Παρίσι, 1967. Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ γυρίζει την Κινέζα, πλάι στη γυναίκα που αγαπά, την Άννα Βιαζέμσκι, μια κοπέλα είκοσι χρόνια μικρότερη του. Είναι ευτυχισμένοι, όμορφοι, ερωτευμένοι. Αλλά η υποδοχή της ταινίας πυροδοτεί μια επεξεργασία αυτοαναζήτησης για τον Ζαν-Λικ. Τα γεγονότα του Μάη του 1968 θα ενισχύσουν αυτή τη διαδικασία, και την κρίση που έχει ταρακουνήσει τον μεγάλο δημιουργό. Βαθιά ριζωμένες αντιπαραθέσεις και παρεξηγήσεις θα τον αλλάξουν αμετάκλητα.
Σκηνοθεσία:
Michel Hazanavicius
Κύριοι Ρόλοι:
Louis Garrel … Jean-Luc Godard
Stacy Martin … Anne Wiazemsky
Berenice Bejo … Michele Rosier
Micha Lescot … Jean-Pierre Bamberger
Gregory Gadebois … Michel Cournot
Felix Kysyl … Jean-Pierre Gorin
Marc Fraize … Emile
Guido Caprino … Bernardo Bertolucci
Emmanuele Aita … Marco Ferreri
Matteo Martari … Marco Margine
Quentin Dolmaire … Paul
Philippe Girard … Jean Vilar
Romain Goupil … σινεφίλ αστυνομικός
Jean-Pierre Mocky … πελάτης εστιατορίου
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Michel Hazanavicius
Παραγωγή: Florence Gastaud, Michel Hazanavicius, Riad Sattouf
Φωτογραφία: Guillaume Schiffman
Μοντάζ: Anne-Sophie Bion, Michel Hazanavicius
Σκηνικά: Christian Marti
Κοστούμια: Sabrina Riccardi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Le Redoutable
- Ελληνικός Τίτλος: Γκοντάρ, Αγάπη μου.
- Διεθνής Τίτλος: Godard Mon Amour
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Redoubtable
Σεναριακή Πηγή
- Αυτοβιογραφία: Un An Apres της Anne Wiazemsky.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
- Υποψήφιο για σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Louis Garrel), σενάριο, φωτογραφία και σκηνικά στα Cesar.
Παραλειπόμενα
- Ο ίδιος ο Jean-Luc Godard αποκάλεσε την ταινία: «μια ανόητη, ανόητη ιδέα». Οι παραγωγοί παρόλα αυτά επέλεξαν αυτή τη δήλωση να τη βάλουν στην αφίσα.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 5/6/2018
Ευτυχώς εδώ δεν έχουμε ακόμη μια περίπτωση τυπικής βιογραφίας με στρογγύλεμα καταστάσεων και προσώπων, στεγνή περιγραφική ματιά και διάθεση αγιοποίησης. Ο Michel Hazanavicius, αν και απέχει σίγουρα αρκετά από το να χαρακτηριστεί πραγματικός δημιουργός, έχει δείξει με τις περισσότερες από τις προηγούμενες δουλειές του, ακόμη κι αν δεν έχει δώσει προς το παρόν μια μεγάλη ταινία, μια ευλυγισία στο ύφος του και μια ικανότητα να μιμείται άψογα κανόνες παλιότερων κινηματογραφικών στυλ (αυτό της κατασκοπικής περιπέτειας στο “OSS 117: Le Caire, Nid d`Espions” και στο σίκουελ που ακολούθησε κι εκείνο της βωβής σλάπστικ κωμωδίας στο “The Artist”), καθιστώντας ταυτόχρονα τους μανιερισμούς που υιοθετεί αναπόσπαστο κομμάτι της αφήγησής του.
Έτσι γίνεται κι εδώ: ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης χρησιμοποιεί παιχνιδιάρικα γκονταρικές τεχνικές με τον τρόπο που θα το έκανε ένας νεαρός σε ηλικία και κεφάτος σπουδαστής κινηματογράφου, αποτίοντας φόρο τιμής στον πιονέρο του Νέου Κύματος, επιτυγχάνοντας όμως παράλληλα και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό, να τοποθετήσει το θεατή πράγματι εντός του αισθητικού πλαισίου και της νοοτροπίας της εποχής στην οποία διαδραματίζεται το φιλμ, κάτι που δεν θα γινόταν με μια ακαδημαϊκή προσέγγιση που τυπικά αναπαριστά μια παλιότερη χρονικά περίοδο, όμως επί της ουσίας τοποθετείται με όρους του σήμερα γύρω από τη θεματολογία του, οδηγώντας έτσι σε έναν αναχρονισμό που αποστασιοποιεί το κοινό αντί να το εντάξει στο τότε που εκτυλίσσονται τα δρώμενα (ένα τρανταχτό παράδειγμα, παρά το θετικό ποιοτικό πρόσημο, αποτελεί το “The Imitation Game”).
Ένα από τα δυνατά χαρτιά του “Le Redoutable” είναι η σαρδόνια ενσάρκωση του τότε τρομερού παιδιού του γαλλικού σινεμά από το Louis Garrel, που είναι όσο σαρκαστική πρέπει (αν κι ενίοτε φλερτάρει με την καρικατούρα), εμπεριέχει όμως και μια υπόγεια μελαγχολία και πικρία χτίζοντας έτσι ένα ολοκληρωμένο πορτραίτο που έχει εκτόπισμα κόντρα στο χολιγουντιανό σκεπτικό της έννοιας αυτής. Ωστόσο επειδή η εστίαση γίνεται όπως είναι άλλωστε και λογικό στο πρόσωπό του, αυτό υπονομεύει την υπόσταση της Anne Wiazemsky μέσω της Stacy Martin (η οποία είναι ελαφρώς αδύναμη κι ερμηνευτικά) στο σενάριο που καταλήγει να λειτουργεί σχεδόν διακοσμητικά όσο κι αν σε κάποια στιγμιότυπα διαφαίνονται καθαρά κάποιες πτυχές του χαρακτήρα της, με αποτέλεσμα και η μελέτη της σχέσης του ζευγαριού να γέρνει υπερβολικά προς τη μία πλευρά. Όσον αφορά την ατμόσφαιρα, γενικότερα επικρατεί μια ελαφρότητα η οποία ωστόσο δεν υπονομεύει τη βαρύτητα των πραγματικών δρώμενων που εξιστορούνται, ίσα ίσα που το χιούμορ και η πολιτική συνειδητοποίηση συνυπάρχουν αρμονικά και σιγοντάρονται μεταξύ τους.
Αλλού διαπράττονται σφάλματα, με κυριότερο το ότι η τάση απομυθοποίησης γύρω από το πρόσωπο του Godard ως ανθρώπου πολύ εύκολα μπορεί να παρεξηγηθεί ως γενική απαξίωση για την ιδεολογία που εκπροσωπεί, κάτι που δεν ισχύει αν ληφθεί υπόψιν και η καίρια σκηνή της αποδοκιμασίας στο αμφιθέατρο, ο σκηνοθέτης όμως δε δίνει αρκετό χρόνο σε άλλες φωνές να μιλήσουν επαρκώς και να αρθρώσουν λόγο προκειμένου να ξεκαθαριστεί καλύτερα η τοποθέτησή του απέναντι στα γεγονότα του Μάη του ’68. Υπάρχει επίσης διάχυτη μια τάση εξυπνακισμού ως προς την ετεροαναφορικότητα στα τρικ του σπουδαίου γάλλου κινηματογραφιστή που φαίνεται κυρίως από το πόσο συχνά καταφεύγει σε αυτήν ο Hazanavicius. Στα σημεία πάντως το στοίχημα κερδίζεται.
Πρόκειται για ένα φιλμ που «μυρίζει» φρεσκάδα κι εκπέμπει μια σπιρτάδα καθαρά γαλλικής κοπής. Το χιούμορ είναι εύστοχο και σε συγκεκριμένες στιγμές μέχρι και καυστικό, η σκηνοθεσία είναι γουστόζικη και με άποψη, ενώ σε τεχνικό επίπεδο η κατασκευή είναι σίγουρα αρτιότατη. Η ταινία δεν παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της και αυτό λειτουργεί αμφίδρομα: από τη μία την ξεχωρίζει από το σωρό των κλισέ της κατηγορίας «βασισμένο σε αληθινή ιστορία», από την άλλη της στερείται η δυνατότητα για μεγαλύτερο βάθος και μια πιο ουσιαστική ματιά απέναντι στην ιστορική περίοδο την οποία αναπαριστά. Παρά τις επιμέρους ενστάσεις, πρόκειται αδιαμφισβήτητα για μια ευχάριστη έκπληξη.
Βαθμολογία: