
Σιοτά, Νότια της Γαλλίας, Καλοκαίρι. Ο Αντουάν συμφώνησε να συμμετέχει σε ένα συγγραφικό εργαστήρι, όπου μερικοί νέοι άνθρωποι έχουν να γράψουν ένα αστυνομικό θρίλερ με τη βοήθεια της Ολίβια, μιας διάσημης νοβελίστριας. Η πρόοδος της συγγραφής θα αναθερμάνει το βιομηχανικό παρελθόν της πόλης, μια μορφή νοσταλγίας που δεν ενδιαφέρει τον Αντουάν. Πιο ευαίσθητος με τους φόβους του σύγχρονου κόσμου, ο νεαρός άντρας σύντομα έρχεται αντίθετος με την Ολίβια, η οποία θα τρομάξει, αλλά και θα σαγηνευτεί από τη βία του Αντουάν.
Σκηνοθεσία:
Laurent Cantet
Κύριοι Ρόλοι:
Marina Fois … Olivia Dejazet
Matthieu Lucci … Antoine
Florian Beaujean … Etienne
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Laurent Cantet, Robin Campillo
Παραγωγή: Denis Freyd
Μουσική: Edouard Pons, Bedis Tir
Φωτογραφία: Pierre Milon
Μοντάζ: Mathilde Muyard
Σκηνικά: Serge Borgel
Κοστούμια: Agnes Giudicelli
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: L’Atelier
- Ελληνικός Τίτλος: Το Ατελιέ
- Διεθνής Τίτλος: The Workshop
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Marina Fois) στα Cesar.
- Συμμετοχή στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Κανών.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 29/9/2018
Μια δεκαετία έχει περάσει από το «μπαμ» του «Ανάμεσα στους Τοίχους» και ο Laurent Cantet ακόμη να πλησιάσει παρόμοια καλλιτεχνικά ύψη, σίγουρα επειδή εκείνο το μείγμα πηγαίας ντοκιμαντερίστικης ειλικρίνειας και κοινωνικής τοιχογραφίας αποτελεί υπερβολικά ιδιάζουσα περίπτωση για να ακολουθηθεί εύκολα από κάτι ανάλογης ποιότητας. Στο «Ατελιέ» υπάρχει και πάλι σε ένα βαθμό αυτή η αυθεντικότητα στην αλληλεπίδραση στις σκηνές όπου οι μαθητές του εργαστηρίου γραφής ανταλλάσσουν απόψεις με τη βοήθεια της καθηγήτριάς τους. Αμφότεροι Campillo και Cantet δείχνουν μια εξαιρετική άνεση σε εκείνες τις στιγμές, τόσο πολύ που όταν η κάμερα φεύγει από αυτόν τον χώρο ο,τιδήποτε άλλο δείχνει λιγότερο ενδιαφέρον συγκριτικά. Όταν δε το σενάριο αποφασίζει να εστιάσει σε έναν εκ των μαθητών και να πάρει το δύσκολο δρόμο του ψυχογραφήματος, η ατσαλοσύνη στην ανάπτυξη αυτής της παράλληλης πλοκής που καταλήγει από ένα σημείο κι έπειτα να γίνει κύρια κάνει άσχημη αντίθεση με τη λεπτότητα και την ευρωπαϊκής κράσης οξυδέρκεια που υπάρχει στο χτίσιμο των σχέσεων μεταξύ των βασικών χαρακτήρων. Η πλειοψηφία των ανησυχιών που ταλαιπωρούν το συγκεκριμένο ήρωα μοιάζει με μια κλισέ έκθεση ιδεών για τα προβλήματα που μαστίζουν τους σύγχρονους έφηβους, ενώ και ο τρόπος που κλιμακώνεται η υποβόσκουσα συγκρουσιακή κατάσταση είναι αντιρεαλιστικός, κάτι ανεύθυνο για ένα φιλμ που αγγίζει τόσο φλέγοντα ζητήματα που πρέπει να βρουν μια επαρκή επίλυση στην οθόνη για παραδειγματισμό. Γενικότερα, ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεται η ιστορία του χαρακτήρα δίνει την εντύπωση πως αποπειράται με το ζόρι να δημιουργηθεί μια αντιπαράθεση με ένταση στο δραματουργικό πυρήνα από φόβο μήπως η παραμονή της κάμερας στο ατελιέ προκαλέσει πλήξη στο θεατή που επιθυμεί να «συμβαίνουν πράγματα».
Παρόλα τα λάθη, υπάρχουν στοιχεία που αξίζουν προσοχής εδώ και καθιστούν τη θέαση μια τουλάχιστον ενδιαφέρουσα εμπειρία. Η πένα των σεναριογράφων έχει στιγμές που τσακίζει κόκαλα, ενώ και το σύνηθες και τετριμμένο εύρημα της σύνοψης μιας κοινωνίας μέσα από ένα μικρόκοσμο που εδώ εκπροσωπεί η ομάδα συγγραφής των νεαρών εδώ λειτουργεί ως μια συμπυκνωμένη μελέτη γιατί δεν πατάει σε στερεότυπα (ίσα ίσα που μερικοί εκ των διαλόγων τα ανατρέπουν κιόλας) αλλά σε όσο το δυνατόν περισσότερο αληθοφανείς συμπεριφορές. Η ταινία ευτυχεί και στην επιλογή της πρωταγωνίστριας, με την ήρεμη δύναμη που ακούει στο όνομα Marina Foïs να κατορθώνει να εξισορροπεί υπέροχα τη ζεστασιά και τη σιγουριά ενός πνευματικού και συναισθηματικού μέντορα που θα ανέμενε κάποιος από ένα φιλμ με έναν «πεφωτισμένο» δάσκαλο στο επίκεντρο με μια πιο ευάλωτη πλευρά, χωρίς γλυκανάλατους συναισθηματισμούς στους οποίους θα κατέφευγαν συντελεστές με διαφορετική νοοτροπία. Όσο κι αν τα παιδιά είναι σχεδόν όλα έξοχα, στο τέλος είναι η φυσιογνωμία της που μένει περισσότερο στη μνήμη.
Είναι κρίμα που εν τέλει επιλέγεται αντί της κοινωνικοπολιτικής η ψυχολογική ματιά (ειδικά από τη στιγμή που η δεύτερη είναι επιδερμικότατη), μιας και είναι η πρώτη στην οποία τα πάει καλύτερα το σεναριακό δίδυμο, έστω κι αν κάποιες διαπιστώσεις τους, ειδικά αυτές που αφορούν το σταδιακό εκφασισμό του «μέσου» ανθρώπου, παραείναι απλοϊκές. Το καλό είναι πως ακόμη κι αν κάποια συμπεράσματα έχουν ξαναειπωθεί, και μάλιστα και με καλύτερο τρόπο, ο τόνος στον οποίο μεταδίδονται τα μηνύματα είναι ορθός, ποτέ δε δίνεται αφορμή να ισχυριστεί κάποιος ότι νιώθει το φιλμ να του κουνάει το δάχτυλο. Αν ληφθεί δε υπόψιν ότι τρόπον τινά πρόκειται για σινεμά που απευθύνεται σε νέες ηλικίες, είναι αισιόδοξο ότι η ευρωπαϊκή σχολή κρατάει μέχρι και σήμερα τα σκήπτρα της έμμεσης διαπαιδαγώγησης έτσι όπως το κάνει σταθερά εδώ και δεκαετίες. Από τη στιγμή που υπάρχει και αυτός ο ρόλος της «υγιεινής τροφής» που πρέπει να επιτελεστεί, ίσως αυτό να δικαιολογεί και γιατί οι καταστάσεις δεν οδηγούνται στα άκρα. Στη διαδικασία αναμονής για την επόμενη πραγματικά μεγάλη ταινία του Cantet, ακόμη και μια «προθέρμανση» σαν αυτή είναι καλοδεχούμενη, ειδικά από τη στιγμή που έχει κι ευγενείς προθέσεις.
Βαθμολογία: