Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στο Παρίσι, ένας θίασος νεαρών ηθοποιών έχει μόλις κερδίσει μια θέση στο Les Amandiers, μια επιφανή θεατρική σχολή όπου βρίσκεται επικεφαλής ο Πατρίς Σερό. Ξεκινούν τη νέα τους ζωή και τα πρώτα βήματα της καριέρας τους. Στην πορεία θα αποκτήσουν γνώσεις, θα αναλάβουν δράση, θα αγαπήσουν, θα νιώσουν φόβο, και θα ζήσουν στα άκρα -μόνο που θα βιώσουν επίσης και την πρώτη τους τραγική εμπειρία.

Σκηνοθεσία:

Valeria Bruni Tedeschi

Κύριοι Ρόλοι:

Nadia Tereszkiewicz … Stella

Sofiane Bennacer … Etienne

Louis Garrel … Patrice Chereau

Micha Lescot … Pierre Romans

Clara Bretheau … Adele

Vassili Schneider … Victor

Eva Danino … Claire

Oscar Lesage … Stephane

Suzanne Lindon … η σερβιτόρα

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Valeria Bruni Tedeschi, Noemie Lvovsky, Agnes de Sacy

Παραγωγή: Alexandra Henochsberg, Patrick Sobelman

Φωτογραφία: Julien Poupard

Μοντάζ: Anne Weil

Σκηνικά: Emmanuelle Duplay

Κοστούμια: Caroline de Vivaise

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Les Amandiers
  • Ελληνικός Τίτλος: Για Πάντα Νέοι
  • Διεθνής Τίτλος: Forever Young
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Almond Tree

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
  • Βραβείο υποσχόμενης ηθοποιού (Nadia Tereszkiewicz) στα Cesar. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, δεύτερο0 αντρικό ρόλο (Micha Lescot), σενάριο, φωτογραφία, σκηνικά και κοστούμια.

Παραλειπόμενα

  • Πρόκειται για ημι-αυτοβιογραφία της Valeria Bruni Tedeschi, μια και είχε την ευκαιρία να φοιτήσει σε νεαρή ηλικία στη θρυλική σχολή του Patrice Chereau.  Ανάμεσα στους μαθητές που ανέδειξε η σχολή ήταν και οι: Agnes Jaoui, Vincent Perez, Thibault de Montalembert, Marianne Denicourt, Bruno Todeschini, Isabelle Renauld, Eva Ionesco, Laurent Grevill, Helene de Saint-Pere και Bernard Nissile.
  • Η ταινία σημαδεύτηκε αρνητικά από τις κατηγορίες κατά του νεαρού συμπρωταγωνιστή Sofiane Bennacer για σωρεία σεξουαλικών εγκλημάτων κατά αρκετών γυναικών. Οι γυναίκες αυτές κατηγόρησαν ευθέως και τη σκηνοθέτιδα ότι τηρούσε ένα είδους ομερτά στο πλατό των γυρισμάτων, γνωρίζοντας ήδη τις φήμες γύρω από τον ηθοποιό. Πολλές γαλλικές αίθουσες επέλεξαν να μην προβάλουν την ταινία, καταδικάζοντας τη σε εμπορική αποτυχία, ενώ και τα Cesar απέσυραν το όνομα του από τη λίστα των υποσχόμενων ηθοποιών.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 6/4/2024

Είναι μεν ημι-αυτοβιογραφική η νέα ταινία της Valeria Bruni Tedeschi, κάτι που φαίνεται και από τον παλμό αρκετών σκηνών που εκπέμπουν αυθεντικότητα ακόμη και όταν μοιάζουν «τραβηγμένες», αλλά το βάθος της πάει μέχρι το σημείο μιας απλής εξιστόρησης, δεν φτάνει στην ψυχολογική ρίζα των όσων βασανίζουν τους ήρωες, ίσως και γιατί η πρόθεση είναι οι έντονες δραματικές στιγμές να μην «πνίγουν» την πιο ανάλαφρη πλευρά του συνόλου. Και όσο παρασέρνει η ενέργεια των δρώμενων και η σχεδόν συνεχής εναλλαγή από τη χαρά στη λύπη και τούμπαλιν, δεν γίνεται να προσπεραστεί και μια αφέλεια που «γειώνει» τις πιο σοβαρές διαστάσεις της πλοκής.

Η ελευθεριακή προσέγγιση της συντριπτικής πλειοψηφίας των χαρακτήρων γύρω από τον έρωτα αλλά και όσον αφορά τη γενικότερη στάση ζωής τους σίγουρα παραπέμπει εσκεμμένα στις μεγάλες στιγμές της Νουβέλ Βαγκ, αλλά περισσότερο ως αισθητική, όχι ως φιλοσοφία. Οι νεαροί σπουδαστές (και όχι μόνο αυτοί) φτιάχνουν τους δικούς τους κανόνες πέρα από το πλαίσιο της κοινωνίας στην οποία ζουν όχι για αμφισβήτηση, αλλά για να απολαύσουν όσο το δυνατόν περισσότερες εμπειρίες γίνεται, κάτι απολύτως λογικό για την ηλικία τους που δεν κρύβει στην πραγματικότητα μπουρζουάδικες ατραπούς. Αυτή η αντιμετώπιση αντικατοπτρίζει και τη γενικότερη αίσθηση του φιλμ, ως μια συλλογή ζωηρών στιγμιότυπων που λειτουργούν σαν γλυκόπικρες αναμνήσεις μιας εποχής διαφορετικής από τη σημερινή, όχι σαν μια τοποθέτηση επάνω σε ποικιλία ζητημάτων που θίγονται και ουσιαστικά έχουν περιφερειακό ρόλο, από την αποτύπωση του τότε αρχικού πανικού για το AIDS μέχρι τις οικονομικές ανισότητες εντός Γαλλίας σε μια περίοδο που η κυβέρνηση Mitterand αυστηροποιούσε τη δημοσιονομική της πολιτική. Από την άλλη βέβαια προκύπτουν και κάποια ζητηματάκια σχετικά με την καταγραφή καταστάσεων που ήταν πιο συνηθισμένες μερικές δεκαετίες πιο πίσω, όπως για παράδειγμα με τις σχέσεις ανάμεσα σε καθηγητές και φοιτητές που είχαν μια δυναμική εξουσιαστή κι εξουσιαζόμενου σε πολλά επίπεδα, οι οποίες σαν να μη γίνονται ξεκάθαρα καταδικαστέες από το κείμενο…

Η Tedeschi έχει στα χέρια της ένα ιδιαίτερα δυνατό καστ που αξιοποιεί αναλόγως. Ο Patrice Chereau του Louis Garrel είναι όσο εκρηκτικός και πληθωρικός θα ανέμενε κανείς από μια προσέγγιση ενός «τρομερού παιδιού» του γαλλικού σινεμά γύρω από μια προσωπικότητα με ειδικό βάρος για τον πολιτισμό της Ευρώπης κατά το τέλος του εικοστού αιώνα. Ο Noham Edje προσφέρει μια διαπεραστική μελαγχολία που αποδεικνύεται πολύτιμη για το επίκεντρο της νοηματικής. Αλλά αυτή που κλέβει την παράσταση είναι η Nadia Tereszkiewicz, που μέσα από την παρορμητικότητα του ρόλου της, η οποία της δίνει πολλές ευκαιρίες για υπερβατικές στιγμές στο συναισθηματικό πεδίο που τις εκμεταλλεύεται στο έπακρο, είναι σαν να συνοψίζει το πνεύμα που επικρατεί, καταφέρνοντας να κάνει τον σεναριακό ιστό να περιστρέφεται γύρω από τον δυναμισμό και την ευαλωτότητά της.

Δεν μπορεί κάποιος να πει πως το «Για Πάντα Νέοι» δεν παρακολουθείται με ενδιαφέρον και πως δεν διαθέτει μερικές στιγμές που «χτυπάνε φλέβα», όμως κάτι λείπει από την εξίσωση για να αποτελέσει μια ιστορία ενηλικίωσης που όντως θα αφήσει μια υπολογίσιμη παρακαταθήκη για το είδος της όπως πιθανώς θα επιθυμούσε η Tedeschi. Σαν εμπειρία θέασης πάντως έχει αρετές που κρατάνε το βλέμμα προσηλωμένο στην οθόνη.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

9 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *