
Η Κριστίν ΜακΦέρσον, στοργικά ονομαζόμενη, αλλά και αυτοαποκαλούμενη Λαίδη Μπερντ, είναι μια φιλόδοξη, λαμπρή και πρώιμα ανεπτυγμένη τελειόφοιτος του σχολείου. Αναζητώντας να απελευθερωθεί από τα προάστια του Σακραμέντο, ονειρεύεται μια διαφορετική ζωή γεμάτη ουρανοξύστες της ανατολικής ακτής, μεγάλα πανεπιστήμια και κοσμοπολίτικη ζωή. Αλλά οι βαθμοί της δεν είναι οι πιο υψηλοί και δεν έχει καμία σημαντική διασύνδεση, κι έτσι η Λαίδη Μπερντ πρέπει να εκμεταλλευτεί τις εξωσχολικές της δραστηριότητες για να συνεχίσει να ονειρεύεται το κολέγιο. Μπαίνει στη θεατρική ομάδα και εκεί γνωρίζει νέους φίλους, τις πρώτους της έρωτες και μια έντονη δημόσια ζωή. Με τη μητέρα να είναι επικριτική και να εργάζεται διπλές βάρδιες ως νοσοκόμα, τον πατέρα πρόσφατα απολυμένο και τον αδελφό της να έχει βγάλει το Μπέρκλεϊ και να δουλεύει σε σούπερ-μάρκετ, ξέρει ήδη ότι η καλή ζωή μετά το σχολείο δεν είναι ένας απλός περίπατος στο πάρκο.
Σκηνοθεσία:
Greta Gerwig
Κύριοι Ρόλοι:
Saoirse Ronan … Christine ‘Lady Bird’ McPherson
Laurie Metcalf … Marion McPherson
Tracy Letts … Larry McPherson
Lucas Hedges … Danny O’Neill
Timothee Chalamet … Kyle Scheible
Beanie Feldstein … Julianne ‘Julie’ Steffans
Lois Smith … αδελφή Sarah Joan
Stephen McKinley Henderson … πάτερ Leviatch
Odeya Rush … Jenna Walton
Jordan Rodrigues … Miguel McPherson
Jake McDorman … Κος Bruno
Laura Marano … Diana Greenway
Andy Buckley … θείος Matthew ‘Matt’
Kathryn Newton … Darlene Bell
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Greta Gerwig
Παραγωγή: Eli Bush, Evelyn O’Neill, Scott Rudin
Μουσική: Jon Brion
Φωτογραφία: Sam Levy
Μοντάζ: Nick Houy
Σκηνικά: Chris Jones
Κοστούμια: April Napier
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Lady Bird
- Ελληνικός Τίτλος: Lady Bird
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Πασχαλίτσα [φεστιβάλ]
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Saoirse Ronan), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Laurie Metcalf) και αυθεντικού σεναρίου.
- Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας στην κατηγορία κωμωδία/μιούζικαλ και πρώτου γυναικείου ρόλου (Saoirse Ronan) στην ίδια κατηγορία. Υποψήφιο για δεύτερο γυναικείο ρόλο (Laurie Metcalf) και σενάριο.
- Υποψήφιο για Bafta πρώτου γυναικείου ρόλου (Saoirse Ronan), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Laurie Metcalf) και σεναρίου.
Παραλειπόμενα
- Πρώτη σόλο σκηνοθεσία για την Greta Gerwig, μια και η πρώτη της δουλειά υπό αυτή την ιδιότητα συνυπογράφονταν από τον Joe Swanberg.
- Η Gerwig έκανε δύο χρόνια για να γράψει το σενάριο, το οποίο χαρακτήρισε ημι-αυτοβιογραφικό (αν και σημείωσε πως τίποτα από όσα βλέπουμε δεν συνέβη αληθινά στη ζωή της). Στην αρχική του μορφή ήταν 350 σελίδων και έφερε τίτλο Mothers and Daughters.
- Gerwig και Saoirse Ronan συναντήθηκαν στο φεστιβάλ του Τορόντο του 2015, και πέρασαν ώρες μαζί σε δωμάτιο ξενοδοχείου. Εκεί η Ronan πρόβαρε τον ρόλο της Λέιντι Μπερντ, ενώ η σκηνοθέτρια σιγοντάριζε με τους υπόλοιπους. Δεν άργησε καθόλου να ανακοινωθεί το όνομα της ηθοποιού για τον πρώτο ρόλο.
- Στον Lucas Hedges δόθηκε η ευκαιρία να επιλέξει όποιον ρόλο ήθελε εκείνος.
- Για να προετοιμάσει το καστ και το επιτελείο της, η δημιουργός τούς μοίρασε φωτογραφίες από το παλιό σχολείο της και αποσπάσματα έργων της συγγραφέως Joan Didion, ενώ όλοι μαζί επισκέφτηκαν την πόλη που γεννήθηκε.
- Ενώ ήθελε να γυρίσει την ταινία με κάμερα Super 16, οι οικονομικές δυνατότητες του μπάτζετ ανάγκασαν την Gerwig να την κάνει με Arri Alexa Mini.
- Με μόλις 10 εκατομμύρια δολάρια προϋπολογισμό, η ταινία έβγαλε 79.
- Σε podcast του 2018, η δημιουργός είχε εκφράσει τη θέληση της να δημιουργήσει “πνευματικά σίκουελ” της ταινίας.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 24/9/2018
Να που η Greta Gerwig αποπλήρωσε τις καλές της επιλογές ως ηθοποιός, ειδικά στο πλάι του Noah Baumbach, και με το ουσιαστικό της σκηνοθετικό ντεμπούτο σπάει τα πρότυπα. Και το φοβερό είναι πως δεν κάνει κάτι το υπερβατικό για να το πετύχει, απλά μπογιατίζει με τα χρώματα μιας indie ταινίας όλα αυτά που αποτελούσαν τον κορμό των νεανικών ταινιών από τη δεκαετία του 1980. Μάλιστα, σαν να «καρφώνει» και το «Juno» για τη μη επιμονή του στο ανεξάρτητο ύφος, ενώ την ίδια ώρα παραδίδει μαθήματα για το πώς πρέπει να είναι μια αληθινά indie ταινία στις ΗΠΑ, αν θέλει να βρει επαφή με το mainstream κοινό, αλλά την ίδια ώρα να μην καταπατήσει τα σύνορα που χωρίζουν αυτές τις δύο κινηματογραφικές «νοοτροπίες».
Εν ολίγοις, το «Lady Bird» εμμένει πιστό στο ύφος του από την αρχή ως το φινάλε, δεν κάνει χάρες υπέρ ενός mainstream κοινού, μα είναι τόσο μα τόσο πιστό στην ενεργοποίηση του DNA ενός Αμερικανού που έχει μεγαλώσει αγαπώντας τις νεανικές ταινίες (και δη ενός παγκοσμίου κοινού που θέλοντας ή μη έχει γαλουχηθεί με αυτές). Ένας συνδυασμός που ελλόχευε χρόνια στο ανεξάρτητο σινεμά, αλλά ποτέ δεν είχε βρει μια έκφραση σαν αυτή για να γίνει ο σωστός «γάμος». Το φιλμ της Gerwig έχει μεν ένα όμορφο σενάριο, καλογραμμένο σχεδόν σε όλα του τα σημεία, αλλά δεν είναι καλύτερο από ενός «Μπρέκφαστ Κλαμπ» ή ενός «Νέοι, Ωραίοι και Άνεργοι». Είναι ο σκηνοθετικός τρόπος που αυτό εφαρμόζεται επί της οθόνης, που σπάει το κατεστημένο, δίνει μια επιπλέον νότα ρεαλισμού και σοβαρότητας στα δρώμενα. Και βέβαια μιλάμε για δραμεντί, ένα είδος κατεξοχήν γεννημένο μέσα από τον ανεξάρτητο κινηματογράφο, μια και οι προ αυτού κανόνες ήθελαν τα είδη πιο ξεκάθαρα στις ΗΠΑ. Είναι αυτό το χιούμορ που συμπλέει με καταστάσεις που φτάνουν ακόμα και στην τραγωδία, που στην εν λόγω περίπτωση είναι όλο αυτό το ανακάτωμα στο μυαλό της ηρωίδας.
Η Lady Bird δεν διανύει μια ήβη δυσκολότερη από του καθενός, μάλιστα συμβιβάζεται εύκολα με καταστάσεις όπως ένα καθολικό σχολείο, που για άλλους θα ήταν αφόρητες. Το δε σενάριο δεν θέλει να βαρύνει το θέμα με κοινωνική καταγγελία επί του οποιουδήποτε, θέλει απλά να ζήσει μέσα στο μυαλό της νεαρής, να μελετήσει το πώς είναι να μη γνωρίζεις τι θέλεις ακόμα, να μην έχεις ως εφόδιο αυτό που για τους μεγαλύτερους είναι αυτονόητο, δηλαδή την εμπειρία, αλλά και να παρασυρθεί με τα βιώματα της που ένα προς ένα μπορεί να μην είναι κοσμογονικά για κανέναν, πέρα από την ίδια κι αυτούς που την αγαπούν αληθινά. Η Saoirse Ronan γίνεται ένα με τη Lady Bird, ερμηνεύει με άνεση το αψυχολόγητο του χαρακτήρα της, θυμίζει παλιούς ήρωες νεανικών ταινιών, αλλά την ίδια ώρα μια ηρωίδα του σήμερα. Έχει αυτό το διαχρονικό που ενώνει τον νέο από την εποχή που καρπώθηκε τα σκήπτρα της δικής του επανάστασης (να είναι καλά οι δεκαετίες του 1950-60), κι έρχεται να θυμίσει ότι τίποτα από τα βασικά δεν έχουν αλλάξει τώρα που γίνεται η επίθεση της τεχνολογίας στη ζωή του, ακόμα κι αν μεγαλώνοντας νομίζουμε πάντα ότι τα δικά μας νιάτα ήταν διαφορετικά και κατά πολύ καλύτερα από των σημερινών νέων.
Όπως και να έχει, η Gerwig έπλασε μια χαρακτηριστική περίπτωση έφηβης του τότε, του σήμερα, του αύριο. Και δεν θα κατάφερνε τίποτα αν δεν χρωμάτιζε την ιστορία της με όσα έμαθε από την ερμηνευτική της πορεία στον ανεξάρτητο χώρο. Αν το σκεφτείς, διόλου τυχαία, αυτός ο χώρος φέρει την κύρια ιδιότητα που αποζητά αληθινά ο καθένας σε εκείνη την ηλικία και τον ωθεί στην προσωπική του επανάσταση. Μήπως το αμερικανικό indie είναι εντέλει πλασμένο και οριοθετημένο επακριβώς να εκφράζει το νεανικό σινεμά περισσότερο από ό,τι άλλο;
Βαθμολογία: