Δύο ζητιάνοι, ο Πολ και ο Ζαν, ακολουθούν το μονοπάτι του Αγίου Ιακώβου με προορισμό την ισπανική πόλη Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα. Καθ’ οδόν, συναντούν, εκτός τόπου και χρόνου, διάφορες μορφές, οι οποίες εκπροσωπούν διδασκαλίες της χριστιανικής πίστης, κι επεξηγούν ποικίλα δόγματα κι αιρέσεις, πάντα με βάση την Αγία Γραφή.

Σκηνοθεσία:

Luis Bunuel

Κύριοι Ρόλοι:

Paul Frankeur … Pierre

Laurent Terzieff … Jean

Alain Cuny … ο άντρας με την κάπα

Edith Scob … Παναγία

Bernard Verley … Ιησούς

Francois Maistre … ιερέας

Claude Cerval … ταξίαρχος

Muni … ηγουμένη

Julien Bertheau … Richard

Michel Piccoli … μαρκήσιος de Sade

Pierre Clementi … ο διάβολος

Delphine Seyrig … πόρνη

Jean-Claude Carriere … επίσκοπος

Luis Bunuel … αφηγητής (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Luis Bunuel, Jean-Claude Carriere

Παραγωγή: Serge Silberman

Μουσική: Luis Bunuel

Φωτογραφία: Christian Matras

Μοντάζ: Louisette Hautecoeur

Σκηνικά: Pierre Guffroy

Κοστούμια: Jacqueline Guyot

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: La Voie Lactee
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Γαλαξίας
  • Διεθνής Τίτλος: The Milky Way

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο Interfilm στο φεστιβάλ Βερολίνου.

Παραλειπόμενα

  • Ο Luis Bunuel κατονόμασε αργότερα αυτή τη σουρεαλιστική του ταινία ως πρώτη μιας τριλογίας με τίτλο “η αναζήτηση για την αλήθεια”, που συμπληρώνονταν με τα: Η Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας (1972) και Το Φάντασμα της Ελευθερίας (1974).
  • Η ταινία δέχτηκε δισταγμό κατά την υποδοχή της, και η επιτυχία της ήταν περιορισμένη. Κατά τον 21ο αιώνα, όμως, αυτό αναθεωρήθηκε από τους σύγχρονους σινεφίλ και κριτικούς.
  • Για τη συγγραφή του σεναρίου, Bunuel και Carriere έκαναν πρώτα έρευνα στο Λεξικό των Αιρέσεων του αβά Pluquet, ώστε οι επιμέρους αναφορές τους να έχουν ιστορική βάση.
  • Σύμφωνα με τη αυτοβιογραφία του ισπανού δημιουργού, ο Bunuel εμπνεύστηκε να κάνει το έργο διαβάζοντας το Historia de los Heterodoxos Espanoles του Marcelino Menendez y Pelayo.
  • Επαναπροβολή στην Ελλάδα με νέες ψηφιακές αποκαταστημένες κόπιες 2K: 11 Απριλίου 2019.

Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur

Έκδοση Κειμένου: 2/2/2020

Σε μια από τις λιγότερο γραμμικές και λογικές αφηγήσεις του Μπουνιουέλ, δύο περιπλανώμενοι πιστοί ακολουθούν τον «δρόμο προσκυνήματος» προς την πόλη Σαντιάγο ντε Κομποστέλα. Οι πληροφορίες που έχουμε για αυτούς είναι μηδαμινές. Το παρελθόν τους ή η αιτία της διαδρομής τους, άγνωστα. Η πρώτη τους συνάντηση, αυτή με έναν ρασοφόρο άντρα που μοιάζει να βγήκε απ’ τα χρόνια του Μεσαίωνα (αλλιώς, μόνο από κάποιο πανηγύρι), θα θέσει τα θεμέλια όλων των κατοπινών συναντήσεων και σταθμών αυτού του «πειραγμένου» road-movie: ο ρεαλισμός είναι ανύπαρκτος και η λογική καλά καμουφλαρισμένη.

Γιατί το οδοιπορικό των δύο αντρών προφανώς και δεν είναι μια κυριολεκτική πορεία προς έναν (τοπικό) προορισμό, μα δεν είναι ούτε και απλώς μια συμβολική αλλά γραμμική διαδρομή πνευματικής αναζήτησης. Πρόκειται για ένα άναρχο… χωροχρονικό ταξίδι στα βάθη της χριστιανικής ιστορίας, που συνθέτει ένα αφαιρετικό δοκίμιο πάνω στην πίστη. Φανατισμένες ή αντιδραστικές αιρέσεις, θρησκευτικοί ηγέτες εναντίον αδυνάμων εξουσιαζόμενων-αμφισβητιών, ένας πάπας (παιγμένος από τον ίδιο τον Μπουνιουέλ) στημένος στον τοίχο για εκτέλεση, μέχρι κι ο ίδιος ο Χριστός περνούν από την οθόνη, αλληλεπιδρώντας ή και όχι με τους κεντρικούς χαρακτήρες και πλέκοντας έναν χαλαρό αφηγηματικό ιστό που θέτει ερωτηματικά και αδιαφορεί για τις απαντήσεις.

Πολλές απ’ τις σκηνές μοιάζουν παράταιρες, «άσχετες» ή και αντιφατικές μεταξύ τους. Σαν μεμονωμένες βινιέτες που συνδέονται μόνο συνειρμικά, άλλοτε απαντώντας η μία στην άλλη και άλλοτε αντιφάσκοντας παράλογα. Η έννοια του χωροχρόνου προσπερνιέται, μαζί της κι η αίσθηση του αφηγηματικού (και κατ’ επέκταση διανοητικού) προσανατολισμού. Τη στιγμή που θα φτάσουμε σ’ αυτό τον αναθεματισμένο τον καθεδρικό ναό του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, θα έχουμε χάσει το νήμα της φυσικής και νοηματικής διαδρομής -κι έτσι, θα έχουμε αγκαλιάσει (αν βλέπουμε το φιλμ ανοιχτόμυαλα) τον παράλογο κόσμο που αποτελεί την πραγματική καλλιτεχνική-πνευματική πρόταση του Μπουνιουέλ.

Γιατί μπορεί το φιλμ να κάνει συνεχείς αναφορές σε συγκεκριμένα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα που μάλλον δεν γνωρίζουμε και στην τελική δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε, μα η δημιουργική προσέγγιση δεν είναι στ’ αλήθεια (όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως) μια δοκιμιακή γραφή προς αναζήτηση συμπερασμάτων. Δεν μαθαίνουμε άλλωστε κάτι καινούριο για την οργανωμένη θρησκεία που δεν ξέραμε, ούτε γίνεται μια τόσο καυστική σάτιρά της όσο θα έκαναν οι αξεπέραστα ισοπεδωτικοί Monty Python δέκα χρόνια μετά («Ένας Προφήτης μα τι Προφήτης!», 1979). Αν, δηλαδή, το κρίναμε καθαρά ως θρησκευτική σάτιρα, θα το βρίσκαμε μάλλον προφανές. Όχι, ο Μπουνιουέλ δεν «μιλάει» για τη θρησκεία, όσο αποδομεί την έννοια της πίστης, σε υπαρξιακό αλλά και κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Με τα ετερόκλητα και φαινομενικά ασύντακτα πνευματικά ερεθίσματα που μας προσφέρει, δημιουργεί, πάνω απ’ όλα, μια αίσθηση της ανάγκης του ανθρώπου για κατανόηση, και της απόλυτης αδυναμίας του να κατανοήσει. Την αίσθηση πως πίστη δεν είναι παρά η μάταιη απόπειρα εξορθολογισμού των θεμελιωδών -κι εξίσου μάταιων- ανθρώπινων ερωτημάτων. Πως ο παραλογισμός της ιστορικής έκφανσης της πίστης μέσω του χριστιανισμού δεν αντανακλά παρά τον παραλογισμό της ίδιας της ανθρώπινης εμπειρίας.

Ειρωνικός, ανήσυχος και ποτέ σοβαροφανής, ο Μπουνιουέλ πατάει πάνω στις αντιφάσεις του χριστιανισμού για να σκιαγραφήσει μια αφηρημένη μα πολυεπίπεδη εικόνα της σχέσης ανθρώπου και Κόσμου, που όπως σε κάθε αληθινά σουρεαλιστικό έργο τέχνης, μας δίνει τόσα όσα θέλουμε να πάρουμε.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

8 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *