Ο Σαμί, για να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειας του, αναλαμβάνει -πολύ απρόθυμα- δουλειά ως νυχτοφύλακας σε ένα πολυκατάστημα με είδη πολυτελείας. Ο Φιλίπ είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Γαλλία. Ψυχρός, αναίσθητος από τότε που πέθανε η σύζυγός του, αφοσιωμένος εξολοκλήρου στην επιχείρησή του. Ο Αλεξάντρ -ο μοναχογιός του και κληρονόμος ολόκληρης της περιουσίας του- κρατά τον πατέρα του σε απόσταση, και συμπεριφέρεται ως γνήσιο κακομαθημένο πλουσιόπαιδο. Για τα γενέθλιά του γιου του, ο Φιλίπ ανοίγει το τμήμα παιχνιδιών του καταστήματος όπου εργάζεται ο Σαμί, λέγοντας στον Αλεξάντρ ότι μπορεί να πάρει ό,τι θέλει. Ο Αλεξάντρ επιλέγει… τον Σαμί!
Σκηνοθεσία:
James Huth
Κύριοι Ρόλοι:
Jamel Debbouze … Sami Cherif
Daniel Auteuil … Philippe Etienne
Simon Faliu … Alexandre Etienne
Alice Belaidi … Alice
Anna Cervinka … Lea
Laurent Saint-Gerard … Henri
Lucia Sanchez … Ana Maria
Atmen Kelif … Moussa
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: James Huth, Sonja Shillito, Jamel Debbouze
Παραγωγή: Richard Grandpierre
Μουσική: Goodwing & Foltz
Φωτογραφία: Stephane Le Parc
Μοντάζ: Monica Coleman
Σκηνικά: Stephane Makedonsky
Κοστούμια: Camille Janbon
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Le Nouveau Jouet
- Ελληνικός Τίτλος: Το Καλύτερο Παιχνίδι του Κόσμου
- Διεθνής Τίτλος: The New Toy
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ο Ξανθός Χαζοχαρούμενος (1976)
- Ο Κούκλος (1982)
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο: Ο Ξανθός Χαζοχαρούμενος του Francis Veber.
Παραλειπόμενα
- Πρόκειται για ριμέικ της πετυχημένης κωμωδίας του Francis Veber, Le Jouet (Ο Ξανθός Χαζοχαρούμενος), που το 1982 είχε γίνει ριμέικ στις ΗΠΑ από τον Richard Donner, με τον Richard Pryor στον κεντρικό ρόλο.
- Jamel Debbouze και Daniel Auteuil τυχαίνουν γείτονες στο Παρίσι, και αναζητούσαν καιρό να κάνουν μια ταινία μαζί.
- Το φιλμ άρεσε πιο πολύ στους κριτικούς παρά στο κοινό στη χώρα του, ολοκληρώνοντας την πορεία του στις γαλλικές αίθουσες κόβοντας 901 χιλιάδες εισιτήρια.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 9/5/2023
Ως ριμέικ της επιτυχημένης κωμωδίας του Francis Veber, μάλιστα δεύτερο στη σειρά μετά την αμερικανική απόπειρα με τον Richard Pryor, η ταινία του James Huth μάλλον δεν εισφέρει και πολλά στην κινηματογραφική ιστορία και δε διαφοροποιείται ουσιωδώς από το πρωτότυπο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι στερείται αυτομάτως λόγου ύπαρξης, μια καλή λαϊκή κωμωδία είναι ευπρόσδεκτη άνευ όρων και συγκρίσεων, πόσω μάλλον όταν δεν ευτελίζει το πρωτογενές υλικό. «Το Καλύτερο Παιχνίδι του Κόσμου» είναι διανθισμένο με σύγχρονες πινελιές, όλες τους καλοδεχούμενες και καλοπροαίρετες. Δυστυχώς, όμως, σε αυτά που κάνουν μια φαινομενικά απλή κωμωδία να δουλεύει, μένει μετεξεταστέο.
Η αναμενόμενη «καλή καρδιά» υπάρχει, αλλά δύσκολα μπορεί να αναπληρώσει το κενό της βιαστικής απλοϊκότητας των προβληματισμών που αναπτύσσει η ταινία. Οι δύο όψεις ενός κόσμου οξύτατων καπιταλιστικών αντιθέσεων αντιπαραβάλλονται διαρκώς, αλλά αμφότερες μοιάζουν εντελώς επίπλαστες. Στην έπαυλη των πλουσίων το παιδί έχει στα πόδια του τον κόσμο ολόκληρο, αλλά τα λεφτά την ευτυχία δεν την εγγυώνται, διατυπώνει με σπουδή ο Huth. Από την άλλη, το φτωχό σπιτικό ετοιμάζεται να υποδεχτεί ένα τέκνο και τα χρέη δεν είναι ο καλύτερος σύμμαχος σε μια τέτοια συγκυρία. Οι αντιθέσεις οπτικοποιούνται με τον πλέον αναμενόμενο τρόπο: η αφθονία του πλούτου συνοδεύεται από ψυχρά χρώματα και εκκωφαντική σιγή στους τεράστιους χώρους της βίλας, ενώ η φτώχια έχει τη δική της ζεστασιά. Κάπως έτσι, οι έννοιες της αξιοπρέπειας, της αγάπης και της γονικής φροντίδας εντός ενός απάνθρωπου κεφαλαιοκρατικού σύμπαντος αναδιατάσσονται προκειμένου να υπακούσουν στα κελεύσματα μιας ηθικοπλαστικότητας που στερεί από την αφήγηση την πραγματική της δύναμη.
Από την άλλη, η απουσία εμβάθυνσης στις πτυχές που αναδύονται μέσα από τον ιστό της ιστορίας ουδέποτε αποτέλεσε αιτία ματαίωσης των στόχων μίας καλής κωμωδίας. Έτσι, εάν το «Παιχνίδι» κατόρθωνε να βρει σταθερά τον κωμικό χρονισμό και το τέμπο του, πιθανότατα δεν θα γινόταν καν λόγος για τις πρόχειρες αφηγηματικές επιλογές του δημιουργού του. Ωστόσο, με μια διάρκεια που υπερβαίνει κατά πολύ τον απαραίτητο χρόνο, την πυκνότητα των καλών αστείων να φθίνει στην πορεία και τους συναισθηματισμούς να ανακύπτουν τόσο τεχνητοί και «προβλεπόμενοι», μάλλον θα λέγαμε ότι ο Huth πασχίζει υπερβολικά να κρατήσει την ταινία του σε ασφαλή συναισθηματικά μονοπάτια, με αποτέλεσμα το όλο εγχείρημα να πάσχει από φρεσκάδα και κέφι.
Διασκεδαστικό κατά τόπους, μαλθακό ως προς τη συγκρουσιακή του συνθήκη και άνισο ως προς την κωμική του σπίθα, «Το Καλύτερο Παιχνίδι του Κόσμου» καταλήγει μια εύπεπτη κωμωδία που δεν διαθέτει αξιοσημείωτες αρετές, τοποθετώντας εαυτόν κάτω από τη θέση που θα μπορούσε να αξιώσει στην πρόσφατη γαλλική κωμική παραγωγή. Ζημιά δεν κάνει, αλλά δεν μπορείς παρά να σκεφτείς ότι θα όφειλε να είναι καλύτερο. Τουλάχιστον αποδεικνύει για μία ακόμα φορά ότι ένας ηθοποιός του βεληνεκούς του Daniel Auteuil, ακόμα και στο αυτόματο πιλότο, είναι συναρπαστικός.
Βαθμολογία: