Η Γη Τρέμει
- La Terra Trema
- The Earth Trembles
- 1948
- Ιταλία
- Σικελικά, Ιταλικά
- Δραματική, Ντοκιουντράμα, Πολιτική
Σε ένα μικρό ψαροχώρι στην ανατολική ακτή της Σικελίας, οι άπληστοι χονδρέμποροι εκμεταλλεύονται τους ψαράδες εδώ και πολλές γενιές. Ο νεαρός Ντόνι Βαλάστρο πείθει την οικογένειά του να υποθηκεύσουν το σπίτι τους, ώστε να αγοράσουν ένα δικό τους αλιευτικό σκάφος και να μην δουλέψουν ποτέ ξανά για τους χονδρεμπόρους. Μια μέρα, παρά τη θύελλα που μαίνεται, ο Ντόνι αναγκάζεται να βγει για ψάρεμα, ώστε να μην καθυστερήσει την εξόφληση του χρέους.
Σκηνοθεσία:
Luchino Visconti
Κύριοι Ρόλοι:
Antonio Arcidiacono … Ntoni Valastro
Giuseppe Arcidiacono … Cola
Nicola Castorino … Nicola
Rosa Catalano … Rosa
Rosa Costanzo … Nedda
Alfio Fichera … Michele
Antonio Pietrangeli … ο αφηγητής (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Antonio Pietrangeli, Luchino Visconti
Παραγωγή: Salvo D’Angelo
Μουσική: Willy Ferrero
Φωτογραφία: G.R. Aldo
Μοντάζ: Mario Serandrei
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: La Terra Trema
- Ελληνικός Τίτλος: Η Γη Τρέμει
- Εναλλακτικός Τίτλος: La Terra Trema: Episodio del Mare
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Earth Trembles
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: I Malavoglia του Giovanni Verga.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Διεθνές βραβείο.
Παραλειπόμενα
- Στην ταινία παίζουν μονάχα μη επαγγελματίες ηθοποιοί, και οι συνθήκες που παρουσιάζονται είναι αυθεντικές. Θεωρείται ως υπόδειγμα ντοκιουντράμα κινηματογράφου, όπου ο ντοκιμαντερίστικος ρεαλισμός ενώνεται με τη μυθοπλασία. Ανήκει παράλληλα στο κίνημα του ιταλικού νεορεαλισμού, του οποίου είναι και από τα πλέον διάσημα δείγματα.
- Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, ο Luchino Visconti χρησιμοποιούσε τη μυθοπλασία για να εκφράσει τα συναισθήματα του πάνω στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την επίπτωση του στην ιταλική κοινωνία. Ξεκίνησε γράφοντας βιβλία και θεατρικά, αλλά αποφάσισε να αφοσιωθεί στην έβδομη τέχνη, στην οποία είχε κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 1943. Η φήμη του από το θέατρο όμως ήταν που οδήγησε το κομμουνιστικό κόμμα να του αναθέσει ένα ντοκιμαντέρ με ψαράδες, ώστε να χρησιμοποιηθεί προεκλογικά για τις εκλογές του 1948. Ο σκηνοθέτης αυτό το συνδύασε με ένα υπαρκτό όνειρο του, να διασκευάσει το βιβλίο I Malavoglia (1881), του οποίου τα δικαιώματα είχε αγοράσει από το 1941.
- Ταξιδεύοντας στο Άτσι Τρέτζα, όπου λαμβάνει χώρα η δράση του βιβλίου, ο Visconti ανακάλυψε ότι ελάχιστα είχαν αλλάξει από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Με αυτό κατά νου, συνειδητοποίησε ότι μόνο ο νεορεαλισμός ήταν η σωστή μέθοδος καταγραφής της κατάστασης, και πως πέρα από τη χρήση των ντόπιων ως ηθοποιούς, έπρεπε να κάνει τα γυρίσματα επιτόπου. Το αποτέλεσμα ήταν μοιραία ανάμεσα σε ένα ντοκιμαντέρ για τους ντόπιους ψαράδες και μια διασκευή του βιβλίου του Giovanni Verga.
- Ο Visconti σχεδίαζε αυτό να είναι το πρώτο κεφάλαιο μιας τριλογίας, που θα επεκτείνονταν στους χωρικούς και τους ανθρακωρύχους. Για αυτό και όταν κυκλοφόρησε η ταινία είχε τον υπότιτλο “το επεισόδιο της θάλασσας”. Όταν όμως ο δημιουργός αντιλήφθηκε ότι έτσι θα απομακρύνονταν από τον συσχετισμό του με τον Verga, αποφάσισε να γίνει η ταινία αυτόνομη.
- Ο Antonio Pietrangeli ανάλαβε τον ρόλο αφηγητή, αλλά έγραψε και τα συγκεκριμένα κείμενα. Ο ρόλος του κρίθηκε αναγκαίος, μια και κανένας από τους ντόπιους δεν μιλούσε ιταλικά. Χαρακτηριστικά, η αφήγηση ξεκινάει αναφέροντας μαζί ότι “…τα ιταλικά δεν είναι η γλώσσα των φτωχών”.
- Η Silvia Iannello αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου της, Le immagini e le parole dei Malavoglia (2006), σε ό,τι αφορούσε την ταινία του Visconti, συμπεριλαμβάνοντας και σπάνιες φωτογραφίες.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Από τις αρχικές σκέψεις που είχε κάνει για το σχέδιο αυτό ο Visconti, είχε οραματιστεί τη διασκευή εν είδει “εσωτερικού και μουσικού ρυθμού”. Για αυτό και επιστράτευσε τον Willy Ferrero να εργαστεί πάνω σε παραδοσιακές μελωδίες της Σικελίας, αν και τελικά η χρήση της μουσικής γίνεται έντονη μόνο πλησιάζοντας προς την κορύφωση του φιλμ.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 18/2/2023
Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Visconti, «H Γη Τρέμει», είχε επίσης πολιτική προέλευση, ακόμα κι αν το αποτέλεσμα υπερβαίνει τους δογματικούς περιορισμούς, οδηγώντας τον νεορεαλισμό στα όριά του, αφού η καταγραφή της σκληρής κοινωνικής πραγματικότητας κινηματογραφείται με λυρισμό και επικότητα, αντάξια μιας αρχαίας τραγωδίας.
Το 1947, το ιταλικό ΚΚ επιχορηγεί το γύρισμα ενός ντοκιμαντέρ για την εξαθλιωμένη Ν. Ιταλία και Σικελία, για το «Ζήτημα του Νότου», το αποκαλούμενο από τον Γκράμσι «La questione meridionale». Ο Visconti φεύγει αμέσως για τη Σικελία και εκεί συλλαμβάνει ένα μεγαλειώδες σχέδιο για μια κινηματογραφική τριλογία για τους εργάτες της θάλασσας, της γης και των ορυχείων. Καταφέρνει να γυρίσει μόνο το πρώτο μέρος, «Η Γη Τρέμει». Λογοτεχνικό υπόβαθρο της ταινίας το σπουδαίο μυθιστόρημα «I Malavoglia» του σικελού «βερίστα» Τζιοβάνι Βέργκα, που του πρόσφερε το μυθικό κλειδί για να εισέλθει στον κόσμο του Ιταλικού Νότου και να κατανοήσει τα ιστορικά, οικονομικά και κοινωνικά αίτια του δράματος που αυτός βίωνε. Η προσέγγιση του Visconti διαυγής και πειστική: η τραγωδία αυτών των ανθρώπων δεν είναι έργο κάποιας θεϊκής δύναμης, αλλά ενός αδυσώπητου οικονομικού συστήματος. Για να απεικονίσει τον σκληρό αγώνα των ψαράδων για επιβίωση μέσα σε ένα αβέβαιο, ανασφαλές και ευμετάβλητο πλαίσιο, εικονοποίησε το μυθιστόρημα του Βέργκα «υπό το φως του Μαρξ».
Γοητευμένος από το σικελικό ψαροχώρι Aci Trezza, ο Visconti δεν επέλεξε μια αυστηρή μορφή ντοκιμαντέρ, αλλά προοδευτικά εισήγαγε στο φιλμικό κείμενο μυθοπλαστικά στοιχεία που αγγίζουν τα όρια της «τραγωδίας». Το “Η Γη Τρέμει”, το οποίο εξακολουθεί να φέρει τον επεισοδιακό υπότιτλο, «Το επεισόδιο της θάλασσας», διαθέτει ως ηθοποιούς σικελούς ψαράδες που μιλούν την τοπική διάλεκτο, και ανατέμνει με μαρξιστική διαλεκτική έναν πληθυσμό που εξαρτάται από την ασυνεπή γενναιοδωρία της «πικρής θάλασσας» και καταδυναστεύεται από τη χειραγώγηση της αγοράς. Επικρατεί στο θεματικό σκελετό του φιλμ η γενεαλογική αντιπαράθεση μεταξύ της επαναστατικότητας των νέων και της ευλάβειας στη μακραίωνη διαδικασία της εκμετάλλευσης των ψαράδων από τους χονδρεμπόρους.
Είναι πρόδηλο ότι το αίτιο που κινεί τη δραματουργία είναι μια οικονομική αντιμαχία, και ο Visconti επιχειρεί με ενεργητικότητα και αισιοδοξία να αναδείξει την πραγματική φύση του εμποδίου, αλλά επιπρόσθετα να προτείνει και τη φωτεινή εναλλακτική λύση μιας διαφορετικής προοπτικής. Αλλά βέβαια υπάρχει η πραγματιστική απόκλιση από αυτή τη ρομαντική εξέγερση, γιατί αν κάποιος επαναστατεί κατά της αδικίας, πρέπει να δεχθεί επίσης και τον κίνδυνο μιας τέτοιας ανεξαρτησίας, και την επακόλουθη χιονόμπαλα της απελπισίας. Αυτό είναι ένα σκληρό μάθημα για ιδεαλιστές σαν τον Visconti. Ο πρωταγωνιστής Ντόνι συνειδητοποιεί σε ενεργότερο βαθμό από τους άλλους ψαράδες την εκμετάλλευση του από τους ιχθυεμπόρους. Αποστατεί, αρνείται πρώτος το σύστημα εκμετάλλευσης, τελικά αποτυγχάνει στην κατά μόνας επανάσταση του και επιστρέφει σ’ αυτό. Ολοκληρωτικά ηττημένος και ταπεινωμένος; Όχι λέει ο διαλεκτικός Visconti, που έχει μελετήσει σε βάθος τον Gramsi. O Ντόνι συμβιβάζεται προσωρινά για να μείνει και να δουλέψει στον τόπο του και όχι για να εγκαταλείψει οριστικά την προοπτική της αποστασίας, της άρνησης και της ανατροπής σε μια καλύτερη συγκυρία στο μέλλον. Αυτό άλλωστε δηλώνει με έξοχο κινηματογραφικό τρόπο ο Visconti στο τελευταίο πλάνο, με το ρωμαλέο βλέμμα και την αποφασιστικότητα με την οποία ο Ντόνι βυθίζει το κουπί στη θάλασσα.
Η οπτική του Visconti για το “Η Γη Τρέμει” είναι αυτή του παρατηρητικού ερευνητή, που αποκαλύπτει ένα πλούσιο, λεπτομερές και ιδίως αυθεντικό πορτρέτο μιας καθημαγμένης κοινωνίας. Χωρίς να είναι συγκαταβατικός και επιεικής με την αφέλεια και τις δεισιδαιμονίες των ψαράδων, αυτός ο εστέτ τούς περιβάλλει με γνήσια ευαισθησία και αγάπη. Με άλλα λόγια, είναι ένας ο ανθρωπολόγος που θέτει το σκηνικό και τον σχολιασμό του, αλλά αποσύρεται διακριτικά από την εικόνα όταν πραγματικά αντιλαμβάνεται ότι η παρουσία του δεν είναι πια απαραίτητη. Αφήνει τότε τους ψαράδες να τραγουδούν και να δουλεύουν με μεγάλη ζέση, να δείχνουν συντροφικότητα και πάθος για εξέγερση, ρομαντισμό και μόχθο.
Η αλληλεπίδρασή του με το υλικό του είναι σύνθετη, χρησιμοποιώντας τον έμφυτο νατουραλισμό αλλά και δημιουργώντας μια στυλιζαρισμένη αφήγηση, εκθέτοντας την αυθεντικότητα, αλλά και με μια ενίοτε αυξημένη αισθητική καλλιέπεια. Έτσι ο Visconti πετυχαίνει μια παράδοξη σύνθεση ρεαλισμού και εστετισμού, συνδυάζοντας την ομορφιά των κινηματογραφικών μέσων και τη σκληρότητα της πραγματικότητας, ενώ καταφέρνει να απογειώσει στον χώρο της όπερας ένα κοινό μελόδραμα. Η καταγραφή της πραγματικότητας γίνεται αντικείμενο αισθητικής αναζήτησης, και ο ιταλικός νεορεαλισμός ξεφεύγει από τα περιορισμένα όρια της αποκλειστικής εστίασης στην ανθρώπινη δυστυχία, ανοίγοντας τον δρόμο για τη διερεύνηση νέων θεματικών .
Αυτή η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Visconti καταφέρνει με υψηλή αισθητική να συνδυάσει την ποίηση και τον λυρισμό με τον ρεαλισμό και το πολιτικο-οικονομικό σχόλιο, αποτελώντας μία από τις σημαντικότερες ταινίες του Ιταλικού Νεορεαλισμού.
Όπως έγραψε ο Αντρέ Μπαζέν: «Oι ψαράδες του Visconti είναι αληθινοί ψαράδες, αλλά βαδίζουν όπως οι πρίγκιπες της τραγωδίας και οι ήρωες της όπερας, ενώ η αξιοπρέπεια της κινηματογράφησης δανείζει στα κουρέλια τους την αριστοκρατικότητα αναγεννησιακού κεντήματος».
Βαθμολογία: