Λάουρα
- Laura
- 1944
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αισθηματική, Αστυνομική, Δραματικό Θρίλερ, Μυστηρίου, Νουάρ
Ο ντετέκτιβ ΜακΦέρσον ερευνά τη δολοφονία της Λόρα, η οποία βρίσκεται νεκρή στο διαμέρισμά της. Ο ντετέκτιβ αναπλάθει μια εικόνα της Λόρα μέσα από τα λεγόμενα του περιβάλλοντός της έχοντας και τη βοήθεια ενός εκπληκτικού πορτρέτου, και σύντομα ανακαλύπτει ότι αρχίζει να την ερωτεύεται. Ένα βράδυ όμως θα βρεθεί προ αποκαλύψεων, που θα τον κάνουν να αναθεωρήσει τις μέχρι τότε υποθέσεις του για τη δολοφονία της όμορφης Λόρα.
Σκηνοθεσία:
Otto Preminger
Κύριοι Ρόλοι:
Gene Tierney … Laura Hunt
Dana Andrews … ντετέκτιβ Mark McPherson
Clifton Webb … Waldo Lydecker
Vincent Price … Shelby Carpenter
Judith Anderson … Ann Treadwell
Dorothy Adams … Bessie Clary
James Flavin … ντετέκτιβ McEveety
Kathleen Howard … Louise
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jay Dratler, Samuel Hoffenstein, Elizabeth Reinhardt, Ring Lardner Jr.
Παραγωγή: Otto Preminger
Μουσική: David Raksin
Φωτογραφία: Joseph LaShelle
Μοντάζ: Louis R. Loeffler
Σκηνικά: Leland Fuller, Lyle R. Wheeler
Κοστούμια: Bonnie Cashin
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Laura
- Ελληνικός Τίτλος: Λάουρα
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Λώρα
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Laura της Vera Caspary.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ φωτογραφίας. Υποψήφιο για σκηνοθεσία, δεύτερο αντρικό ρόλο (Clifton Webb), διασκευασμένο σενάριο και σκηνικά.
Παραλειπόμενα
- Ο Otto Preminger ήρθε μετακόμισε μετά από μία ταινία στην Αυστρία, τη χώρα του, στις ΗΠΑ, αλλά φαινόταν να καθιερώνεται ως σκηνοθέτης ρουτίνας. Με αυτήν όμως την ταινία η καριέρα του ανατράπηκε τελείως προς το θετικό, τραβώντας για τα καλά την προσοχή του Χόλιγουντ και διαγράφοντας ακολούθως μια χρυσή πορεία.
- Ο Preminger αναζητούσε ένα θεατρικό κείμενο που θα μπορούσε να φέρει στην οθόνη, και ήταν η ατζέντισσα του που τον έκανε να προσέξει ένα θεατρικό με τίτλο Ring Twice for Laura, που ήταν ακόμα στο στάδιο της ολοκλήρωσης. Το στόρι άρεσε στον σκηνοθέτη, αλλά θεώρησε ότι ήθελε αρκετή δουλειά για να οπτικοποιηθεί, προσφέροντας χείρα βοήθειας στη συγγραφέα του, τη Vera Caspary. Οι δυο τους όμως διαφώνησαν για το ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να πάρει η σκηνοθεσία του, και η Caspary αναζήτησε αλλού συνεργασία, και συγκεκριμένα τον George Sklar. Σε αυτό το σημείο ήταν η Marlene Dietrich που είχε δείξει ενδιαφέρον να ερμηνεύσει θεατρικά τη Λόρα, αλλά όταν εξανεμίστηκε αυτό, η Caspary δεν έβρισκε πουθενά χρήματα ώστε να το περιοδεύσει ανά τις ΗΠΑ ή να το ανεβάσει στο Μπρόντγουεϊ και εγκατέλειψε την ιδέα.
- Το 1943, η Caspary αποφάσισε και μετέτρεψε το θεατρικό σε μυθιστόρημα, με την 20th Century Fox να πληρώνει 30 χιλιάδες δολάρια για τα κινηματογραφικά δικαιώματα, και να ορίζει για τους πρώτους ρόλους τους George Sanders και Laird Cregar. Η σκηνοθεσία ανατέθηκε στον Preminger, που θυμόταν τις διαφορές που είχε με τη συγγραφέα. Για αυτό και δεν ανακατεύτηκε με την αρχική συγγραφή του σεναρίου, αλλά δική του παρέμβαση ήταν να αναπτυχτεί περαιτέρω ο χαρακτήρας του Λίντεκερ (δίχως να συμφωνεί η Caspary). Επιστρέφοντας τότε από τον στρατό ο Darryl F. Zanuck, το αφεντικό του στούντιο, εκνευρίστηκε μαθαίνοντας ότι είχαν ξαναδώσει δουλειά στον Preminger, και του ανακοίνωσε πως μπορούσε να αναλάβει την παραγωγή αλλά όχι τη σκηνοθεσία. Αφού απορρίφθηκαν κάποιοι όπως ο Lewis Milestone, η δουλειά “μετακόμισε” στον Rouben Mamoulian. Αυτός με τη σειρά του αγνόησε όλες τις σημειώσεις του Preminger, ασχολήθηκε με το σενάριο από την αρχή και προσέλαβε τον Laird Cregar για τον ρόλο του Λίντεκερ. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν, αλλά άμεσα φανερώθηκαν τα προβλήματα που είχε ο Mamoulian με το καστ του. Υποτιμούσε τους σχετικά άπειρους Gene Tierney και Dana Andrews, και εξαφάνιζε τη συμμετοχή του θεατρικού Clifton Webb, επειδή τον είχε εγκρίνει και επιβάλει ο Preminger αντί του Cregar. Βλέποντας τα πρώτα πλάνα, ο Zanuck αναγνώρισε άμεσα το πρόβλημα και κάλεσε τους δύο σκηνοθέτες σε συνάντηση. Ο ένας έριχνε το φταίξιμο στον άλλον, αλλά ήταν ο Preminger που έπεισε το αφεντικό του στούντιο πως γνώριζε την ορθή κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει η ταινία. Του έδωσε έτσι την άδεια να απολύσει τον Mamoulian και να αναλάβει τη δουλειά, με τον Preminger να προσλαμβάνει νέο διευθυντή φωτογραφίας και νέους υπεύθυνους σκηνικών, αντικαθιστώντας και το έτοιμο πορτρέτο της Λόρα (ζωγραφισμένο από τη σύζυγο του Mamoulian) με ένα καινούργιο που ήταν στη ουσία μια επεξεργασμένη φωτογραφία της Tierney.
- Ο Darryl F. Zanuck δεν έμεινε ευχαριστημένος από το αρχικό μοντάζ, και επέμεινε να αλλαχτεί το φινάλε. Ο δημοσιογράφος όμως Walter Winchell, που έτυχε να το δει, συμβούλεψε τον Zanuck να το αλλάξει, κι εκείνος μη γνωρίζοντας πλέον τι να κάνει, επέτρεψε να επιστρέψει το αρχικό.
- Το σενάριο μεταφέρθηκε τέσσερις φορές στο ραδιόφωνο, αρχικά με τους ίδιους ηθοποιούς, ενώ οι Dana Wynter, Robert Stack και George Sanders πρωταγωνίστησαν σε μια τηλεοπτική εκδοχή το 1955 για τη σειρά The 20th Century Fox Hour.
- Η κριτική της εποχής το διάβασε ως μελόδραμα μυστηρίου με καλές ερμηνείες και διαλόγους, αλλά χρειάστηκε να περάσει καιρός για να καθιερωθεί ως ένα από τα εμβληματικότερα φιλμ νουάρ.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ανάμεσα σε άλλα, ο David Raksin έγραψε και το θέμα Laura, που με τους στίχους του Johnny Mercer έγινε τεράστια επιτυχία. Ένα από τα πλέον κλασικά τζαζ μοτίβα, έμελλε να ερμηνευτεί από πάνω από 400ους καλλιτέχνες, όπως οι Nat King Cole, Charlie Parker, Billy Eckstine και Frank Sinatra.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 19/11/2023
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ το σαββατοκύριακο που πέθανε η Laura», θυμάται στην εναρκτήρια αφήγηση ο διάσημος αρθρογράφος Waldo Lydecker (Clifton Webb). Αργότερα συνειδητοποιούμε ότι ήταν η φωνή ενός νεκρού. Όμως ποιος και γιατί σκότωσε την πανέμορφη Laura; Ο επιθεωρητής Mark McPherson (Dana Andrews) το ερευνά. Βασικός ύποπτος είναι ο Lydecker, ένας υπερόπτης με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και συνακόλουθη περιφρόνηση για όλους τους άλλους -εκτός από τη Laura, με την οποία συνδέθηκε στενά από τη στιγμή που πρωτογνωρίστηκαν: έγινε φίλη, προστατευόμενη, μούσα του. Αλλά τη Laura (Gene Tierney) τη θαύμαζαν και την ποθούσαν πολλοί άντρες, όπως ο -επίσης ύποπτος- Shelby Carpenter (Vincent Price), ένας ξεπεσμένος αριστοκράτης με ιδιαίτερα εμφανίσιμο παρουσιαστικό αλλά με αμφιβόλου ηθικής χαρακτήρα. Ύποπτη θεωρείται και η θεία της Laura, Anne Treadwell (Judith Anderson), η οποία είχε ελπίδες να γίνει σύζυγος του Carpenter και δυσανασχετούσε με το έντονο ενδιαφέρον του για την ανιψιά της. Ωστόσο τα πράγματα παίρνουν μια απροσδόκητη τροπή, όταν -κάνοντας έρευνα- ο McPherson αποκοιμιέται στο διαμέρισμα της Laura και ξυπνά «βλέποντας» τη δολοφονημένη να στέκεται μπροστά του. Είναι άραγε ένα όνειρο ή μια επιστροφή από τους νεκρούς;
Βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα της Vera Caspary -η οποία στη δεκαετία του 1950 θα έμπαινε στη μαύρη λίστα για τις κομμουνιστικές πεποιθήσεις της- και προσαρμοσμένη για τη μεγάλη οθόνη από τους Jay Dratler, Samuel Hoffenstein και Betty Reinhardt, η «Laura» πρωτοπροβλήθηκε το 1944, την ίδια χρονιά με το παρεμφερές «The Woman in the Portrait» του Fritz Lang, και έγινε αμέσως ακρογωνιαίος λίθος του φιλμ νουάρ. Η «Laura» ήταν η πρώτη σπουδαία ταινία του αυστριακού σκηνοθέτη Otto Preminger, ο οποίος αντικατέστησε τον Rouben Mamoulian μετά την έναρξη των γυρισμάτων. Ναι, είναι μια ταινία μυστηρίου και αναζήτησης δολοφόνου, αλλά περισσότερο από αυτό είναι μια σκοτεινή εξέταση της ρομαντικής εμμονής, της γυναικείας ειδωλοποίησης και της ανδρικής επιθυμίας για έλεγχο και κατοχή. Αν και δεν πρόκειται για τυπικό νουάρ με την οπτική έννοια -μεγάλο μέρος του διαδραματίζεται σε φωτεινούς εσωτερικούς χώρους, με λίγες παραχωρήσεις σε έντονο chiaroscuro και λοξές γωνίες λήψης- έχει πολλά από τα θεματικά χαρακτηριστικά του είδους: έναν ηθικά ύποπτο πρωταγωνιστή, μια πιθανά μοιραία γυναίκα, ένα υπόβαθρο λαγνείας και βίας, κοφτερό και όξινο διάλογο, ζοφερό κυνισμό για τις ερωτικές σχέσεις. Όμως το στοιχείο που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τοποθετεί την ταινία στο σύμπαν του νουάρ, είναι η ηθική της ασάφεια.
Η «Laura» είναι ταυτόχρονα συναρπαστικό μυστήριο δολοφονίας και σκοτεινή σάτιρα για τις ανδρικές στάσεις απέναντι στις γυναίκες. Οι δύο βασικοί χαρακτήρες Lydecker και McPherson είναι αντιδιαμετρικά διαφορετικοί. Ο Lydecker είναι σοφιστικέ και εκκεντρικός, με κοφτερό βλέμμα και ακόμη πιο αιχμηρά ειρωνική γλώσσα. Με έπαρση δηλώνει: «Στην περίπτωσή μου, η αυτοαπορρόφηση είναι απολύτως δικαιολογημένη. Ποτέ δεν ανακάλυψα κανένα άλλο θέμα τόσο άξιο της προσοχής μου». Θέλει να κατέχει τη Laura σαν ένα σπάνιο «κόσμημα», ένα αντικείμενο θαυμασμού για τις αισθητικές και πνευματικές της ιδιότητες. Υπονομεύει τους επίδοξους εραστές της γιατί είναι πιο νέοι, πιο όμορφοι και πιο μυώδεις -αν και η μειονεξία του αποδεικνύεται περισσότερο ψυχική παρά σωματική. Όσο για τη ζήλια του είναι προφανές ότι κρύβει τη διφορούμενη σεξουαλική του ταυτότητα. Όμως αυτή η έλλειψη αρρενωπότητάς, που τον εμποδίζει να κατακτήσει ολοκληρωτικά τη Laura, είναι ικανή να τον οδηγήσει ακόμη και στον φόνο;
Όσον αφορά τον McPherson, η έλξη του για τη Laura μπορεί να έχει μια πιο φυσική, πιο γήινη βάση, αλλά μας παραξενεύει το πόσο έλκεται από το πορτρέτο της, μυρίζει το άρωμά της και την ερωτεύεται ενώ γνωρίζει ότι είναι νεκρή. Ο Lydecker αναγνωρίζει τη φετιχιστική και εμμονική προσήλωση του McPherson, λέγοντάς του ότι θα καταλήξει σε ψυχιατρείο, όπου θα είναι ο «πρώτος ασθενής που ερωτεύτηκε ένα πτώμα». Αυτό φαντάζει ανατριχιαστικό, αλλά ταυτόχρονα ενδεικτικό τού πόσο εύκολα οι άνδρες ερωτεύονται το «ιδεατό» μιας γυναίκας, προβάλλοντας στην τέλεια εικόνα της Laura τις κρυφές επιθυμίες και εμμονές τους. Και είναι το ανέφικτο της κατάκτησής της αυτό που την καθιστά ακαταμάχητο αντικείμενο του πόθου.
Όμως και η ίδια η Laura αποτελεί ένα άλυτο μυστήριο, σαν να είναι ένα ολόγραμμα χωρίς υλική υπόσταση. Μέσα από τις μαρτυρίες των ανθρώπων που τη γνώρισαν, η ταινία ανατρέχει τις τελευταίες μέρες πριν από το θάνατό της, με μια σειρά από αναδρομές που εμπλέκουν τον θεατή στην αναζήτηση μιας αλήθειας που είναι τόσο θολή όσο και άπιαστη. Αλλά μετά από μια εκκίνηση που ακολουθεί τα πρότυπα του παραδοσιακού μυστηρίου δολοφονίας, το φιλμ σύντομα μετατρέπεται σε μια ιστορία νοσηρής εμμονής βουτηγμένης στη νεκροφιλία, για μια γυναίκα φάντασμα, που προκαλείται από την εικόνα ενός πορτρέτου. Τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της ταινίας, όταν μια συγκλονιστική ανατροπή θα ανατρέψει εντελώς την ιστορία, για να ανοίξει νέα ανησυχητικά ερωτήματα για το αιώνιο μοτίβο του Έρωτα και του Θανάτου.
Η μυθική ομορφιά της Gene Tierney, οι έντονοι και σοφιστικέ διάλογοι, το εκλεπτυσμένο εγκληματικό αίνιγμα, η απεικόνιση της σκοτεινής πλευράς της ύπαρξης μέσα από έναν κόσμο επιπολαιότητας και διασημότητας καταξιώνουν τη «Laura» ως εμβληματικό φιλμ νουάρ. Η ατμοσφαιρική φωτογραφία του κινηματογραφιστή Joseph LaShelle σε συνδυασμό με τις μελαγχολικές νότες του David Raskin ενσωματώνουν την συστατική ουσία από τις επιθυμίες, τις μνήμες και τις εμμονές που μπορούν να μετατραπούν σε δολοφονικές παρορμήσεις. Με μια συναρπαστική «επιστροφή από τους νεκρούς», ο Preminger δημιούργησε μια φιλμική παράφραση σε αυτό που ο Freud αποκάλεσε «επιστροφή των απωθημένων ενορμήσεων».
Βαθμολογία: