Η Μάρα, μια τριαντάχρονη ανύπαντρη μητέρα από τη Ρουμανία, εργάζεται στις ΗΠΑ σαν αποκλειστική νοσοκόμα με προσωρινή βίζα. Θέλοντας να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τον γιο της, παντρεύεται τον ασθενή της, Ντάνιελ, λίγο πριν λήξει η άδεια παραμονής της.
Σκηνοθεσία:
Ioana Uricaru
Κύριοι Ρόλοι:
Malina Manovici … Mara
Dylan Smith … Daniel
Steve Bacic … Moji
Milan Hurduc … Dragos
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ioana Uricaru, Tatiana Ionascu
Παραγωγή: Eike Goreczka, Christoph Kukula, Yanick Letourneau, Cristian Mungiu
Μουσική: Olivier Alary
Φωτογραφία: Friede Clausz
Μοντάζ: Mircea Olteanu
Σκηνικά: Sylvain Lemaitre
Κοστούμια: Dana Paparuz, Jenn Pocobene
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Lemonade
- Ελληνικός Τίτλος: Αμερικανικό Όνειρο
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη στα Gopo, τα εθνικά βραβεία της Ρουμανίας.
- Βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Σαράγιεβο.
Παραλειπόμενα
- Είχε συμμετοχή σε μια ταινία ανθολογία το 2009, αλλά στην ουσία εδώ κάνει το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της η Ioana Uricaru.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 2/10/2019
Όλο και πιο επίκαιρο και φλέγον καθίσταται το θέμα της μετανάστευσης όσο προχωρούμε βαθύτερα μέσα στον 21ο αιώνα. Η ταινία της Ioana Uricaru αποτελεί ακόμη μία προσθήκη στον κινηματογραφικό διάλογο που έχει αναπτυχθεί διαχρονικά γύρω από αυτό το ζήτημα, η οποία δεν διστάζει να φέρει τον θεατή πρόσωπο με πρόσωπο με δυσάρεστα συναισθήματα και δύσκολα ερωτήματα. Μέσα σε κάτι λιγότερο από μιάμιση ώρα παρελαύνουν τόσο μια συγκροτημένη επιχειρηματολογία, όσο και μια αναλυτική παρουσίαση της εμπειρίας του μετανάστη στις ΗΠΑ (αλλά και εν γένει) από μια γυναικεία και μη προνομιούχα οπτική, η οποία συμπεριλαμβάνει όσες περισσότερες παραμέτρους γίνεται: από ένα τραπεζικό σύστημα που βάζει εμπόδια σε όποιον επιθυμεί να ξεκινήσει μια νέα ζωή εκεί, μέχρι μια κοινωνία που μοιάζει να καθρεφτίζεται όλο και περισσότερο στο πακέτο των πολιτικών Trump. Όλα αυτά με μια κινηματογράφηση ξεκάθαρα ρουμάνικη σε ιδιοσυγκρασία, δημιουργώντας μια εκπληκτικά εύστοχη αντίθεση μεταξύ των ανοιχτών, μεγαλόπνοων αμερικάνικων (στην πραγματικότητα καναδέζικων) αστικών τοπίων και του κλειστοφοβικού καδραρίσματος που συνήθως ακολουθεί από μικρή απόσταση τους ήρωες. Η δε σκηνοθέτιδα αποδεικνύει πολλάκις την ικανότητά της να διαχειρίζεται την ένταση των σχετικών σκηνών του φιλμ της, φανερή ή υποδόρια, με έναν τρόπο ξεκάθαρα δικό της, ο οποίος όμως παραπέμπει ελαφρώς και στη σχολή που ανεπίσημα ίδρυσε ο Mungiu μετά το «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες & 2 Μέρες».
Η θεώρηση του σεναρίου είναι συνειδητοποιημένα φεμινιστική και όχι οικειοποιούμενη αυτό το χαρακτηριστικό με τον άτσαλο διδακτισμό που συχνά διατρέχει την αντίστοιχη χολιγουντιανή μεταχείριση αυτού του γνωρίσματος στη μετά #MeToo εποχή. Αν μπορεί κάποιος να ψέξει το σύνολο για κάτι, η αλήθεια είναι πως υπάρχουν στοιχεία που σηκώνουν ενστάσεις. Για παράδειγμα, η σύντομη διάρκεια, αν και δείχνει αξιοπρόσεκτη αφηγηματική οικονομία, ταυτόχρονα αποτρέπει τον προβληματισμό που εκτίθεται από το να αναπτύξει τον σκελετό μιας πραγματικά σπουδαίας κινηματογραφικής δημιουργίας γύρω από το υπό εξέταση αντικείμενο. Ταυτόχρονα υπάρχουν κάποιες σεναριακές ευκολίες (π.χ. η συμπατριώτισσα φίλη της πρωταγωνίστριας), όχι τόσο άγαρμπες ώστε να καταδικάζουν το τελικό αποτέλεσμα, σίγουρα όμως αρκούντως ενοχλητικές για να κάνουν κάποια ζημιά. Το ισοζύγιο πάντως είναι σίγουρα θετικό.
Ενίοτε υπάρχει και απογείωση προς το εξαιρετικό (η σκηνή στο αυτοκίνητο συντρίβει συναισθηματικά), έστω κι αν αυτή δεν ακολουθείται πάντοτε από μια αξιοποίηση τέτοια ώστε το επίπεδο να διατηρηθεί σε ακριβώς αυτά τα ύψη. Είναι επίσης ολοφάνερο πως η Uricaru έχει επηρεαστεί από το υπέρμετρα ρεαλιστικό ύφος των Dardenne, προσαρμόζοντάς το συνάμα στα μέτρα και στα δεδομένα του στιλ κινηματογράφησης της πατρίδας της, το οποίο ακολουθεί με συνέπεια, παράγοντας έτσι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κράμα.
Ερμηνευτικά, το «Αμερικανικό Όνειρο» ευτυχεί από άποψη πρωταγωνίστριας, μιας και η κατά τα άλλα όχι ιδιαίτερα έμπειρη Malina Manovici καταφέρνει με σεμνότητα και χαμηλόφωνη αποτελεσματικότητα να σηκώσει στους ώμους της την ηρωίδα της, και να παραδώσει ένα μεστό πορτραίτο. Οι συναισθηματικές διακυμάνσεις της διακρίνονται από μια λεπτότητα και μια οξυδέρκεια που, κακά τα ψέματα, μπορεί να βρει κανείς περισσότερο στην Ευρώπη από οπουδήποτε αλλού. Ακόμη κι όταν η ιστορία ανά σημεία δεν είναι τόσο στιβαρή όσο θα όφειλε, η Manovici σταθερά σκιαγραφεί έναν χαρακτήρα αδιαμφισβήτητα καλογραμμένο εκ μέρους του διδύμου που υπογράφει το σενάριο, που όμως μπορεί να μην άφηνε ένα εξίσου ισχυρό στίγμα αν δεν υπήρχε η τόσο δυναμική συμβολή της.
Τελικά η γεύση που μένει στο στόμα είναι άκρως πικρή, όπως ακριβώς πρέπει, μιας και το φινάλε ερμηνεύεται ως μια κίνηση απόγνωσης εκ μέρους της ηρωίδας που ενδέχεται να φέρει νέα αδιέξοδα, μια κατάσταση που συμβολίζει και το τέλμα στο οποίο βρίσκεται ο φάκελος «μετανάστευση» σε παγκόσμιο επίπεδο. Και όλα αυτά χωρίς διδακτισμό ή μια μεταχείριση του υλικού που να βρωμάει έστω και λίγο συναισθηματική χειραγώγηση. Εν ολίγοις, ένα δυνατό σφηνάκι αλήθειας, που θα εκτιμηθεί ιδιαίτερα από όσους προτιμούν το σινεμά που παρακολουθούν να είναι ειλικρινές και γενναίο.
Βαθμολογία: