Ο Τζο ο Λεμονάδας είναι ένας όμορφος και καλός καουμπόης, που έχει αποκτήσει το παρατσούκλι του από το αγαπημένο του ποτό, τη λεμονάδα, αφού δεν πίνει κανένα άλλο ποτό και δεν αγγίζει ποτέ το αλκοόλ. Ο Τζο νικάει πάντα τους παρανόμους και κλέβει τις καρδιές των γυναικών. Πίσω όμως από τη φήμη του κρύβεται ένα μυστικό…

Σκηνοθεσία:

Oldrich Lipsky

Κύριοι Ρόλοι:

Karel Fiala … Lemonade Joe

Rudolf Deyl … Dough Badman

Milos Kopecky … Horac ‘Hogofogo’ Badman

Kveta Fialova … Tornado Lou

Olga Schoberova … Winnifred Goodman

Bohus Zahorsky … Ezra Goodman

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Oldrich Lipsky, Jiri Brdecka

Παραγωγή: Jaroslav Jilovec

Μουσική: Vlastimil Hala, Jan Rychlik

Φωτογραφία: Vladimir Novotny

Μοντάζ: Miroslav Hajek, Jitka Sulcova

Σκηνικά: Karel Skvor

Κοστούμια: Jiri Brdecka, Fernand Vacha

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Limonadovy Joe Aneb Konska Opera
  • Ελληνικός Τίτλος: Τζο ο Τρομοκράτης [αυθεντικός]
  • Διεθνής Τίτλος: Lemonade Joe
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Limonadovy Joe
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Lemonade Joe or Horse Opera
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Τζο ο Λεμονάδας [επανέκδοσης]
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Joe ο Λεμονάδας [επανέκδοσης]

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα & Θεατρικό: Limonadovy Joe του Jiri Brdecka.

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
  • Επίσημη πρόταση της Τσεχοσλοβακίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Παραλειπόμενα

  • Μια παρωδία του τσεχικού νέου κύματος επί των κλισέ των αμερικανικών γουέστερν (ειδικά των βωβών). Πλάι σε αυτό, σατιρίζει όλο τον δυτικό τρόπο ζωής και τον πολιτιστικό της ιμπεριαλισμό. Συζήτηση όμως έχει ανοιχτεί περί του πόσο σοβαρά πράττει η ταινία με σοβαρότητα κάτι τέτοιο, με αναλύσεις να εξηγούν ότι είναι και ο κομμουνισμός παράλληλα στο στόχαστρο.
  • Η Kolaloka της ταινίας είναι φυσικά μια αναφορά σε ένα από τα σύμβολα του καπιταλισμού, την Coca-Cola. Στην αυθεντική εκδοχή ήταν πιο ξεκάθαρο, μια κι εκεί το ποτό ονομάζονταν Kolakoka.
  • Το αμερικανικό γουέστερν τύχαινε δημοφιλίας στη χώρα ήδη από την ίδρυση της Πρώτης Δημοκρατίας της Τσεχοσλοβακίας το 1918, κάτι που διατηρήθηκε μέχρι την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Την περίοδο όμως της γερμανικής κατοχής και εν συνεχεία του ελέγχου από τη σταλινική Ρωσίας, το γουέστερν έγινε απαγορευμένο είδος. Αυτό άλλαξε κατά την άνοδο του Χρουστσόφ και την αποσταλινοποίηση του 1960, με τα αμερικανικά γουέστερν να επιστρέφουν στις τσεχικές αίθουσες. Ο σατιρικός συγγραφέας Jiri Brdecka τύχαινε λάτρης τους, έχοντας γράψει εκτός από βιβλία, θεατρικά και σενάρια, μια σειρά βιβλίων που απομυθοποιούσε την κατεστημένη εικόνα που υπήρχε για την Άγρια Δύση. Τον Λεμονάδα είχε καταφέρει να τον ανεβάσει στο σανίδι το 1946, συναντώντας ιδιαίτερη επιτυχία. Η επιτυχία αυτή επέφερε τρεις ταινίες κινουμένων σχεδίων: το μικρού μήκους  αμερικανικό stop-motion Song of the Prairie (όπου ακούγεται για πρώτη φορά το ομώνυμο τραγούδι του Λεμονάδα), το γιουγκοσλαβικό Cowboy Jimmie και το πολωνικό Maly Western. Με την επάνοδο των γουέστερν στην Τσεχοσλοβακία, ήταν πλέον θέμα χρόνου η κινηματογραφική του μεταφορά.
  • Όλη η Στέτσον Σίτι κατασκευάστηκε εντός των στούντιο Barrandov της Πράγας.
  • Διαμορφώνοντας το ύφος του φιλμ, ο Oldrich Lipsky πήρε σχεδόν όλα του τα δάνεια από τον βωβό κινηματογράφο και τα κινούμενα σχέδια (ακόμα κι από τα Looney Tunes).
  • Η ταινία έσπασε το εμπάργκο της Κούβας στα γουέστερν, όντας η πρώτη του είδους που είχε κυκλοφορήσει μετά το 1961.
  • Αυτή ήταν η πρώτη ταινία που πρότεινε ποτέ για το ξενόγλωσσο Όσκαρ η Τσεχοσλοβακία.
  • Υπήρξε η πιο εμπορική επιτυχία στην Τσεχοσλοβακία στη χρυσή για τη χώρα δεκαετία του 1960. Ακόμα και σήμερα απολαμβάνει ένα εικονικό στάτους, και παγκοσμίως θεωρείται cult δημιουργία.

Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης

Έκδοση Κειμένου: 4/3/2009

Ο Λεμονάδας είναι ταινία σταθμός στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κινηματογραφικής κουλτούρας και ο Oldrich Lipsky θεωρείται ένας από τους βασικούς αντιπροσώπους του Τσέχικου Νέου Κύματος. Θεμέλιος λίθος ενός από τα πιο ιδιαίτερα και χαρακτηριστικά κινηματογραφικά κινήματα παγκοσμίως, που αντλούσαν δυναμική και έμπνευση κυρίως από τα πολιτικά καθεστώτα, η ταινία τούτη έχει για δημιουργό της έναν από τους διαμορφωτές της τσέχικης Κινηματογραφικής σχολής, η οποία άνθησε την έκτη δεκαετία του περασμένου αιώνα.

Μία σχολή που περιλάμβανε ονόματα όπως του Milos Forman και Jaromil Jires και έργα όπως το Φωτιά… Πυροσβέστες και Το αστείο που αναφέρονταν κατά κύριο λόγο στα πολιτικά συστήματα, τα όρια της πολιτικής δράσης και τους περιορισμούς που αυτά θέτουν στην ανθρώπινη ζωή. Μία σχολή που γεννήθηκε μετά την εμφάνιση των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών κινημάτων (Νουβέλ Βαγκ και Ιταλικός Νεορεαλισμός), απέκτησε ισχυρά χαρακτηριστικά στοιχεία, υπέστη λογοκρισία και εξασθένησε αρκετά νωρίς, δίνοντας ελάχιστα δείγμα και στα τέλη της δεκαετίας του 80.

Ο Τζο είναι ένας καλόκαρδος καουμπόι, που αγαπάει τη λεμονάδα και μισεί το οινόπνευμα. Τα βάζει με τους παρανόμους και με το ποτό, είναι γοητευτικός και πάντα παρόν όταν τον χρειάζονται οι απροστάτευτες γυναίκες και οι ανήμποροι ηλικιωμένοι άντρες. Είναι όμορφος, συνεχώς χαμογελαστός και γεμάτος ζωή. Το μυστικό του όμως γρήγορα θα αποκαλυφθεί και θα μαθευτεί η πραγματική του ταυτότητα.

Η ταινία τούτη, πιο αποστασιοποιημένη πολιτικά αλλά με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κωμωδίας του τσέχικου σινεμά, σατιρίζει δίχως περιορισμούς το αμερικανικό γουέστερν, βάλλοντας και κατά του αμερικανικού καπιταλισμού όταν το θεωρεί αναγκαίο. Ο Oldrich Lipsky λάτρης της κωμωδίας και γνώστης της σάτιρας, την οποία υπηρέτησε σκληρά για χρόνια, ήξερε πώς να επεξεργαστεί μία τέτοια ταινία.

Παίζοντας χωρίς συμβιβασμούς με το χρώμα και το φωτισμό, δομεί ένα άρτιο γουέστερν στα πρότυπα του αμερικανικού κινηματογράφου, δουλεμένο στη λεπτομέρεια μέχρι το φινάλε. Το στήσιμο της κάμερας, η επιλογή των ηθοποιών, η προσαρμογή του σεναρίου παραπέμπουν ξεκάθαρα σε ταινίες πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η αμερικανική βιομηχανία για να ακμάσει και να εξελιχθεί. Ο Lipský δεν αφήνει ούτε ένα λεπτό να πάει χαμένο και σατιρίζει τα πάντα σε αυτό το σινεμά, ενώ κάνει και πλειάδα αναφορών στο βουβό κινηματογράφο και το μιούζικαλ, χρησιμοποιώντας έξυπνα οπτικά τεχνάσματα. Στοιχεία των κλασικών χολιγουντιανών παραγωγών εισβάλουν αυτούσια μέσα στη Λεμονάδα του, δίνοντας της έτσι μια αξεπέραστη γεύση.

Η ταινία αυτή λειτουργεί άψογα ως σατιρικό κινηματογραφικό προϊόν, όπως λειτούργησε και ως θεατρική σάτιρα, ενώ είναι σίγουρο ότι μπορεί να προκαλέσει και τηλεοπτικό ενδιαφέρον. Ο Τσέχος σκηνοθέτης, αναμιγνύοντας το χιούμορ με την πολιτική θεωρία και την κινηματογραφική πρακτική και εξαντλώντας την επαγγελματική του εμπειρία πάνω στη λατρεία του για το σινεμά, μας προσφέρει τελικά μία εξελίσημη και άκρως επιτυχημένη κινηματογραφική καρικατούρα, που απέχει αρκετά από την τελειότητα αλλά στέκεται ικανοποιητικά ως θέαμα. Το μόνο που οφείλουμε να προσάψουμε σε αυτή τη δημιουργία είναι τα σημάδια αναχρονισμού και η επανάληψη εικόνων και ιδεών μετά ορισμένου σημείου. Θεωρώ όμως ότι θα μπορούσε να σταθεί επάξια και σήμερα, επηρεάζοντας και πάλι την ευρωπαϊκή συνείδηση, όχι κατΑ ανάγκη την κινηματογραφική. Θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει μάθημα σε νέους δημιουργούς, για το πώς θα πρέπει κάποιος να χειριστεί το είδος της κινηματογραφικής παρωδίας. Γιατί παρακολουθώντας τη σημερινή εξευτελιστική της μορφή, συμπεραίνουμε ότι μάλλον το έχουν ανάγκή.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 30/6/2022

Δίδαξε η τότε Τσεχοσλοβακία μελλοντικούς μάστορες της παρωδίας σαν τον Mel Brooks και την ομάδα ZAZ; Βλέποντας κανείς τον παροξυσμικό χαρακτήρα του διασκεδαστικότατου φιλμ του Oldrich Lipsky, δεν θα ήταν παράλογο να φτάσει στο συγκεκριμένο συμπέρασμα.

Ταυτόχρονα, το γουέστερν αποδομείται και γελοιοποιείται με εξαιρετικά διεξοδικό τρόπο, αλλά το πλήθος των σχετικών σινεφίλ αναφορών είναι τέτοιο και η φόρμα τόσο καλά προσαρμοσμένη στις συμβάσεις του είδους που είναι σίγουρο ότι ο Lipsky, όσο και αν «πειράζει» την κινηματογραφική Άγρια Δύση, άλλο τόσο τη θαυμάζει. Σκηνοθετικά, ο ίδιος φαίνεται να έχει μελετήσει την πλειοψηφία των κλασικών, από τον Ford στον Hawks, τους οποίους περνάει μέσα από ένα παραμορφωτικό πρίσμα για κωμικούς σκοπούς. Μέσα σε μια μικρή σχετικά χρονική διάρκεια «βομβαρδίζει» τον θεατή με ιδέες, ατάκες και λεπτομέρειες που τη μία στιγμή έχουν ξεκάθαρα φαρσική επίγευση και την άλλη μπορεί να είναι μέχρι και διανοουμενίστικες. Μόνο όταν κάνει «κοιλιά» το χιούμορ, συνήθως όταν μπαίνει και το μιούζικαλ στοιχείο στην εξίσωση, φαίνεται να χάνεται και η κατά τα άλλα αξιοσημείωτη αίσθηση του ρυθμού που επικρατεί.

Φυσικά δεν γίνεται να μην αναφερθεί κάποιος στην πολιτική διάσταση του όλου μύθου, με το κεντρικό μήνυμα μάλλον να μην είναι απλά και μόνο αντικαπιταλιστικό, αλλά και αντιατλαντικό. Φαινομενικά, το εύρημα με τη λεμονάδα Κολαλόκα σατιρίζει τον καταναλωτισμό και την αμερικάνικη εμμονή του άσπιλου ήρωα, αλλά αυτή η ερμηνεία πρόκειται για ένα μόνο μέρος της μεγάλης εικόνας. Ίσως αυτά που θέλει να επικοινωνήσει το σενάριο να γίνονται πιο σαφή με την έμφαση στο ότι, με την αποχή από το αλκοόλ, το σημάδι των κατοίκων της Στέτσον Σίτι καλυτερεύει, άρα οι νεκροί αυξάνονται, όπως και ο τζίρος του ντόπιου νεκροθάφτη. Από την άλλη βέβαια, αν η αλληγορία είναι συνολική, τότε ο Lipsky πιο έμμεσα «τη λέει» και στο αντίστοιχο τότε καθεστώς της χώρας του, αν γίνει η υπόθεση πως το συμβολίζει με την κατάσταση πριν τον ερχομό του Joe. Πολύ σοφά, το ιδεολογικό κομμάτι, αν και σίγουρα σημαντικό, ποτέ δεν επισκιάζει την κωμική φύση του συνόλου, είναι το επιπρόσθετο δώρο για όποιον κάτσει να ερμηνεύσει από τα συμφραζόμενα. Και αν για κάποια λεπτά φαίνεται πως η πλοκή υποκύπτει στον πειρασμό μιας πιο παραδοσιακής διαδρομής και δραματουργικής δομής, έρχεται ένα εξωφρενικό φινάλε που επισφραγίζει με αξιοσημείωτη εντιμότητα το χαοτικό χιούμορ των όσων προηγήθηκαν.

Υπάρχουν και αστεία κάπως… πιο εσωτερικής κατανάλωσης ή που χάνονται στη μετάφραση, αλλά το γενικότερο κλίμα αναρχίας και κεφιού μεταδίδεται και με το παραπάνω, μεταξύ άλλων και χάρη στην πλειάδα οπτικών γκαγκ που αναπόφευκτα διεθνοποιούν την κωμωδία. Η αποτελεσματικότητα των αστείων οφείλεται και στους ερμηνευτές. Πρέπει να επισημανθεί και το εξαιρετικό κάστινγκ, ειδικά όσον αφορά την ταύτιση προσώπου με ρόλο. Αλλά το συγκεκριμένο πλεονέκτημα ίσως και να ήταν δώρον άδωρον αν δεν υπήρχε η αντίστοιχη υποστήριξη από τους ίδιους τους ηθοποιούς. Ο Karel Fiala διαθέτει ακριβώς την κατάλληλη αύρα ενός «καθαρού» πρωταγωνιστή που εκπέμπει θετικότητα από την αρχή μέχρι το τέλος, όμως είναι κυρίως μερικοί κρίσιμοι δευτεραγωνιστές που κάνουν τη διαφορά. Ξεχωρίζει η Kveta Fialova που εμποτίζει με υπόγεια ειρωνεία όλες τις επιτηδευμένα στερεοτυπικές πλευρές του χαρακτήρα της και, κυρίως, ο Milos Kopecky, που με μοναδική ευελιξία κατορθώνει να συνθέσει με τους μανιερισμούς του κάτι σαν μικρή διατριβή πάνω στα κλισέ του κακού στα γουέστερν.

Εν γένει, το «Τζο ο Λεμονάδας» περιέχει υπερβολικά πολλά στοιχεία που κάνουν γκελ για να το ξεγράψει κανείς ως μια μεμονωμένη περίπτωση καλτ φαινομένου, περιορισμένη στα σύνορα της χώρας παραγωγής της. Είναι αυτό το είδος παρωδίας που μπορεί να έχει γεράσει ανά σημεία, διαθέτει όμως μια τέτοια ευστροφία κι ενέργεια που βάζει σε διαδικασία για συγκρίσεις με το σήμερα του είδους, το οποίο, με εξαίρεση κάποιες εκλάμψεις μια στο τόσο, σίγουρα βρίσκεται σε παρακμή.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *