Ένας αρχάριος ελεγκτής μάχης της πολεμικής αεροπορίας και ένας έμπειρος πιλότος drone υποστηρίζουν μια ομάδα της Delta Force, καθώς προσπαθούν να μετατρέψουν μια αποστολή που πήγε στραβά, σε επιχείρηση διάσωσης.
Σκηνοθεσία:
William Eubank
Κύριοι Ρόλοι:
Liam Hemsworth … J.J. Kinney
Russell Crowe … Eddie ‘Reaper’ Grimm
Luke Hemsworth … λοχίας Abel
Ricky Whittle … λοχίας Bishop
Milo Ventimiglia … John ‘Sugar’ Sweet
Chika Ikogwe … Nia Branson
Robert Rabiah … Saeed Hashimi
Daniel MacPherson … συνταγματάρχης Duz Packett
George Burgess … Cooper
Gunner Wright … David Andrews
Joey Vieira … Trevor Pinner
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: William Eubank, David Frigerio
Παραγωγή: Adam Beasley, William Eubank, Mark Fasano, Arianne Fraser, David Frigerio, Michael Jefferson, Petr Jakl, Nathan Klingher, Ryan Winterstern
Μουσική: Brandon Roberts
Φωτογραφία: Agustin Claramunt
Μοντάζ: Todd E. Miller
Σκηνικά: Nathan Blanco Fouraux
Κοστούμια: Phil Eagles
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Land of Bad
- Ελληνικός Τίτλος: Εμπόλεμη Ζώνη
Παραλειπόμενα
- Τα γυρίσματα έγιναν στην Αυστραλία, με την παραγωγή να εκμεταλλεύεται τα κίνητρα της τοπικής κυβέρνησης, και σε αντίτιμο πρόσφερε 270 θέσεις εργασίας σε Αυστραλούς.
- Πρώτη κοινή εμφάνιση για τα αδέλφια Liam και Luke Hemsworth.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 22/2/2024
Έχουν ξαναγραφτεί τα περί ατλαντικού ιμπεριαλισμού που επεκτείνεται και στο πεδίο της τέχνης (το έδαφος καλλιεργήθηκε υπέρ το δέον στο πεδίο της πολεμικής περιπέτειας τα τελευταία χρόνια από το 2001 και μετά), και το εν λόγω φιλμ δεν διαφοροποιείται από αυτόν τον κανόνα, οπότε μένει το αν λειτουργεί σαν σινεμά πέραν αυτής της επισήμανσης. Η απάντηση είναι δυστυχώς αρνητική για πολλούς λόγους.
Ένα αρκετά μεγάλο πρόβλημα είναι η εξοργιστική αναληθοφάνεια, ειδικά στην κορύφωση που μοιάζει να υποτιμά τη νοημοσύνη του θεατή με το πόσο βολικά «σερβίρει» κάποιες καταστάσεις για ένα μέρος των χαρακτήρων. Και αν υπάρχει κάποιος ρεαλισμός στην πρώτη πράξη όσον αφορά την περιγραφή των λεπτομερειών της τακτικής του αμερικανικού στρατού, αυτός θυσιάζεται από ένα σημείο κι έπειτα για την τέρψη ενός θεατή που για οποιονδήποτε λόγο θα «χάψει» πιο εύκολα τα δρώμενα, και μαζί θυσιάζεται και το όποιο σασπένς καθώς γίνεται κατανοητό ότι θα εμφανιστεί πάντα κάποιος βολικός από μηχανής θεός για να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Το ενδιαφέρον μειώνεται όσο περνάνε τα λεπτά και η όλη εμπειρία θυμίζει την κατανάλωση άνοστου φαγητού: δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα εδώ που να μην έχει ξαναγίνει καλύτερα από μια Kathryn Bigelow, για παράδειγμα. Για να μη γίνει εκτεταμένη αναφορά στο πόσο επαναλαμβανόμενη είναι η δράση… Και τι μένει άραγε; Οι «αληθοφανείς» συζητήσεις μεταξύ στρατιωτικών με τους συνήθεις χοντροκομμένους αστεϊσμούς (αν και όχι στον ίδιο βαθμό σε σύγκριση με παλιότερα χρόνια) που τόσο πολύ έχουν γίνει κορεσμένοι με το πέρασμα των δεκαετιών; Το ηθικοπλαστικό λογύδριο του Russell Crowe στο τέλος που είναι διεκπεραιωτικό ακόμη και για τη μερίδα του κοινού που ξεσηκώνεται από παρόμοιες στιγμές; Ίσως θα μπορούσε να αναφέρει κανείς τις σκηνές των συμπλοκών, που παρότι δεν είναι και οι πιο εντυπωσιακές που έχουν γυριστεί ποτέ (είναι και το θέμα του προϋπολογισμού), λειτουργούν ως προς το να μεταφέρουν μια ένταση, όπως και τη φωτογραφία του Agustin Claramunt στις σεκάνς που διαδραματίζονται σε φυσικά τοπία. αλλά από μόνα τους αυτά τα στοιχεία σίγουρα δεν αρκούν ώστε να καταστήσουν το όλο «πακέτο» πραγματικά άξιο πρότασης.
Ο Liam Hemsworth είναι ένας μάλλον ουδέτερος πρωταγωνιστής, δεν ξεχωρίζει ερμηνευτικά με κάποιον τρόπο, χωρίς αναγκαστικά να κάνει αρνητική εντύπωση, οπότε ίσως το βάρος για στιγμές που να «κλέβουν» την παράσταση να πέφτει κυρίως πάνω στον Crowe, αναμενόμενα πληθωρικός και αβανταδόρικος, όχι όμως με τρόπο που μπορεί να αποτινάξει την αίσθηση ότι κάνει κάτι παραπάνω από το τυπικό και που να κάνει αυτόν τον ρόλο του να θυμίζει κάτι από τον καιρό της μεγάλης του ακμής.
Σε τελική ανάλυση, παρακολουθώντας την «Εμπόλεμη Ζώνη» αναρωτιέται κανείς τι το ξεχωριστό υπήρχε σε αυτήν την ιστορία για να κινηματογραφηθεί και γιατί, αν αρέσκεται σε αυτού του τύπου φιλομιλιταριστικά φιλμ, να μην επιλέξει εναλλακτικά να δει ξανά κάτι δοκιμασμένο σαν το «Μαύρο Γεράκι: Η Κατάρριψη». Η ώρα περνάει μεν, αλλά με άχαρο τρόπο, και πέραν των ιδεολογικών ζητημάτων δεν υπάρχει κάτι που να βγάζει το σύνολο από μια αίσθηση ρουτίνας. Είναι ένα σινεμά ξεπερασμένο, παρότι η σημερινή του μορφή δεν έχει σχηματιστεί ολοκληρωμένα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, που στο τώρα δεν φέρνει μια μυρωδιά νοσταλγίας, αλλά έναν αέρα ανίας.
Βαθμολογία: