Ιούνιος, 1982: ο πρώτος πόλεμος στον Λίβανο. Ένα τανκ και μια διμοιρία στρατιωτών είναι προς αναζήτηση μιας εχθρικής πόλης που έχει ήδη βομβαρδιστεί από τις ισραηλινές δυνάμεις. Αυτή η απλή αποστολή όμως θα εξελιχθεί και θα καταλήξει σε παγίδα θανάτου. Τα τέσσερα μέλη του τανκ βρίσκονται σε μια βίαιη κατάσταση και δεν μπορούν να αντιδράσουν. Σε αυτό το χάος του πολέμου, κινητήριες δυνάμεις τους είναι ο φόβος και το ένστικτο της επιβίωσης. Οι τέσσερις στρατιώτες, που είναι ηλικίας μόλις 20 ετών, χάνουν την αθωότητά τους με τον πιο σκληρό τρόπο.
Σκηνοθεσία:
Samuel Maoz
Κύριοι Ρόλοι:
Oshri Cohen … Hertzel
Zohar Shtrauss … Gamil
Michael Moshonov … Yigal
Itay Tiran … Assi
Yoav Donat … Shmulik
Reymonde Amsallem … η λιβανέζα μητέρα
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Samuel Maoz
Παραγωγή: Anat Bikel, Leon Edery, Moshe Edery, Ilann Girard, Benjamina Mirnik, Uri Sabag, David Silber
Μουσική: Nicolas Becker, Benoit Delbecq
Φωτογραφία: Giora Bejach
Μοντάζ: Arik Lahav-Leibovich
Σκηνικά: Ariel Roshko
Κοστούμια: Hila Bargiel, Laura Sheim
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Lebanon
- Ελληνικός Τίτλος: Λίβανος
- Εναλλακτικός Τίτλος: Levanon
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Lebanon: The Soldier’s Journey [Μεγ. Βρετανία]
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο δεύτερου αντρικού ρόλου (Zohar Shtrauss), φωτογραφίας, σκηνικών και ήχου στα εθνικά βραβεία του Ισραήλ. Υποψήφιο σε ακόμα 6 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
- Βραβείο φωτογραφία και ευρωπαϊκής αποκάλυψης στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο και μοντάζ.
- Βραβείων ανθρωπίνων αξιών στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
- Χρυσός Λέοντας στο φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Μυθοπλαστικό ντεμπούτο για τον Samuel Maoz.
- Ο Samuel Maoz βάσισε το σενάριο σε προσωπικές του εμπειρίες από τον πόλεμο του 1982. Όπως ο ίδιος δήλωσε, χρειάστηκαν να περάσουν 25 χρόνια για να ξεπεράσει το σοκ και να γράψει το σενάριο, ενώ κάθε προηγούμενη απόπειρα έπεφτε σε κενό.
- Ο παραγωγός Uri Sabag έφυγε από τη ζωή κατά τη διάρκεια της παρασκευής του φιλμ, και η ταινία αφιερώθηκε σε αυτόν.
- Στη χώρα της, η ταινία έγινε το επίκεντρο έντονης αμφισβήτησης.
- Το φιλμ αποκρύφθηκε από το φεστιβάλ Βερολίνου και αυτό των Κανών, για να κερδίσει τη Βενετία όπου το αποδέχτηκε στο διαγωνιστικό του πρόγραμμα.
- Πρώτη ισραηλινή ταινία που κερδίζει τον Χρυσό Λέοντα της Βενετίας.
Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης
Έκδοση Κειμένου: 20/11/2009
Ταινία περισσότερο υψηλών προσδοκιών, παρά σκηνοθετικών πρωτοτυπιών και συνεχόμενων ψυχολογικών εντάσεων. Όταν έχεις μία πρωτότυπη κινηματογραφική ιδέα, οφείλεις να μπορείς να τη στηρίξεις. Από την ταινία του Samuel Maoz απουσιάζουν πολλά πράγματα που θα έπρεπε να αναδείξουν το πολεμικό σινεμά, ή την ιστορική καταγραφή, χωρίς ωστόσο αυτό να αφορίζει την προσπάθεια του. Ακόμα κι αν οι προθέσεις του δημιουργού εξαντλούνται στην ορθή αποτύπωση των ψυχολογικών μεταπτώσεων των στρατιωτών, τα αποθέματα ψυχικής τους δύναμης και την επιρροή που δέχονται στο άκουσμα των πολεμικών τυμπανοκρουσιών, τότε αποτυγχάνει για δεύτερη φορά, αρκούμενος απλά σε μία ανεκτή μετριότητα.
Η πρωτοτυπία αναφέρεται στο γεγονός ότι η ταινία είναι σκηνοθετημένη εξ ολοκλήρου μέσα σε ένα τανκ. Το οπτικό πεδίο περιορίζεται και ο σκηνοθέτης αποτυπώνει της αντιδράσεις των στρατιωτών στα εξωτερικά ερεθίσματα που δέχονται κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η μόνο επαφή με τον εξωτερικό χώρο και ταυτόχρονα το μέσο για να μεταφερθεί στο κοινό η επικρατούσα πολεμική κατάσταση είναι η διόπτρα και τα σκοπευτικά. Η επίκληση αυτής της τακτικής αποσκοπεί, κατά κύριο λόγο, στην ακριβέστερη αποτύπωση της αλληλεπίδρασης μεταξύ εξωτερικών εικόνων και των «εγκλωβισμένων» νεαρών στρατιωτών.
Συνεπώς, ο Maoz περιορίζεται σε συνεχή γκρο πλάνα και οπτικά ζουμ στα μάτια, στον ιδρώτα, στο αίμα και στις εκφράσεις των καταπονημένων προσώπων, που προσπαθούν να ανταπεξέλθουν μέσα σε μία αφόρητη, κλειστοφοβική, σκοτεινή ατμόσφαιρα, ενώ επιλέγεται και μία περιττή υπερπροβολή της στρατιωτικής ημιμάθειας των χαρακτήρων και της ανάδειξης των υγιών συναισθημάτων τους εν καιρώ πολέμου, για να διαπιστωθεί ότι πρόκειται για απλά θύματα των περιστάσεων. Απουσιάζει το ιστορικό ντοκουμέντο και όταν στην οθόνη περνάνε οι εικόνες ακρωτηριασμού, οι βομβαρδισμοί και η ένταση που επικρατεί εκτός του οχήματος, αισθάνεσαι σα να βρίσκεσαι μπροστά σε έναν εξομοιωτή πολέμου, ο οποίος σε εισάγει στη φρίκη των καταστάσεων, μέσα από την εναλλαγή των υποτιθέμενα σοκαριστικών βίντεο, που περιλαμβάνουν αιματοχυσίες και βίαιες συγκρούσεις, οι οποίες μοιάζουν επιτηδευμένα στημένες, στιλιζαρισμένες και προσεκτικά, για να μην πω προβοκατόρικα, επιλεγμένες. Η αληθοφάνεια περιορίζεται σε χαμηλά, αποδεκτά επίπεδα, απουσιάζει ο σαρκαστικός ρεαλισμός και αισθάνεσαι να βρίσκεσαι σε ένα παιχνίδι συνεχών εντυπώσεων. Υπάρχουν, όμως και σκηνές που ξεφεύγουν από το επιτηδευμένο οπτικό σύνολο, όπως για παράδειγμα εκείνη της νυχτερινής λήψης στο φινάλε, σε συνδυασμό με την ανατολίτικη μουσική που αντηχεί στο παρασκήνιο και γεμίζει την εικόνα με την οσμή του θανάτου, το φόβο μίας επερχόμενης παρατεταμένης σύγκρουσης και τη λογική της συνολικής καταστροφής. Το ηχητικό κομμάτι του φιλμ, σαφώς και υποβοηθάει την μετάβαση στο κλειστοφοβικό σύμπαν των ηρώων, αφού οι εκκωφαντικοί ήχοι από τις εκτοξεύσεις των βλημάτων, τους πυροβολισμούς ακόμα και το άγγιγμα του προσώπου, το γέλιο και το δάκρυ που πέφτει, σε βάζουν αρκετά συχνά στο χορό της πολεμικής παράνοιας και στο παιχνίδι των λεπτών ισορροπιών.
Ναι, η ιδέα είναι πρωτότυπη και έχει ενδιαφέρον μέχρι την κορύφωσή της. Αισθάνεσαι, όμως, την σεναριακή αμηχανία διαρκώς, όπως επίσης και την προσπάθεια συναισθηματικού εκβιασμού, τις στιγμές που επιχειρείται να αναδειχτεί στο σημείο του δυνατού η αίσθηση του σωματικού και ψυχικού εγκλωβισμού αλλά και της προσωπικής απομόνωσης. Δυστυχώς, όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους, θα επικεντρωθείς ως επί το πλείστον στην αναφορά της επιλογής της σκηνοθετικής τακτικής.
Ο Maoz δεν προσφέρει ιστορικές απαντήσεις, ενώ αρνούμαι ακόμα να δεχτώ ότι κάνει ένα αμιγώς πολεμικό ή ψυχαναλυτικό σινεμά. Απλά περαιώνει μία κινηματογραφική προσπάθεια που χαρακτηρίζεται περισσότερο από την αυταρέσκεια του δημιουργού και την αίσθηση του δέους της πρωτοτυπίας.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 16/1/2010
Θα έλεγα «μπράβο» αν κάποιος Ευρωπαίος κατήγγειλε τον πόλεμο, μέσα από ένα από τα πιο βρώμικα δείγματα του, αυτόν που προβαίνει το Ισραήλ εδώ και δεκαετίες. Όταν, όμως, το κάνει ένας Ισραηλινός, τότε υποκλίνομαι και τον παραδέχομαι διπλά. Θέτει ως βασικούς ήρωες τέσσερις ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ο καθένας μας, και μέσα από τη δική τους ματιά κάνουμε μια βόλτα στη δική μας πιθανή θητεία σε έναΝ βρώμικο πόλεμο που δεν θα μπορούσαμε να αποφύγουμε. Βλέπουμε να μην υπολογίζουν άμαχους, να μη σέβονται την έννοια της ζωής σε κανένα της επίπεδο, να υποστηρίζουν παρακρατικούς, να μη σέβονται ούτε τη ζωή των αντρών τους. Βλέπουμε κι αυτό που από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες φάνταζε ως «περιστατικό», να είναι μια επίγεια κόλαση που οι διεθνείς οργανισμοί προσπέρασαν σαν να μην έγινε ποτέ…
Ας μη σταθούμε όμως μονάχα στο θεματικό κομμάτι, αν κι είναι αυτό που έχει απώτερη σημασία. Ο Maoz τα κινηματογραφεί όλα μέσα από τα σκοτάδια ενός τανκ. Κι όταν λέω όλα, όλα! Ένα κλειστοφοβικό σκηνικό που αναγάγει την απλή αντιπολεμική ταινία του σε σινεφιλικό γεγονός. Από μέσα η αγωνία των αντρών που δειλιάζουν ακόμα και να πυροβολήσουν, κι από έξω, με οπτική σαν από τηλεοπτικό δέκτη, η κατασπάραξη της αθωότητας τους, τα ανθρώπινα εγκλήματα, το χάος. Τα ηλιοτρόπια στην αρχή είναι όρθια. Στο φινάλε είναι πεσμένα. Αυτή είναι και η συνείδηση των τεσσάρων αντρών μετά από αυτό που ο αξιωματικός τους ονόμαζε «περίπατο». Δείτε το!
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 18/1/2010
Την τελευταία εικοσαετία βομβαρδιζόμαστε σχεδόν ανελέητα από πολεμικές ταινίες που προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή μας με συγκεκριμένες τεχνικές εντυπωσιασμού, τα περισσότερα και καλύτερα ειδικά εφέ, την πιο σέξι πρωταγωνίστρια, τον πιο παρανοϊκό ήρωα. Η κοκορομαχία αυτή καταλήγει σε δεκάδες αδιάφορες ταινίες που δεν διαφέρουν σε τίποτα μεταξύ τους. Ο Maoz επιλέγει εδώ να προσεγγίσει τον πόλεμο με ένα τρόπο εντελώς διαφορετικό, άρα εξ ορισμού μας δίνει μια ταινία σίγουρα πρωτότυπη. Στον κόσμο του δεν χωρούν οι γυναίκες, τα εφέ και οι κλισέ ήρωες.
Η πρωτοτυπία της ιδέας έγκειται στη σκηνοθεσία. Ολόκληρη η ταινία είναι γυρισμένη μέσα σε ένα τανκ, και η μόνη μας επαφή με τον έξω κόσμο περνάει μέσα από τα μάτια ενός σκοπευτή μέσα στο τανκ. Στο πρώτο μισάωρο, ο Maoz καταφέρνει να μας δώσει μερικά πανέμορφα και σκληρά πλάνα, και να μας κάνει να πιστέψουμε πως ξέρει πώς να διαχειριστεί την ιδέα του. Στη συνέχεια, όμως, μοιάζει να προσπαθεί περισσότερο να μας εντυπωσιάσει παρά να έχει κάτι να μας δείξει. Δίνει την αίσθηση πως πριν τα γυρίσματα είχε στον νου του κάτι συγκεκριμένον και ήταν τόσο ευχαριστημένος από αυτό που δεν θεώρησε απαραίτητο να μας δείξει κάτι πέρα από αυτό.
Έχουμε όλοι συνηθίσει στις πολεμικές ταινίες έντονους και διαφορετικούς χαρακτήρες, οι οποίοι συνήθως καταλήγουν κοινότυποι και βαρετοί. Εδώ το πρόβλημα είναι ακριβώς το αντίθετο. Χαρακτήρες δεν υπάρχουν πουθενά. Οι τέσσερις πρωταγωνιστές όχι απλά δεν έχουν ουσιώδεις διαφορές στις αντιδράσεις τους, αλλά δεν έχουν και τίποτα το ιδιαίτερο που να μας κάνει να τους ξεχωρίζουμε. Δεν ξέρω αν ο σκηνοθέτης με τον τρόπο αυτό ήθελε να αποφύγει τα κλισέ και την ηθικολογία, ό,τι κι αν ήθελε πάντως δεν το εξυπηρετεί η έλλειψη αυτή χαρακτήρων.
Πρόκειται για μια ταινία με εμφανή προβλήματα αλλά κι εμφανείς αρετές. Ο δημιουργός της μπορεί να εγκλωβίζεται και να χάνεται κάπου στην προσπάθεια του να μας δώσει ένα αριστούργημα, καταφέρνει όμως να αγγίξει και να προκαλέσει έντονα συναισθήματα στο κοινό του. Τελικά, αποτελεί μια αξιομνημόνευτη προσπάθεια και μια ταινία ολότελα διαφορετική απ’ αυτές που μας έχουν συνηθίσει.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 20/1/2010
Το πολεμικό οδοιπορικό ενός πληρώματος τανκ (μέσα στο τανκ) καθοδόν για μια τελική εκκαθάριση σε βομβαρδισμένη περιοχή… Δεν είναι περίεργο που η ταινία διακρίθηκε στη Βενετία. Αν και δράμα καταστάσεων χωρίς ιδιαίτερη ανάπτυξη ούτε σε κοινωνικές παραμέτρους ούτε σε εξέλιξη χαρακτήρων, κερδίζει τις εντυπώσεις χάρη σε μια δυνατή κινηματογραφική ιδέα: εκτός από τις σκηνές των διαλόγων μεταξύ τους και με τον επισκεπτόμενο αρχηγό της διμοιρίας, στα υπόλοιπα πλάνα ο φακός-στόχαστρο του πυροβόλου του άρματος, ταυτίζεται με τον φακό του σκηνοθέτη. Βλέπω, στοχεύω, σουτάρω, αντλώ πληροφορία, σκοτώνω… όλες οι σημασίες σε πολλαπλές ανακλάσεις, διαμορφώνονται τελικά σε μια ισχυρή δέσμη που απογειώνει (όσο γίνεται) το όλο αποτέλεσμα. Ένα ακόμη συν, το ότι οι ήρωες δεν είναι «βιομηχανοποιημένοι» στρατιώτες αλλά νεαροί στρατολογημένοι πολίτες που ο πόλεμος τους διαλύει ψυχολογικά.
Βαθμολογία: