Ο αλκοολικός συγγραφέας Αλέν Λεροΐ μόλις έχει παρακολουθήσει ένα πρόγραμμα αποτοξίνωσης στις Βερσαλλίες. Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι, συναντιέται με παλιούς φίλους, κανείς όμως δεν θα μπορέσει να τον βοηθήσει να δει τη ζωή διαφορετικά. Η ζωή έχει γίνει αβάσταχτα επίπονη για τον Αλέν, και αυτή η αποστροφή του τον σπρώχνει στη λύση της αυτοκτονίας.

Σκηνοθεσία:

Louis Malle

Κύριοι Ρόλοι:

Maurice Ronet … Alain Leroy

Lena Skerla … Lydia

Yvonne Clech … Δις Farnoux

Hubert Deschamps … Κος D’Averseau

Jean-Paul Moulinot … Δρ La Barbinais

Mona Dol … Κα La Barbinais

Jeanne Moreau … Eva

Alexandra Stewart … Solange

Henri Serre … Frederic

Jacques Sereys … Cyrille Lavaud

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Louis Malle

Παραγωγή: Alain Queffelean

Μουσική: Erik Satie

Φωτογραφία: Ghislain Cloquet

Μοντάζ: Suzanne Baron

Σκηνικά: Bernard Evein

Κοστούμια: Gitt Magrini

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Le Feu Follet
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει
  • Διεθνής Τίτλος: The Fire Within
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: A Time to Live and a Time to Die

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Le Feu Follet του Pierre Drieu La Rochelle.

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Ειδικό βραβείο επιτροπής.
  • Επίσημη πρόταση της Γαλλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Παραλειπόμενα

  • Το μυθιστόρημα του Pierre Drieu La Rochelle, σε έκδοση του 1931, είχε ως έμπνευση τη ζωή του σουρεαλιστή ποιητή Jacques Rigaut (1898-1929).
  • Ο Louis Malle έγραφε ένα σενάριο βασισμένο στην αυτοκτονία ενός φίλου του, σε μια περίοδο που και ο ίδιος περνούσε υπαρξιακή κρίση. Όταν βρέθηκε σε σημείο να το εγκαταλείψει οριστικά, έτυχε να διαβάσει το βιβλίο του La Rochelle. Ο σκηνοθέτης βρήκε την ευκαιρία να το εμπλουτίσει με δικές του τραυματικές σκέψεις, και αργότερα δήλωσε πως ήταν μια καθαρτική εμπειρία για αυτόν, αλλά και η πρώτη του ταινία με την οποία είχε μείνει απόλυτα ευχαριστημένος.
  • Ο Malle είχε αρχικά αποφασίσει τον κεντρικό χαρακτήρα να τον ερμηνεύσει κάποιος ερασιτέχνης. Άλλαξε όμως άποψη όταν σκέφτηκε ότι ο Maurice Ronet, με τον οποίο είχε ξανά συνεργαστεί, θα ήταν ο κατάλληλος. Ο ηθοποιός όμως είχε αρκετά κιλά, και μέσα σε λίγους μήνες αναγκάστηκε από τον Malle να χάσει 20 από αυτά μέσω εξαντλητικής δίαιτας.
  • Τις δύο πρώτες ημέρες η ταινία γυρίζονταν έγχρωμη. Τότε ο δημιουργός αποφάσισε ότι αυτό αποσπούσε το φιλμ από το θέμα του, και ξεκίνησε εκ νέου με ασπρόμαυρο.
  • Ο Wes Anderson πάντα όριζε τον Malle ως κύρια έμπνευση του, αλλά για τη συγκεκριμένη ταινία ήταν το Οικογένεια Τενενμπάουμ (2001) που επηρεάστηκε άμεσα.
  • Ο Joachim Trier διασκεύασε εκ νέου το ίδιο μυθιστόρημα το 2011, ως Όσλο, 31 Αυγούστου.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο Erik Satie δεν έγραψε νέα μουσική για την ταινία, αλλά είναι αυτός που ερμηνεύει ειδικά για το φιλμ στο πιάνο τη δική του σύνθεση Gymnopedie No. 1.

Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη

Έκδοση Κειμένου: 18/1/2010

Η αυτοκτονία ήταν, είναι και θα είναι ένα θέμα ευαίσθητο και δύσκολο για τον κάθε σκηνοθέτη να το διαχειριστεί. Αν δεν ηθικολογήσει και δεν προβάλει το μεγαλείο της ζωής θα κατηγορηθεί ότι υποστηρίζει την αυτοκτονία. Αν ηθικολογήσει θα κατηγορηθεί ακριβώς γι’ αυτό. Στο αδιέξοδο αυτό δίνει λύση ο Louis Malle με το Le Feu Follet.

Ένας σαραντάρης, πρώην playboy, τα έχει αφήσει όλα πίσω και μετά από την αποτοξίνωσή του από το αλκοόλ δεν βρίσκει τον τρόπο αλλά και το νόημα να γυρίσει σε αυτά που άφησε, κι αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Αυτό που κάνει την ταινία του Louis Malle να ξεχωρίζει είναι η λύση που δίνει στο αδιέξοδο αυτό. Η ταινία δεν ξεχειλίζει από αγάπη για τη ζωή, ούτε από ανθρώπους που εκλιπαρούν τον πρωταγωνιστή να μη την εγκαταλείψει. Το Παρίσι όμως δεν είναι νεκρό, είναι γεμάτο από ανθρώπους που γελούν και διασκεδάζουν. Αυτή ακριβώς η αντίθεση είναι που απομακρύνει την ταινία τόσο από την ηθικολογία, όσο κι από το να τάσσεται υπέρ του θανάτου. Ο Malle έχει μια ιστορία δυνατή και μια αφήγηση επίπεδη. Κι αυτή ακριβώς η αφήγηση είναι ό,τι χρειαζόταν η συγκεκριμένη ιστορία για να καταφέρει να μας αγγίξει.

Φυσικά, ένα σενάριο που διαχειρίζεται την αυτοκτονία και δομείται στην ουσία πάνω σε ένα άτομο, απαιτεί το άτομο αυτό να είναι ικανό. Εδώ ο σκηνοθέτης βρίσκει στο πρόσωπο του Ronet τον ιδανικό σύμμαχο και του αποσπά μια ερμηνεία που σίγουρα θα καταφέρει να σας στοιχειώσει.

Συμπερασματικά, πρόκειται για μια ταινία με απίστευτη δύναμη. Μια ταινία που θα σας κάνει να δυσπιστείτε απέναντι σε όποια άλλη ταινία επιχειρεί να προσεγγίσει το ίδιο θέμα.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 3/8/2022

Ένας αλκοολικός συγγραφέας, ο 30χρονος Alain Leroy (Maurice Ronet), αναρρώνει εδώ και αρκετούς μήνες σε μια ιδιωτική κλινική των Βερσαλλιών, με τη θεραπεία του να πληρώνεται από την αμερικανίδα σύζυγό του που έχει παραμείνει στη Νέα Υόρκη. Ο γιατρός του (Jean-Paul Moulinot) πιστεύει ότι ο ασθενής του έχει θεραπευτεί από τον εθισμό του, και τον καθησυχάζει ότι «η ζωή είναι καλή». Ένα πρωί, o Alain ξεκινά για ένα ταξίδι στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, συναντά παλιούς φίλους και εραστές, αλλά διαπιστώνει με απογοήτευση ότι δεν μπορεί να έρθει σε ειλικρινή επαφή με κανέναν. Οι φιλίες που κάποτε ήταν τόσο δυνατές δεν έχουν πλέον καμία ουσία: ο Dubourg (Bernard Noel) έχει καταφύγει στην αιγυπτιολογία και τον γάμο, η Jeanne (Jeanne Moreau) κάνει παρέα με μια ομάδα ναρκομανών, ενώ οι πλούσιοι καλεσμένοι στο δείπνο της Solange (Alexandra Stewart) είναι αυτάρεσκα αντιδραστικοί στις απόψεις τους…

Το θέμα του «αλκοολισμού» έχει απασχολήσει σημαντικές ταινίες, όπως το «The Lost Weekend» του Billy Wilder (1945) ή το «Days of Wine and Roses» του Blake Edwards (1962). Η «Φλόγα που Τρεμοσβήνει» είναι μια μελαγχολική και καταθλιπτική ταινία του Lοuis Malle, που αφορά έναν αλκοολικό άνδρα σε βαθιά υπαρξιστική κρίση. Είναι η πιο ζοφερή και μία από τις σπουδαιότερες ταινίες του Malle, που αντιμετωπίζει το δυσπρόσιτο ζήτημα της αυτοκτονίας με μια σπάνια διορατικότητα και ευθύτητα. Άλλωστε ο Malle ήταν πάντοτε ένας τολμηρός δημιουργός που δεν φοβόταν να αναμετρηθεί με επίμαχα θέματα: συζυγική απιστία, αιμομιξία, παιδική πορνεία, φιλοναζισμό. Όμως η αταλάντευτη ειλικρίνειά του, σε συνδυασμό με μια βαθιά επιθυμία του να κατανοήσει την ανθρώπινη φύση, εκτιμήθηκαν τόσο από την κριτική όσο και από το κοινό.

Η «Φλόγα…» είναι ίσως η πιο προσωπική ταινία του Malle και γυρίστηκε την εποχή που βίωνε τη δική του υπαρξιακή κρίση. Βασανισμένος από τις αμφιβολίες για το μέλλον του και βαθύτατα ανασφαλής για τις ικανότητές του ως σκηνοθέτης, υποβάθμισε την ύπαρξη του ζώντας μέσα στη νύχτα και στο αλκοόλ. Ήταν σε αυτή την περίοδο αναταραχής που διάβασε το μυθιστόρημα  «Le Feu Follet» (του 1931) του Pierre Drieu La Rochelle, το οποίο ήταν εμπνευσμένο από την αυτοκτονία του σουρεαλιστή ποιητή Jacques Rigaut. Ένας από τους πιο επιφανείς συνεργάτες των ναζί την εποχή της Κατοχής, ο ίδιος ο Drieu La Rochelle, αυτοκτόνησε μετά τον πόλεμο, έχοντας συνειδητοποιήσει την πλάνη των φασιστικών του πεποιθήσεων. Η προσαρμογή του μυθιστορήματος ήταν για τον Malle μια εξαγνιστική εμπειρία  καθώς προέβαλλε τα δικά του τραύματα στον κεντρικό πρωταγωνιστή, Alain.

Από ιατρική άποψη o Alain έχει θεραπευτεί. Δεν είναι πια αλκοολικός. Όμως παραμένει βυθισμένος στην πλήξη και τη μοναξιά, και δεν αισθάνεται πλέον να έλκεται από κανέναν και τίποτα. Τουλάχιστον, η ζωή του μέσα στην κλινική τού εξασφάλιζε μια κανονιστική απλότητα. Ξέρει ότι μόλις βγει στον αδυσώπητο έξω κόσμο, θα υποτροπιάσει. Μόλις υποκύψει και πιεί το πρώτο ποτό, το πεπρωμένο του θα σφραγιστεί.

Γράφει στον καθρέφτη την ημερομηνία κατά την οποία θα αυτοκτονήσει, αλλά προσπαθεί τις δύο μέρες που απομένουν να βρει έναν λόγο για να ζήσει. Δεν επιδιώκει την εκπλήρωση, αλλά μια διέξοδο από την ταπεινωτική μετριότητα και μια πιθανή επανένταξη στη νεανική παρέα μιας εποχής «κρασιού και λουλουδιών». Όμως η απόπειρα του είναι τραυματική. Ανακαλύπτει πόσο λίγο έχει επηρεάσει τη ζωή των γύρω του. Είναι σχεδόν σαν να μην υπάρχει, να μην υπήρξε ποτέ, κινείται ανάμεσα τους σαν φάντασμα, σαν ενοχλητικός απρόσκλητος, νοιώθει μειονεκτικά απέναντι στην κομφορμιστική τους ευμάρεια. Λέει με οδύνη: «δεν έχω πια ούτε λεφτά, ούτε γυναίκες».

H αυτοκτονία του λοιπόν δεν είναι η απόφαση ενός τρελού μυαλού, αλλά η τελευταία λύση, το μέσο λύτρωσης και αποστροφής για έναν κόσμο παραδομένο στη φθορά και τον συμβιβασμό.

Η ερμηνεία του Ronet χαρακτηρίζεται από συντριπτική εσωτερική ένταση∙ τονίζει την αποσύνδεση του χαρακτήρα του από τον κόσμο που τον περιβάλλει, καθιστώντας τη μοίρα του αναπόδραστη. Μοναχικός στο δωμάτιο της κλινικής -γεμάτο με αντικείμενα που του θυμίζουν την προηγούμενη ζωή του-, αποπροσανατολισμένος στους δρόμους του 6ου δημοτικού διαμερίσματος του Παρισιού, παγιδευμένος ξανά από τους δαίμονές του στη βεράντα του «Café de Flore». Αυτή η σπειροειδής πτώση θα καταλήξει σε μια σκηνή ιλιγγιώδους έντασης  στο πάρτι της Solange∙ η κρίση πανικού τού Alain εκφράζεται με το μοντάζ πολύ σύντομων πλάνων που λαμβάνονται από πολλές διαφορετικές γωνίες λήψεις. Οι σκηνές αυτές αποκτούν πολλαπλάσια συναισθηματική ένταση από την πένθιμη ασπρόμαυρη φωτογραφία του Chislain Cloquet και τη μελαγχολική μουσική για πιάνο του Erik Satie (Les Gymnopédies).

Η «Φλόγα που Τρεμοσβήνει» είναι ένα κορυφαίο φιλμ που συγκλονίζει με την αδιάσπαστη ενότητα, την αρμονία, την ευαισθησία, τον λυρισμό του. Ο Malle συλλαμβάνει το πραγματικό νόημα της υπαρξιστικής φιλοσοφίας και καταφέρνει να δημιουργήσει μια ταινία που όχι μόνο δεν βυθίζεται στη μεμψιμοιρία, αλλά αντίθετα αναδεικνύει το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να επιλέγει αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

19 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *