Ο Φρανσουά, ένας κατά τα άλλα συμπαθητικός εργάτης, σκοτώνει τον Βαλεντίν εν ψυχρώ με πιστόλι. Κλειδώνεται μέσα στο δωμάτιο του κι ανακαλεί τις μνήμες που τον οδήγησαν στον φόνο. Όλα ξεκινούν όταν γνώρισε τη νεαρή Φρανσουάζ κι ερωτεύτηκαν. Αλλά η Φρανσουάζ ήταν δίπλα στον μακιαβιελικό Βαλεντίν, έναν εκπαιδευτή σκύλων.

Σκηνοθεσία:

Marcel Carne

Κύριοι Ρόλοι:

Jean Gabin … Francois

Jacqueline Laurent … Francoise

Jules Berry … Κος Valentin

Arletty … Clara

Arthur Devere … Κος Gerbois

Bernard Blier … Gaston

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Jacques Viot, Jacques Prevert

Στόρι: Jacques Viot

Παραγωγή: Jean-Pierre Frogerais

Μουσική: Maurice Jaubert

Φωτογραφία: Philippe Agostini, Andre Bac, Albert Viguier, Curt Courant

Μοντάζ: Rene Le Henaff

Σκηνικά: Alexandre Trauner

Κοστούμια: Boris Bilinsky

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Le Jour se Leve
  • Ελληνικός Τίτλος: Ξημερώνει
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Daybreak

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Ατελείωτη Νύχτα (1947)

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.

Παραλειπόμενα

  • Πρόγονος του φιλμ-νουάρ, και υπόδειγμα ποιητικού ρεαλισμού. Στα επιτεύγματα της ξεχωρίζει η δομή της μακράς αναδρομής, κάτι που θα συναντήσουμε ξανά σε δύο χρόνια, στον Πολίτη Κέιν.
  • Ενώ δεν ήταν η πρώτη ταινία που περιείχε φλας-μπακ (μια μέθοδος όμως που ήταν ακόμα πολύ μοντέρνα), οι παραγωγοί φοβήθηκαν ότι το κοινό θα μπερδευτεί και πρόσθεσαν επεξηγηματικές καρτέλες.
  • Ο σκηνογράφος Alexandre Trauner επιμελείται το δωμάτιο του κεντρικού ήρωα, παρουσιάζοντας και τις τέσσερις πλευρές του. Αυτό ήταν πρωτοποριακό, μια κι ως τότε βόλευε να φαίνονται μόνο οι τρεις ώστε να στήνεται στην τέταρτη η κάμερα. Αυτό έγινε εδώ για να δημιουργηθεί μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα.
  • Ξεκίνησε να προβάλλεται στη Γαλλία το Καλοκαίρι του 1939, με την κριτική να είναι μέχρι και αρνητική, όπως συνηθίζονταν για τις ταινίες ποιητικού ρεαλισμού. Έτσι, τρεις μήνες μετά το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η κυβέρνηση του Edouard Daladier απαγόρευσε την ταινία (λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία της), κάτι που συνέχισε η φιλοναζιστική κυβέρνηση Vichy. Το 1942 επιτράπηκε να κυκλοφορήσει μια περικομμένη κόπια, με απαγόρευση εισόδου σε άτομα κάτω των 16 ετών. Χρειάστηκε να έρθει το 2014 για να αποκατασταθούν όλες οι αρχικές σκηνές του φιλμ (μαζί και το περίφημο γυμνό ντους της Arletty), που τότε χαρακτηρίζονταν ως “αντικοινωνικές”.
  • Το 1947, ο Anatole Litvak παρουσίασε ένα ριμέικ, το Ατελείωτη Νύχτα (The Long Night), με τους Henry Fonda, Barbara Bel Geddes και Vincent Price. Η RKO όμως, που ήταν η παραγωγός εταιρία, προσπάθησε για χάρη της ταινίας της να καταστρέψει όλες τις κόπιες της ταινίας του Carne. Σε κάποιο σημείο υπήρχε ο φόβος ότι τα κατάφεραν, αλλά τη δεκαετία του 1950 επανεμφανίστηκαν κάποιες κόπιες. Η ειρωνεία σε όλο αυτό ήταν πως το Ξημερώνει θεωρείται πλέον ως ένα από τα σημαντικότερα γαλλικά φιλμ, ενώ η Ατελείωτη Νύχτα αποτέλεσε μια τρανή αποτυχία σε όλα τα επίπεδα.
  • Ως φόρος τιμής προς τα γυρίσματα της ταινίας, μια λεωφόρος στη Βουλώνη μετονομάστηκε σε λεωφόρος Le-Jour-se-Leve.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 6/9/2023

Στο τέλος μιας δεκαετίας στην οποία ο γαλλικός κινηματογράφος κυριάρχησε καλλιτεχνικά και πνευματικά, το «Ξημερώνει» ήταν το κορυφαίο επίτευγμα της σχολής που ονομάστηκε «ποιητικός ρεαλισμός». Παράλληλα αυτή υπήρξε μια περίοδος μεγάλης κοινωνικής κρίσης που χαρακτηρίστηκε από ένα κλίμα βαθιάς αβεβαιότητας, οξείας απαισιοδοξίας και δυσκολίας αναχαίτισης της επιβολής του κακού ενάντια στο καλό, της αδικίας ενάντια στο σωστό και της ασχήμιας ενάντια στο ωραίο.

Αυτή η αβεβαιότητα εκφράζεται στο φιλμ του Marcel Carné σε πολλά επίπεδα, ξεκινώντας από το αφηγηματικό. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, η αφήγηση βασιζόταν σε μια ιερή γραμμικότητα και κάθε παρέκκλιση από αυτό τον κανόνα ήταν συνώνυμο της ακατανοησίας και για τον θεατή. Ο Carné ανανέωσε το κινηματογραφικό συντακτικό με την πρωτοποριακή χρήση εκτεταμένων αναδρομών. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Welles θα έκανε δημοφιλή αυτή τη μέθοδο έναν χρόνο αργότερα με τον «Πολίτη Κέιν».

Ωστόσο ο Carné σέβεται σχολαστικά τον κανόνα των τριών ενοτήτων (τόπος, διηγητικός χρόνος και δράση), στήνοντας ένα «Kammerspiel» δράμα, του οποίου η εξέλιξη αιχμαλωτίζει τον θεατή από την αρχή μέχρι το τέλος. Και αν η ιστορία φαντάζει απλή, αυτή ακριβώς η απλότητα αγγίζει βαθιά τον θεατή: απλοί καθημερινοί χαρακτήρες, χωρίς σημαντικά επιτεύγματα, θα βρεθούν στο κέντρο μιας τραγωδίας.

Στην εναρκτήρια σεκάνς βλέπουμε έναν τυφλό άνδρα να ανεβαίνει τις σκάλες ενός πενταόροφου κτιρίου, όταν ένας μεσήλικας βγαίνει από ένα διαμέρισμα και καταρρέει στις σκάλες κρατώντας την κοιλιά του. Έχει πυροβοληθεί και πεθαίνει. Ο τυφλός καλεί σε βοήθεια. Οι αστυνομικοί χτυπούν στο διαμέρισμα και ο άντρας που είναι ταμπουρωμένος μέσα, τους ζητά να φύγουν. Οι γείτονες μαρτυρούν ότι ο Francois (Jean Gabin), ο δολοφόνος, είναι καλός άνθρωπος. Κι αυτός μέσα σε μια μακριά νύχτα θυμάται τα γεγονότα που τον οδήγησαν να σκοτώσει.

Ο Francois, ορφανός και εργένης, ζει μια μοναχική ζωή σε ένα λιτό δωμάτιο και εργάζεται ως αμμοβολιστής, μια δουλειά που υπονομεύει την υγεία του. Όταν θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τη νεαρή Francoise (Jacqueline Laurent), θα αποκαλυφθεί ότι είναι τόσος εύθραυστος και ευαίσθητος όσο τα λουλούδια που πουλάει το κορίτσι. Η προοπτική για ανθρώπινη επαφή δίνει ελπίδα στην ύπαρξη του Francois, μέχρι να παρέμβει ο μοχθηρός και γλοιώδης εκπαιδευτής σκύλων Valentin (Jules Berry), που φαίνεται να ασκεί μια μυστηριακή επιρροή στη Francoise. Το ερωτικό κουαρτέτο θα ολοκληρωθεί με την προσθήκη της αισθησιακής Clara (Arletty), η οποία θα προκαλέσει ασταθή ερωτικά τρίγωνα που θα οδηγήσουν στην τραγική κατάληξη.

Αν ο Carné ήξερε πώς να ανανεώνει την κινηματογραφική γραμματική με τη σκηνοθετική μαεστρία του, ήταν επειδή επέλεγε να περιβάλλεται από εξαιρετικούς συνεργάτες, με πρώτο και καλύτερο τον συνδημιουργό της ταινίας Jacques Prévert. Διασκευάζοντας το σενάριο του Jacques Viot, ο ποιητής Prévert έδειξε για άλλη μία φορά το τεράστιο ταλέντο του, προσφέροντας αξέχαστους διαλόγους, όπως αυτόν της ευάλωτης από την ερωτική απόρριψη Clara: «αναμνήσεις, αναμνήσεις, έχω τη διάθεση να κάνω έρωτα με αναμνήσεις;»

Η σκοτεινά καταπιεστική διάθεση της ταινίας πηγάζει κυρίως από τον σχεδόν εξπρεσιονιστικό σχεδιασμό και τη φωτογραφία της, που φέρνουν στον νου τα βωβά αριστουργήματα των Murnau και Lang. Τα σκηνικά του Alexandre Trauner έχουν πτυχές τόσο παραμυθένιου όσο και ζοφερού αστικού ρεαλισμού, προσθέτοντας έναν εξαίσιο λυρισμό στα πιο ρομαντικά περάσματα της ταινίας, ενώ εξωτερικεύουν την εσωτερική αναταραχή που κατατρώει τον ήρωα όταν συνειδητοποιεί ότι είναι καταδικασμένος. Η πρωτο-νουάρ κινηματογράφηση των Curt Courant και Philippe Agostini, απόκοσμα ατμοσφαιρική και ασταμάτητα απειλητική, τονίζει ακόμη περισσότερο το αίσθημα του εγκλωβισμού, την αίσθηση ότι τα γεγονότα συνωμότησαν για να οδηγήσουν έναν αξιοπρεπή προλετάριο σε μια τελική πράξη απόγνωσης. Το παιχνίδι με τις σκιές και το φως προσανατολίζει τον θεατή στην ανάγνωση της ταινίας: από το σόου με τα σκυλιά του Jules Berry όπου φωτίζεται ολόκληρο το κάδρο, μέχρι τα συντριπτικά σιωπηλά κοντινά πλάνα του Gabin όπου μόνο μία αχτίδα φωτός αποκαλύπτει το απεγνωσμένο βλέμμα του.

Ο συνταρακτικός Gabin ερμηνεύει τον χαρακτήρα του με συγκρατημένη δύναμη, γλυκόπικρο χαμόγελο και θλιμμένο βλέμμα, μεταδίδοντας με ευαισθησία και πάθος τα συναισθήματα του, χωρίς θεατρική υπερβολή. Αν και βρίσκεται συνεχώς στα πρόθυρα της έκρηξης, συγκρατεί τα συναισθήματά του μέχρι αυτή την αξέχαστη σκηνή όπου ουρλιάζει από το παράθυρό του στο συγκεντρωμένο πλήθος: «Φρανσουά, Φρανσουά, ποιος είναι αυτός ο Φρανσουά; Δεν υπάρχει πια Φρανσουά. Δεν τον ξέρω. Αφήστε με μόνο μου, θέλω να με αφήσετε ήσυχο”. Εδώ η απανθρωποποίησή του είναι εμφανής, η θέλησή του για ζωή έχει εξαφανιστεί. Ο φόνος που διέπραξε είναι μια αντίδραση ενάντια στον χυδαίο κομπασμό του Valentin  για τον τρόπο που διέφθειρε τη Francoise. Δεν υπάρχει καμία προμελετημένη απόφαση, μόνο ενστικτώδης δράση. Στα αδιέξοδα της ζωής, η  μοναδική διαφυγή είναι ο θάνατος.

Όπως κάθε μεγάλη ταινία, το «Le Jour se Lève» διαθέτει έναν απολύτως λαμπρό «κακό». Ερμηνεύοντας τον Valentin, ο Jules Berry δημιουργεί έναν ολοκληρωτικά διεφθαρμένο και διεστραμμένο χαρακτήρα. Λέει συνεχώς ψέματα, κρυφακούει πίσω από τις πόρτες, χειραγωγεί τους πιο αδύναμους και βασανίζει ζώα για να τα εκπαιδεύσει. Η σατανική του ερμηνεία ήταν αρκετή για να πείσει τον Carné να του εμπιστευθεί τον ρόλο του ίδιου του διαβόλου λίγα χρόνια αργότερα στο «Οι Επισκέπτες της Νύχτας» (1942).

Η κυκλικότητα της δομής της ταινίας αντικατοπτρίζει τη λυρική μοιρολατρία της. Αυτό που θα συμβεί, πρέπει να συμβεί, γιατί το έχουμε ήδη δει να συμβαίνει. Οι αισθητικές καινοτομίες αυτού του εμβληματικού έργου άσκησαν σημαντική επιρροή στον κινηματογράφο των επόμενων δεκαετιών, με τον πρωταγωνιστή -ζωντανό ή νεκρό- να  αφηγείται την ιστορία του από το τέλος προς την αρχή. Στο τελευταίο συντριπτικό πλάνο, η θανατηφόρα σιωπή σπάει από τον ήχο ενός ξυπνητηριού που χτυπάει μάταια. Άραγε να σημαίνει ότι ήρθε η ώρα για το αμερικανικό φιλμ νουάρ και τον ιταλικό νεορεαλισμό;

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *