Στις αρχές του 20ού αιώνα, ένας οίκος ανοχής του Παρισιού ζει τις τελευταίες μέρες της ιστορίας του. Στον μικρόκοσμό του, σαν σε όνειρο, κάτω από τα ακριβά σατέν και τη ζωηρή μουσική, μπορεί κάποιες φορές να κρύβεται ένας μοιραίος έρωτας, μια ανίατη ασθένεια ή και μια επικίνδυνη διαστροφή. Ένα σκοτεινό πάρτι όπου κάποιοι άνδρες ερωτεύονται κι άλλοι γίνονται επικίνδυνα βίαιοι, ενώ οι γυναίκες μοιράζονται μυστικά, φόβους, χαρές, πάθη, πόνους.
Σκηνοθεσία:
Bertrand Bonello
Κύριοι Ρόλοι:
Celine Sallette … Clotilde
Hafsia Herzi … Samira
Jasmine Trinca … Julie
Adele Haenel … Lea
Alice Barnole … Madeleine
Iliana Zabeth … Pauline
Noemie Lvovsky … Marie-France
Louis-Do de Lencquesaing … Michaux
Xavier Beauvois … Jacques
Jacques Nolot … Maurice
Esther Garrel … νεαρή πόρνη
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Bertrand Bonello
Παραγωγή: Bertrand Bonello, Kristina Larsen
Μουσική: Bertrand Bonello
Φωτογραφία: Josee Deshaies
Μοντάζ: Fabrice Rouaud
Σκηνικά: Alain Guffroy
Κοστούμια: Anais Romand
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: L’Apollonide (Souvenirs de la Maison Close)
Ελληνικός Τίτλος: Οίκος Ανοχής
Διεθνής Τίτλος: House of Tolerance
Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: House of Pleasures [ΗΠΑ]
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
- Βραβείο κοστουμιών στα Cesar. Υποψήφιο για δεύτερο γυναικείο ρόλο (Noemie Lvovsky), πλέον υποσχόμενη ηθοποιό (Adele Haenel και Celine Sallette), μουσική, φωτογραφία, σκηνικά και ήχο.
Παραλειπόμενα
- Το σενάριο προήλθε από τη συγχώνευση δύο ιδεών που είχε ο Bertrand Bonello για ταινία. Είχε αρχικά προσπαθήσει επί 10 έτη να κάνει ένα φιλμ για τους σύγχρονους οίκους ανοχής, ενώ αργότερα είχε σκεφτεί μια ταινία που να ανέπτυσσε τη δυναμική ανάμεσα σε μια ομάδα γυναικών.
- Η ιδέα για την ουλή σε σχήμα χαμόγελου είναι φόρος τιμής στο The Man Who Laughs του Victor Hugo, και ειδικότερα στην κλασική ομώνυμη ταινία που βασίζεται σε αυτό, του Paul Leni (1928). Ο σκηνοθέτης δήλωσε πως όταν έγραφε το σενάριο ονειρεύτηκε επί δύο νύχτες τη συγκεκριμένη ταινία, και μέσα από το όνειρο προέκυψε και ο φόρος τιμής.
- Το κάστινγκ πήρε 9 μήνες για να ολοκληρωθεί, μια και ο σκηνοθέτης δεν ήθελε μονάχα επαγγελματίες ηθοποιούς. Του αρκούσε να μπορούσαν να εργαστούν ως ομάδα.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 14/4/2012
Η τελευταία φάση ενός πορνείου πολυτελείας στο Παρίσι, λίγο πριν ανατείλει ο 20ος αιώνας και κατεβάσει ρολά, όπως τα περισσότερα τέτοια στέκια της παλιάς εποχής. Τα καλά παρισινά πορνεία του 19ου αιώνα λειτουργούσαν ως σαλόνια πνιγμένα στο ντεκόρ, όπου πόρνες και πελάτες περνούσαν νωχελικά τις ώρες τους πίνοντας, καπνίζοντας, ενίοτε και όπιο, παίζοντας χαρτιά ή άλλα παιχνίδια, συζητώντας σοβαρά ή αστεία, άλλοτε χορεύοντας συνοδεία πιάνου: στην περίπτωση μας, έχουμε και ως μασκότ έναν μαύρο πάνθηρα. Ο χρόνος πάνω στα δωμάτια του έρωτα ήταν το λιγότερο. Το εργασιακό καθεστώς έμοιαζε με μεταξωτή δουλεία. Καθώς οι πόρνες επωμίζονταν τα έξοδα για τα ρούχα και τα καλλυντικά τους, ήταν πάντα χρεωμένες στη μαντάμ, άρα δια βίου δεσμευμένες, ενώ η ομαδική και μόνο ομαδική τους έξοδος για βόλτα στην εξοχή ήταν σπάνια. Γερνώντας, «πωλούντο» σε λαϊκά μπορντέλα.
Ο Μπερτράν Μπονελό στήνει μια αλά nouvelle-vague ατμόσφαιρα με ελάχιστη πλοκή, μάλλον με λίγα περιστατικά: ένας νηφάλιος νεαρός πελάτης ένα βράδυ σχίζει πολύ ήρεμα με μαχαίρι δεξιά κι αριστερά τα μάγουλα της αγαπημένης του πόρνης, μεταμορφώνοντας την σε «χαμογελαστή» γυναίκα. Δυο πόρνες κολλάνε σύφιλη, η μια πεθαίνει. Ένα πελάτης ζητάει από μια μικρή να του παραστήσει την κούκλα, άλλοτε τη Γιαπωνέζα. Κάποια φορά, η «χαμογελαστή» καλείται σε άλλο πριβέ σαλόνι για να ικανοποιήσει μια ομήγυρη που διψάει να δει και να αγγίξει το «διαφορετικό». Αυτό που κυρίως παρακολουθούμε είναι τις ίδιες τις κοπέλες, τα σώματα και τα πρόσωπά τους καθώς παίζουν συνεχεία τον άδηλα βασανιστικό ρόλο του φετίχ, ενώ αναμεταξύ τους ανταλλάσσουν τις αθέατες από τους άντρες ψυχές τους.
Όμως, το ιδιαίτερο στίγμα του φιλμ είναι η αργή, χαμηλόφωνη, ναρκωτική σύλληψη αυτού του μικροσύμπαντος. Δεν υπάρχουν εξάρσεις, εκτός από την κραυγή της «χαμογελαστής» το μοιραίο βράδυ, όλα κυλάνε σαν ποτισμένα με όπιο, όλα είναι έγχρωμες σκιές σε βαθυκόκκινο φόντο και ψίθυροι. Ο χρόνος έχει σταματήσει εδώ μέσα. Έξω, όμως, ο χρόνος κυλάει ιλιγγιωδώς, μπαίνουμε σε νέο αιώνα όλο κίνηση και κατακλυσμιαίες αλλαγές: το 1900, η ιστορική παγκόσμια έκθεση του Παρισιού συγκεντρώνει όλη τη νέα τεχνολογία και όλες τις κουλτούρες του κόσμου εγκαινιάζοντας την Art Nouveau. Αυτή η αντίθεση δεν είναι αφηγηματικά ορατή αλλά λειτουργεί συνειρμικά. Η ραστώνη του παλαιού πορνείου σβήνει μαζί με τους φορείς της, τα σαλόνια της εκλεπτυσμένης ηδονής θα κλείσουν και οι πόρνες θα βγουν στους δρόμους να ψαρεύουν «ελεύθερες» ….
Το φιλμ είναι μια ιδιόρρυθμη ελεγεία. Πολύ υποκειμενικό αν αρέσει ή όχι. Ο μουσικός αναχρονισμός στην περίπτωση του «Nights in White Satin» των Moody Blues δένει, στο ηλεκτρικό blues «κλωτσάει».
Βαθμολογία: