομνημόνευτη στις λίγες σκηνές της.

Υπάρχουν κάποια φάουλ που αφορούν μερικές στοχευμένες εκπτώσεις από το σινεφίλ ύφος που επιλέγεται, κυρίως μέσω της απόφασης να υπάρξει ενός είδους κορύφωση όσο πλησιάζει ο επίλογος έτσι ώστε η δομή της δραματουργίας να είναι κάπως πιο παραδοσιακή. Δεν είναι όμως τόσο σοβαρά για να ακυρώσουν και μια σκηνοθετική οπτική που έχει άποψη και μια σειρά νοημάτων που έχουν ουσιαστική αξία. Πρόκειται για μια καταγραφή με αυθεντικά φεμινιστικό βλέμμα, με πολλές πτυχές και που εμβαθύνει με επιτυχία και στην ψυχολογία πέραν της κοινωνιολογικής διάστασης.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

9 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *