Πλάι σε μια μικρή ακτή κοντά στη Μασσαλία βρίσκεται ένα σπίτι που ανήκει σε έναν ηλικιωμένο άντρα. Τα τρία του παιδιά έχουν μαζευτεί στο πλευρό του για τις τελευταίες του μέρες: η Άντζελα, μια ηθοποιός που ζει στο Παρίσι, ο Ζόζεφ, που έχει ερωτευτεί μια γυναίκα που έχει τα μισά του χρόνια και ο Αρμάν, ο μόνος που έχει μείνει πίσω και λειτουργεί το μικρό οικογενειακό εστιατόριο. Είναι η ώρα για όλους τους να αναμετρηθούν με όσα έχουν κληρονομήσει από τα ιδανικά του πατέρα τους. Η άφιξη σε μια κοντινή παραλία μιας ομάδας προσφύγων θα αναταράξει αυτές τις στιγμές περισυλλογής.
Σκηνοθεσία:
Robert Guediguian
Κύριοι Ρόλοι:
Ariane Ascaride … Angele Barberini
Jean-Pierre Darroussin … Joseph
Gerard Meylan … Armand
Jacques Boudet … Martin
Anais Demoustier … Berangere
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Robert Guediguian, Serge Valletti
Παραγωγή: Marc Bordure, Robert Guediguian
Φωτογραφία: Pierre Milon
Μοντάζ: Bernard Sasia
Σκηνικά: Michel Vandestien
Κοστούμια: Anne-Marie Giacalone
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: La Villa
Ελληνικός Τίτλος: Το Σπίτι Δίπλα στη Θάλασσα
Διεθνής Τίτλος: The House by the Sea
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
- Υποψήφιο για Cesar δεύτερου γυναικείου ρόλου (Anais Demoustier).
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 28/2/2018
Θεατρική σε σύλληψη και νοοτροπία, παρά την προσπάθεια να απεκδυθεί από αυτήν την αίσθηση μέσω ουκ ολίγων εξωτερικών γυρισμάτων (για να σπάσει η μονοτονία των εσωτερικών χώρων) που όμως δεν αλλάζουν την ουσία, λίγο φλύαρη, ενίοτε δικαιολογημένα για χάρη της ανάπτυξης των χαρακτήρων κι ενίοτε απλά πλατειάζοντας για να γεμίσει κινηματογραφικό χρόνο και με αυτήν τη ζεστή ανθρωπιά που χαρακτηρίζει σε πολλές περιπτώσεις το γαλλικό σινεμά, η νέα ταινία του Robert Guédiguian είναι ένα μικρής εμβέλειας δράμα, χωρίς μεγάλες κορυφώσεις (με εξαίρεση μια στροφή στο στόρι που σοκάρει κι αιφνιδιάζει, όμως σαν να ξεχνιέται ύστερα από λίγη ώρα εξαιτίας της ράθυμης ατμόσφαιρας που επικρατεί γενικά στο φιλμ και μετά το πέρας αυτής της εξέλιξης), ήρωες που να φτάνουν στα άκρα, συγκλονιστικά ηθικά διλήμματα ή πρωτόγνωρες διαπιστώσεις.
Έχει όμως μια καρδιά που χτυπάει δυνατά, και παρά τις εμφανείς αδυναμίες που υπάρχουν, είναι άδικο να μην αναγνωρίσει κανείς τουλάχιστον αυτό. Η διάχυτη μελαγχολία, νοσταλγία και πίκρα που βρίσκεται στα λόγια των χαρακτήρων κι εντείνεται από το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση προσδίδουν μια ελεγειακή «κρούστα» στο σύνολο, χωρίς ποτέ όμως να βυθίζεται σε ένα πραγματικά απροσπέλαστο σκοτάδι, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που η ταινία δεν αγγίζει ποτέ τη σπουδαιότητα, ακόμη κι όταν επιχειρεί να αναμετρηθεί με θέματα που κατέχουν ένα ειδικό βάρος. Σε παρόμοιο μήκος κύματος εκπέμπουν και οι ερμηνείες: ευπρόσωπες, ζεστές, χωρίς περιττές εξάρσεις και ξεσπάσματα, που δείχνουν την εμπειρία των εμπλεκομένων, ταυτόχρονα όμως ποτέ αρκούντως συναρπαστικές για να συνεπάρουν το θεατή στον αφηγηματικό ιστό που εξυφαίνεται. Λείπουν αιχμηρές γωνίες ακόμη και στον πολιτικό σχολιασμό που επιχειρείται (εύστοχη η ιδέα με τον αφρικανικής καταγωγής στρατιώτη που ψάχνει μανιωδώς για πρόσφυγες ώστε να επαναπροωθηθούν, όμως παραμένει τέτοιο δίχως να ξεδιπλώνεται επαρκώς ώστε να γίνει ολοκληρωμένη υποπλοκή), μιας και το σενάριο μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για το οικογενειακό δράμα που βρίσκεται πάντοτε σε πρώτο πλάνο, χωρίς να το διέπει ωστόσο κάποια πρωτοτυπία. Αυτό λειτουργεί και σαν γενική ετυμηγορία για ολόκληρη την ταινία: πρόκειται για καταστάσεις που λιγότερο ή περισσότερο έχουν ξανακαλυφθεί με καλύτερο τρόπο σε άλλα φιλμ. Δεν είναι τυχαίο το ότι τα λιγοστά flashbacks αποτελούν ίσως τις καλύτερες και πιο καθοριστικές σκηνές στο “La Villa”, με το ένα να πάλλεται από ζωντάνια και αυθορμητισμό και το άλλο να έχει μια ένταση που λείπει από την υπόλοιπη ταινία. Υπάρχει λόγος για αυτό: ο Guédiguian επιθυμεί να πνίξει τον παρόντα χρόνο της δημιουργίας του σε μια στασιμότητα που αποτυπώνει και τις διαδρομές των τριών κεντρικών προσώπων της ιστορίας που τυγχάνει να είναι και κινηματογραφικά αδέρφια, στα πρόθυρα του γήρατος, με τις επιτυχίες τους να τους έχουν εξασφαλίσει τα προς το ζην αλλά να μην είναι αρκετές για να μην τους στοιχειώνουν τα πολύ επιβλητικότερα φαντάσματα των αποτυχιών τους. Δυστυχώς όμως βυθίζει έτσι κι ένα σημαντικό κομμάτι του έργου του στην ανία, οδηγώντας την πλοκή και σε ένα αδιέξοδο από το οποίο αποπειράται να βγει μέσω ενός ευρήματος που δεν κολλάει αρμονικά με όσα προηγούνται, κι ας προσπαθεί πονηρά το σενάριο να προετοιμάσει για αυτήν την εξέλιξη με σποραδικές αναφορές προγενέστερα. Η ειλικρίνεια και η αληθοφάνεια στην αποτύπωση προσωπικών δαιμόνων και σκέψεων των ηρώων εναλλάσσεται με ένα υπερβολικό «στήσιμο» στους διαλόγους που τελικά αποστασιοποιεί από τα δρώμενα παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ερμηνευτών.
Παρά τους χαμηλούς τόνους, κάτω από το μανδύα της ταπεινοφροσύνης κρύβεται ένα εν δυνάμει φιλόδοξο εγχείρημα, ένα ρέκβιεμ των ονείρων, των προσδοκιών και των αξιών των baby boomers που εκπροσωπούν οι Ascaride, Darroussin και Mylan στην εποχή της οικονομικής και προσφυγικής κρίσης που βρίσκονται σε έξαρση στην Ευρώπη. Οι συντελεστές ωστόσο στοχεύουν για τα λίγα, και πράγματι, παρότι το σύνολο στέκεται αξιοπρεπώς, ελάχιστα είναι αυτά που λαμβάνει κάποιος παρακολουθώντας το.
Βαθμολογία: