Δεκαετία του 1930. Ο Πιραντέλλο πέθανε αφήνοντας ακριβείς οδηγίες: ούτε κηδεία, ούτε γιορτή. Τελικά έγιναν τρεις κηδείες. Η ταινία αφηγείται την ιστορία του περιπετειώδους ταξιδιού της τέφρας του Πιραντέλλο από τη Ρώμη στο Αγκριτζέντο, ανάμεσα σε ατυχήματα, συναντήσεις και οράματα.

Σκηνοθεσία:

Paolo Taviani

Κύριοι Ρόλοι:

Fabrizio Ferracane … ο εκπρόσωπος

Matteo Pittiruti … Bastianeddu

Dania Marino … Betty

Martina Catalfamo … Lietta Pirandello

Claudio Bigagli … επίσκοπος

Nathalie Rapti Gomez … όμορφη γυναίκα

Biagio Barone … Δον Biagio

Achille Marciano … Stefano Pirandello

Michael Schermi … Nick

Roberto Herlitzka … Luigi Pirandello (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Paolo Taviani

Παραγωγή: Donatella Palermo

Μουσική: Nicola Piovani

Φωτογραφία: Paolo Carnera, Simone Zampagni

Μοντάζ: Roberto Perpignani

Σκηνικά: Emita Frigato

Κοστούμια: Lina Nerli Taviani

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Leonora Addio
  • Ελληνικός Τίτλος: Λεονόρα Αντίο

Σεναριακή Πηγή

  • Διήγημα: Il Chiodo του Luigi Pirandello.

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου. Βραβείο FIPRESCI.

Παραλειπόμενα

  • Πρώτη φορά που ο Paolo Taviani σκηνοθετεί ταινία δίχως τον αδελφό του. Και φυσικά είναι αφιερωμένη στον Vittorio Taviani, που το 2018 έφυγε από τη ζωή.
  • Το σχέδιο αυτό το είχαν αρχικά επεξεργαστεί οι αδελφοί Taviani την εποχή που είχαν κάνει το Χάος (1984), ως μια πολύ ελεύθερη μεταφορά του Leonora Addio του Luigi Pirandello. Λόγω οικονομικών δυσκολιών, δεν είχαν καταφέρει να το βάλουν μπρος. Το σενάριο εδώ προέκυψε από ένα κομμάτι από όσα είχαν τότε ετοιμάσει, ενώ παρέμεινε και ο τίτλος παρότι από το συγκεκριμένο έργο του Pirandello δεν υπάρχει κάτι επί αυτής της ταινίας. Επίσης, το δεύτερο κεφάλαιο (αυτό που αφορά τις ΗΠΑ) είναι διασκευή του έσχατου έργου του Pirandello, με τίτλο Το Καρφί.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 10/11/2022

Από την αφιέρωση στο ξεκίνημα, καταλαβαίνει κανείς ότι το εν λόγω φιλμ έχει μια έντονα προσωπικού χαρακτήρα αξία για τον Paolo Taviani, που αποφασίζει να επισκεφτεί και να διασκευάσει κινηματογραφικά τον Pirandello για τρίτη φορά, τώρα πια όμως χωρίς τον αδερφό του δίπλα του. Το τελικό αποτέλεσμα έχει κάποιες αδυναμίες που το εμποδίζουν από το να σταθεί ισάξια στην ίδια θέση του βάθρου με δημιουργίες όπως το «Πατέρας Αφέντης», συγκινεί όμως για τη ματιά του κυρίως γύρω από το θέμα του περάσματος του χρόνου.

Η δομή του «Λεονόρα Αντίο» είναι υπερβολικά χαλαρή, ενίοτε φλερτάρει ακόμη και με το ντοκιμαντέρ ή το φιλμικό δοκίμιο. Διαθέτει τους ρυθμούς που θα περίμενε κανείς από έναν σκηνοθέτη χορτασμένο από τη ζωή και την καλλιτεχνική αναγνώριση, που φυσικά δεν νιώθει πια καμιά ανάγκη ν’ αποδείξει τίποτα σε κανέναν, που πλέον απλά σταματάει και αφουκγράζεται παρελθοντικά του βιώματα και πνευματικές του κατακτήσεις, αποτίοντας παράλληλα φόρο τιμής σε δύο προσωπικότητες που ανέκαθεν θαύμαζε. Ένα μοτίβο που επανέρχεται έντονα εδώ, και υπήρχε και στο παρελθόν στο έργο των δύο αδερφιών, είναι οι τεμνόμενοι κύκλοι της ιταλικότητας και της αμερικανικότητας, είτε αφορούν την περίφημη παρεμβατικότητα των ΗΠΑ στα πολιτικά πράγματα της χώρας τους που θίγεται κι εδώ, είτε τη φυγή των συμπατριωτών τους προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Κοιτάζοντας πίσω, ίσως ο Paolo να φτάνει στο συμπέρασμα ότι, σε πολιτικό επίπεδο, αυτή η πολυσυζητημένη αλληλεπίδραση να άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στον ίδιο σαν σκηνοθέτη. Κάποιες πινελιές που εντείνουν αυτό το συμπέρασμα είναι η παράθεση αποσπασμάτων από το κλασικό «Αυτοί που Έμειναν Ζωντανοί» του Roberto Rossellini, καθώς και κάποιες δηλητηριώδεις βολές κατά του Alcide De Gasperi, θεμελιωτή της χριστιανοδημοκρατίας στην Ιταλία.

Ωστόσο αυτό που προκύπτει δεν είναι τόσο μια ταινία νοημάτων, αλλά μια ταινία συναισθημάτων. Μια μελαγχολία για τον θάνατο που «χτυπάει την πόρτα», μια νοσταλγία για μια Ιταλία που χτίστηκε μεν πάνω σε σαθρά θεμέλια, αλλά είχε μια γοητεία που πλέον έχει χαθεί, ένας θαυμασμός για μια πολιτιστική κληρονομιά με τέτοια σημασία και αυτονομία που δεν μπόρεσε να σπιλωθεί ούτε ακόμη και από τη σύνδεσή της με τον μουσολινικό φασισμό. Οι χαρακτήρες είναι σαν σκιές, αδιόρατοι, μέσα στην ευρύτερη γκραβούρα της σύγχρονης ιταλικής ιστορίας που διαγράφεται. Μέσα σε όλα, και μια γήινη αίσθηση του χιούμορ που ελαφρύνει το κλίμα και η οποία προστίθεται με πολλή αγάπη από τον Taviani για τον λαό του οποίου είναι και ο ίδιος μέρος. Γι’ αυτό και με όλη την ιδιαιτερότητα των κωδικών του, το «Λεονόρα Αντίο» είναι στον πυρήνα του ένα φιλμ άκρως προσβάσιμο και οικείο.

Κατασκευαστικά μπορεί να εντοπίσει κανείς «φάουλ» που μειώνουν κάπως την όλη μαγεία (παρατηρούνται κάποια εφέ που, αντικειμενικά, είναι κακοφτιαγμένα), αν και το να σταθεί κάποιος σε αυτά μάλλον θα ήταν μια μίζερη αντιμετώπιση. Γιατί τα ψήγματα μεγαλείου που βρίσκονται σκορπισμένα εδώ κι εκεί είναι αυθεντικά «ταβιανικά», και δείχνουν έναν κινηματογραφιστή που βρίσκεται ακόμη σε επαφή με τον ποιητή μέσα του, και αυτό είναι αρκετό για να παραδεχτεί κανείς την καρδιά του όλου εγχειρήματος, παρά τα στραβοπατήματα. Πάντως, για να λέγονται όλα, η εικόνα εδώ έχει μεγαλύτερη δύναμη όταν είναι ασπρόμαυρη, στις έγχρωμες σκηνές κάτι χάνεται στη «μετάφραση». Πολύτιμη γι’ άλλη μια φορά και η δουλειά του Nicola Piovani στη μουσική, που προσθέτει αρκετούς πόντους δέους στο σύνολο.

Στον επίλογο αποκομίζεται η αίσθηση πως ο σπουδαίος δημιουργός σαν να λέει ένα οριστικό «αντίο» στο κοινό του. Είτε αποφασίσει να αποσυρθεί είτε μιλήσει και άλλες φορές μέσω της τέχνης που υπηρετεί, με το νέο του αυτό πόνημα κατάφερε έτσι και αλλιώς να ολοκληρώσει κάτι εξαιρετικά προσωπικό, με μια δυναμική που το καθιστά παράλληλα μαζικό, χωρίς να καταφεύγει στον λαϊκισμό. Όσα του λείπουν σε συνοχή, τα έχει σε ποσότητα πάθους.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *