
Πόσο μπορεί μια παρεξήγηση να επηρεάσει μια φιλία; Και θα μπορούσε αυτή η παρεξήγηση να γίνει ζήτημα ζωής και θανάτου; Ο Αρτούρ και ο Σεζάρ είναι χρόνια κολλητοί, αν και διαφορετικοί μεταξύ τους. Ο Αρτούρ είναι ένας νευρωτικός καθηγητής χημείας σε ένα πανεπιστημιακό νοσοκομείο, χωρισμένος και απομονωμένος από την κόρη του, ενώ από την άλλη, ο Σεζάρ είναι ένας μποέμ τύπος, που έλκεται από τις γυναίκες και έχει συνεχώς οικονομικά προβλήματα. Μετά από ένα ατύχημα του Σεζάρ, o Αρτούρ τον πείθει να επισκεφθεί ένα νοσοκομείο. Σε μια παρεξήγηση δίχως προηγούμενο, όπου ο ένας θα νομίσει τον άλλον άρρωστο, θα ξεκινήσουν ένα ταξίδι για να ζήσουν ξανά και ξανά τη σχέση ζωής που τόσα χρόνια τους έδεσε μαζί.
Σκηνοθεσία:
Alexandre de La Patelliere
Matthieu Delaporte
Κύριοι Ρόλοι:
Fabrice Luchini … Arthur Dreyfus
Patrick Bruel … Cesar Montesiho
Zineb Triki … Randa Ameziane
Pascale Arbillot … Virginie
Jean-Marie Winling … Bernard Montesiho
Andre Marcon … ο ιερέας
Thierry Godard … Δρ Cerceau
Martina Garcia … Lucia
Philippe Resimont … Κος Codaven
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Alexandre de La Patelliere, Matthieu Delaporte
Παραγωγή: Dimitri Rassam, Jerome Seydoux
Μουσική: Jerome Rebotier
Φωτογραφία: Guillaume Schiffman
Μοντάζ: Celia Lafitedupont, Sarah Ternat
Σκηνικά: Marie Cheminal
Κοστούμια: Anne Schotte
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Le Meilleur Reste a Venir
- Ελληνικός Τίτλος: Τα Παιχνίδια της Ζωής
- Διεθνής Τίτλος: The Best Is Yet to Come
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Σπύρος Δούκας
Έκδοση Κειμένου: 3/6/2021
Μια ευχάριστη και ιδιαίτερα καλόβολη στη θέαση γαλλική δραμεντί είναι η τελευταία ταινία των Alexandre de La Patelliere και Matthieu Delaporte, που έχοντας δοκιμαστεί και παλιότερα στο είδος («Για Όλα Φταίει το Όνομά σου») όσο και σε πιο βαρύ δραματικό θρίλερ («Ο Επιφανής Άγνωστος»), εξισορροπούν ικανοποιητικά την κωμωδία με το δράμα. Η χημεία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών είναι το βασικό στοιχείο που εδώ λειτουργεί, υποστηρίζοντας ένα κλασικό buddy-movie που μοιάζει να ακολουθεί την πεπατημένη με όλα τα στοιχεία που θα περίμενε κανείς να δει, χωρίς όμως να επιχειρεί κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί.
Φυσικά, αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, εφόσον κανείς πάει με συγκεκριμένες προσδοκίες. Το έργο έχει καλή ροή, ενώ υπάρχει ένα εγγενές ενδιαφέρον στην πλοκή, που δεν σβήνει. Παράλληλα, όμως, είναι αρκετά εμφανής η έλλειψη δημιουργικότητας όσον αφορά την κατασκευή των χαρακτήρων. Οι δύο πρωταγωνιστές μοιάζουν δομημένοι σχηματικά, με τρόπο που -αν κι αρμόζει σε μια κωμωδία- είναι εμφανές πως υστερεί όταν περνάμε στο δράμα, καθώς οι δραματικές συγκρούσεις προκύπτουν από τις σεναριακές συμβάσεις του είδους και όχι από την ουσία των χαρακτήρων.
Οι κεντρικές ερμηνείες υποστηρίζουν το εγχείρημα, με έναν δυναμικά εκκεντρικό Fabrice Luccini να προσδίδει προσωπικότητα στον κεντρικό ρόλο, κερδίζοντας εξαρχής τον θεατή. Η χημεία του με τον Patrick Bruel είναι ως επί το πλείστον αποδοτική, αλλά το σενάριο δεν ξεφεύγει από τις απλοϊκές αντιθέσεις μεταξύ Αρτούρ και Σεζάρ, πάνω στις οποίες έχει βασιστεί όλη η εξέλιξη του στόρι. Ως φυσικό αποτέλεσμα, συχνά δεν αποφεύγεται και το μελόδραμα, χωρίς όμως να χάνεται ποτέ το μέτρο. Υπάρχει μια γοητευτική, ανάλαφρη γλυκύτητα, καθώς και δύο δυνατοί πρωταγωνιστές που κάνουν το έργο ιδιαίτερα ευχάριστο, όχι όμως κάτι περισσότερο που θα το καθιστούσε ξεχωριστό.
Βαθμολογία: