Ο Κόσμος Σου Ανήκει
- Le Monde est à Toi
- The World Is Yours
- 2018
- Γαλλία
- Γαλλικά, Αγγλικά
- Αστυνομική, Γκανγκστερική, Δράσης, Θρίλερ, Κωμωδία, Μαύρη Κωμωδία
- 06 Δεκεμβρίου 2018
Η τελευταία μπίζνα ενός εμπόρου ναρκωτικών, που ονειρεύεται να αποσυρθεί από τον υπόκοσμο, πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο όταν εμπλέκονται σ’ αυτήν οι πιο κοντινοί του άνθρωποι: η αγαπημένη του, ο φυλακόβιος πρώην πεθερός του και η απαιτητική του μητέρα.
Σκηνοθεσία:
Romain Gavras
Κύριοι Ρόλοι:
Karim Leklou … Francois
Isabelle Adjani … Danny
Vincent Cassel … Henry
Oulaya Amamra … Lamya
Sam Spruell … Bruce
Francois Damiens … Rene
Philippe Katerine … Vincent
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Romain Gavras, Karim Boukercha, Noe Debre
Παραγωγή: Charles-Marie Anthonioz, Mourad Belkeddar, Jean Duhamel, Nicolas Lhermitte, Vincent Mazel, Hugo Selignac
Μουσική: Sebastian Akchote, Jamie XX
Φωτογραφία: Andre Chemetoff
Μοντάζ: Benjamin Weill
Σκηνικά: Francois-Renaud Labarthe
Κοστούμια: Hannah Edwards
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Le Monde est a Toi
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Κόσμος Σου Ανήκει
- Διεθνής Τίτλος: The World Is Yours
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για δεύτερο γυναικείο ρόλο (Isabelle Adjani) και ελπιδοφόρο ηθοποιό (Karim Leklou) στα Cesar.
Παραλειπόμενα
- Ο αμερικανός σκηνοθέτης John Landis έχει μια μικρή γκεστ παρουσία ως πελάτης εστιατορίου.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου:10/12/2018
Παρότι γαλλική παραγωγή, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Romain Gavras διατρέχεται από αμερικάνικη νοοτροπία όσο κι αισθητική. Ουσιαστικά παίρνει τους κανόνες του γκανγκστερικού φιλμ όπως έχουν καθιερωθεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και τους περνάει από ένα φίλτρο κωμικό ως επί το πλείστον όχι όμως καθαρόαιμα τέτοιο, αλλά ούτε με το σοβαρό στοιχείο σε απόλυτη εξισορρόπηση με το χιουμοριστικό μιας και το δεύτερο υπερισχύει κατά πολύ κιόλας. Αν έπρεπε να τοποθετηθεί κάπου σε ένα νοητό φάσμα το «Ο Κόσμος σου Ανήκει», θα ήταν ανάμεσα στην ανόθευτη κωμωδία και στη δραμεντί, πιάνοντας ίσως και κάποιον χώρο στο πεδίο της περιπέτειας. Ο τρόπος δε που ο νεαρός σκηνοθέτης χρησιμοποιεί τη μουσική σε συνδυασμό με την οπτική παρουσίαση και την αλληλουχία των εικόνων είναι καρμπόν στυλ Scorsese και σύγχρονο βιντεοκλίπ, το οποίο εξάλλου έχει υπηρετήσει πολλές φορές πριν ακόμη μπει στον κόσμο του κινηματογράφου μυθοπλασίας. Η ώρα περνάει εξαιρετικά ευχάριστα λόγω της καλής αίσθησης ρυθμού και της γενικότερης ευθυμίας που επικρατεί χωρίς να καταντάει το σύνολο χαζοχαρούμενο, όλα όμως είναι τόσο ανάλαφρα και πολύχρωμα που αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο θεατής να μη νιώθει ούτε λεπτό πως κάτι σημαντικό διακυβεύεται ή πως οι ήρωες απειλούνται πραγματικά, πράγμα οξύμωρο αν σκεφτεί κάποιος πως το σύμπαν του φιλμ είναι ο υπόκοσμος.
Το αποτέλεσμα είναι εξόχως λειτουργικό όταν επιμένει να είναι αστείο και είναι κρίμα που δεν είναι αυτός ο παράγοντας που το καθοδηγεί από την αρχή μέχρι το τέλος, που θα το οδηγούσε σε ιδανική περίπτωση και σε πιο «αναρχικά» μονοπάτια. Όταν μπαίνει στο κάδρο η δράση και πρέπει να υπάρξει η αναμενόμενη δομή με ένα πρόβλημα που προκύπτει, τις επιπλοκές και την πρέπουσα κορύφωση στο τέλος, το συνταγογραφούμενο της όλης διαδρομής κουράζει, για να μην αναφερθεί το ότι από αυτά που φαίνονται ο ίδιος ο Gavras δε μοιάζει να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για να αφηγηθεί τη συγκεκριμένη ή οποιαδήποτε εν γένει ιστορία. Ενδεικτικό αυτής της κατάστασης είναι το ότι το σενάριο μοιάζει να παίρνει μορφή στο δεύτερο τρίτο του: ό,τι έχει προηγηθεί είναι περιττό για την πλοκή και λειτουργεί ξεκάθαρα ως σετάρισμα ενώ θα μπορούσαν κάλλιστα αυτοί οι δύο τομείς να αναπτυχθούν παράλληλα. Αυτό δεν αναιρεί την αξία που έχει το φιλμ ως διασκέδαση, μειώνει όμως σημαντικά τον αντίκτυπο που θα επιθυμούσε να έχει ο δραματουργικός σκελετός για να προσελκύσει αναλόγως τον θεατή ώστε να επενδύσει σε όσα συμβαίνουν επί της οθόνης. Ωστόσο αυτό που μένει ως αίσθηση είναι και ότι οι φιλοδοξίες από πλευράς συντελεστών είναι σχετικά μειωμένες για να επιτευχθεί το κάτι παραπάνω. Πρωταρχικός στόχος τους είναι να περάσει το κοινό καλά.
Εύσημα αξίζει η διακριτική μεν, καθοριστική δουλειά που κάνει με τα χρώματα ο Andre Chemetoff. Η παλέτα που χρησιμοποιείται είναι έντονη και φωτεινή μεν, όχι όμως σε σημείο υπερβολής, όσο χρειάζεται για να δώσει στο περιεχόμενο ένα ποπ περιτύλιγμα που το ανάγει σχεδόν στη σφαίρα του παραμυθιού. Όλο αυτό το ιδιάζον κλίμα θα μπορούσε σχεδόν να συνοψιστεί και στον χαρακτηρισμό της «γκανγκστερικής ταινίας για όλη την οικογένεια» που υπό ένα συγκεκριμένο πρίσμα θα μπορούσε εύκολα να παρεξηγηθεί. Η αλήθεια είναι πάντως πως η πινακοθήκη των χαρακτήρων ήθελε λίγο περισσότερη δουλειά, μιας και ο μοναδικός που μένει στο μυαλό μετά το φινάλε είναι αυτός της Isabelle Adjani που είναι σίγουρα ο πιο αβανταδόρικος και η ίδια αξιοποιεί τις δυνατότητές του με μεγάλη ευκολία λόγω ερμηνευτικού βεληνεκούς που έχει χειριστεί πολύ δυσκολότερους ρόλους. Σε τεχνικό επίπεδο, ο γιος του δημιουργού του «Ζ» δείχνει εδώ ικανότητες, ωστόσο προς το παρόν δεν έχει λάβει ακόμη το κατάλληλο σεναριακό υλικό για να κάνει την υπέρβαση και να εκτιναχθεί ως υπολογίσιμο όνομα στον χώρο. Δεν έχει «πιεστεί» ακόμη σε καλλιτεχνικό επίπεδο και αυτό είναι παραπάνω από προφανές…
Βαθμολογία:
Η ταινία είναι για θεατές με IQ κάτω από το όριο ασφαλείας όποιο κι αν είναι αυτό.