Ο Μίρκο και ο Μανόλο είναι κολλητοί φίλοι από παιδιά. Ζουν και οι δύο σε μονογονεϊκές οικογένειες που δύσκολα τα βγάζουν πέρα, κάπου στα προάστια της Ρώμης. Περνούν τις μέρες τους στη σχολή και τις νύχτες τους κάνοντας βόλτες με το αμάξι, κάνοντας όνειρα για τις γυναίκες, τον έρωτα, τις δουλειές που θα βρουν, τα χρήματα που θα κερδίσουν και μια καλύτερη ζωή που έρχεται. Ένα βράδυ, παρασύρουν άθελά τους με το αμάξι έναν άγνωστο πεζό και στη συνέχεια τον εγκαταλείπουν αβοήθητο στην άσφαλτο. Αυτό που δεν γνωρίζουν, είναι ότι στην πραγματικότητα έχουν σκοτώσει έναν πληροφοριοδότη της αστυνομίας και ότι με αυτό τον τρόπο έχουν μόλις εξαργυρώσει μια θέση στην τοπική συμμορία μαφιόζων. Οι ανέσεις που τους εξασφαλίζει το εύκολο χρήμα και οι αυταπάτες μιας ακμάζουσας καριέρας στην πυραμίδα της μαφίας, «μεθούν» τους δύο νέους που πολύ σύντομα θα συνειδητοποιήσουν ότι ο κόσμος του οργανωμένου εγκλήματος δεν είναι η γη της επαγγελίας που αναζητούσαν.

Σκηνοθεσία:

Damiano D’Innocenzo

Fabio D’Innocenzo

Κύριοι Ρόλοι:

Andrea Carpenzano … Manolo

Matteo Olivetti … Mirko

Milena Mancini … Alessia

Massimiliano Tortora … Danilo

Michela De Rossi … Ambra

Luca Zingaretti … Angelo

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Damiano D’Innocenzo, Fabio D’Innocenzo

Παραγωγή: Agostino Sacca, Giuseppe Sacca, Maria Grazia Sacca

Μουσική: Toni Bruna

Φωτογραφία: Paolo Carnera

Μοντάζ: Marco Spoletini

Σκηνικά: Paolo Bonfini

Κοστούμια: Massimo Cantini Parrini

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: La Terra dell’Abbastanza
  • Ελληνικός Τίτλος: Αδέλφια εξ Αίματος
  • Διεθνής Τίτλος: Boys Cry

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για νέο σκηνοθέτη, σενάριο και φωτογραφία στα David di Donatello.

Παραλειπόμενα

  • Σκηνοθετικό ντεμπούτο για τα αδέλφια D’Innocenzo.
  • Ο πρωτότυπος ιταλικός τίτλος σημαίνει «η γη της επαγγελίας».

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 3/3/2019

Κι εκεί που κάποιος μπορεί εύλογα να αναρωτηθεί «πόσες ιταλικές ταινίες που περιστρέφονται γύρω από το οργανωμένο έγκλημα να καταναλώσουμε ακόμη;», έρχονται ευχάριστες εκπλήξεις σαν αυτή για να δείξουν πως δεν είναι ένα θέμα που έχει κορεστεί εντελώς, ίσα ίσα που ο μετασχηματισμός του σε βάθος χρόνου οδηγεί και σε νέες οπτικές γύρω από αυτό. Η προσγειωμένη ματιά που αφαιρεί τα ανήθικα λούσα με τα οποία έχει στολιστεί πολλές φορές ο συγκεκριμένος μικρόκοσμος είναι κάτι που υπάρχει ως κληρονομιά στον κινηματογράφο του εικοστού πρώτου αιώνα ήδη από τα «Γόμορρα», ενώ όμως εκεί η θεώρηση είναι πιο γενική και αποστασιοποιημένη εδώ σε πρώτο πλάνο βρίσκεται το προσωπικό στοιχείο. Μέχρι και η κινηματογράφηση υπαγορεύει αυτήν την επιλογή, με τα ασφυκτικά κοντινά να εμμένουν στα χαρακτηριστικά των προσώπων και τις εκφράσεις τους τονίζοντας ταυτόχρονα και το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται παγιδευμένοι οι ήρωες. Οι οποίοι απεικονίζονται μεν ως θύματα μιας παθογένειας άρρηκτα συνδεδεμένης με τη σύγχρονη ιταλική κοινωνία, δεν παρουσιάζονται όμως και ως άμοιροι ευθυνών. Τη μια στιγμή δεν γίνεται παρά να νιώσει κανείς συμπόνοια και λύπη για τα πάθη τους από την ώρα που μπαίνουν στην κόλαση της μαφίας, την άλλη δεν μπορεί να αγνοήσει τον υπέρμετρο αμοραλισμό που αναπτύσσουν όσο εξελίσσεται η πλοκή, με το σενάριο να παίζει επιδέξια με αυτήν την αμφιθυμία.

Δεν είναι τυχαίο το ότι τα αδέρφια που γράφουν και σκηνοθετούν το συγκεκριμένο φιλμ έχουν συνεργαστεί στο σενάριο του «Dogman». Η συγγένεια των δύο ταινιών δεν είναι μονάχα θεματολογική αλλά επεκτείνεται και στην ατμόσφαιρα που εκπέμπουν, μια καταθλιπτική σήψη που φαντάζει τόσο αποκρουστική για κάποιον που δεν ζει εντός της αλλά έχει εμποτιστεί τόσο βαθιά στο DNA των χαρακτήρων που η κυκλοφορία τους μέσα σε αυτό μοιάζει με την ανάλογη εξάρτηση που έχει το ψάρι από το νερό για να επιβιώσει. Εκεί που χάνει συγκριτικά το «Αδέλφια εξ Αίματος» είναι ότι δεν υπάρχει ένα ανάλογου ψυχολογικού βάθους επίκεντρο σαν αυτό της άσπονδης φιλίας μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών στη δημιουργία του Garrone. Διαθέτει όμως ένα παρόμοιας έντασης νεύρο στις δραματικές κορυφώσεις του όπως και μια ντοκιμαντεριστική αυθεντικότητα στην πραγματική συνθήκη που απεικονίζει, στοιχεία που είναι αρκετά για να βάλουν τον θεατή να επενδύσει σε αυτά που συμβαίνουν επί της οθόνης και να μην κατατάξει το σύνολο απαξιωτικά σε ένα νοητό πανέρι με έναν αναλώσιμο σωρό φεστιβαλικών φιλμ από Ευρώπη μεριά με το απαραίτητο άλλοθι κοινωνικού προβληματισμού για να αποκομίσει καλλιτεχνικές αξιώσεις που δεν θα έρχονταν δίχως αυτό το συστατικό…

Οι αφοί D’Innocenzo έχουν και την τύχη βέβαια να διαθέτουν υπό τις οδηγίες τους ένα πηγαίο ερμηνευτικό ταλέντο στο πρόσωπο του νεαρού Matteo Olivetti. Η κτηνώδης ενέργεια που καταφέρνει να εμφυσήσει στον ρόλο του τον ανυψώνει από έναν απλό, συνηθισμένο νεαρό που μπλέκει στα δίχτυα ενός κυκλώματος που ξεπερνάει τον ίδιο σε έναν τραγικό λούμπεν αντιήρωα αξιώσεων που μοιάζει να έχει βγει από τους σκορσεζικούς «Κακόφημους Δρόμους». Ακόμη κι όταν το σενάριο φαίνεται να ανακυκλώνεται σε κάποια σημεία, η παρουσία του δεν το αφήνει ποτέ να εκτροχιαστεί στην ανία και τη στατικότητα: ο μετασχηματισμός που υφίσταται σε συνδυασμό με τις εξάρσεις του καθιστούν την ύπαρξή του μαγνητική. Χωρίς τη συμβολή του δεν είναι σίγουρο αν το τελικό αποτέλεσμα θα είχε τη δραματουργική δύναμη που το χαρακτηρίζει, πρόκειται πραγματικά για περίπτωση που ένας ηθοποιός ανυψώνει από μόνος του το σύνολο, έστω κι ελαφρώς. Κακά τα ψέματα πάντως, ό,τι άλλο έχει επιτευχθεί εδώ είναι κατόρθωμα των κινηματογραφιστών που έχουν αναλάβει να τα βγάλουν εις πέρας και δεδομένου του ότι είναι η πρώτη τους δουλειά στην οποία έχουν σχεδόν ολοκληρωτικά τον έλεγχο τα καταφέρνουν με έναν τρόπο ώστε ταυτόχρονα να αφήνουν και κάποιες ενδείξεις ότι οι βάσεις που μπαίνουν εδώ θα οδηγήσουν στο μέλλον και σε ακόμη σπουδαιότερα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

7 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *