Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Γαλλία. Τον Ιανουάριο του 1942 χαράζεται η «τελική λύση». Ο Πιερ Λαβάλ απολύεται και το σχέδιο αναβάλλεται. Τον Απρίλη του 1942, αναλαμβάνει ο Ρενέ Μπουσέ, στρατηγός στην αστυνομία της κυβέρνησης Βισί. Στις 2 Ιουνίου διατάσσεται πλήρης απογράφη όλων των Εβραίων στη γαλλική επικράτεια, ακόμα κι αυτών στην Ελεύθερη Ζώνη. Στις 7 Ιουνίου, όλοι οι Εβραίοι της κατεχόμενης Γαλλίας φορούν ένα κίτρινο αστέρι. Στις 8 του ίδιου μήνα, απαγορεύεται η παρουσία τους σε δημόσια σημεία. Στις 16 και 17 Ιουλίου, 13.152 Εβραίοι συλλαμβάνονται από την τοπική αστυνομία σε μια επιχείρηση που ονομάζεται «Άνεμος Άνοιξης». Το μέλλον τους θα γραφτεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Σκηνοθεσία:

Rose Bosch

Κύριοι Ρόλοι:

Melanie Laurent … Annette Monod

Gad Elmaleh … Schmuel Weismann

Jean Reno … Δρ David Scheinbaum

Raphaelle Agogue … Sura Weismann

Denis Menochet … Corot

Sylvie Testud … Bella Zygler

Adele Exarchopoulos … Anna Traube

Catherine Allegret … ‘Tati’

Isabelle Gelinas … Helene Timonier

Anne Brochet … Dina Traube

Thierry Fremont … λοχαγός Pierret

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Rose Bosch

Παραγωγή: Alain Goldman

Μουσική: Christian Henson

Φωτογραφία: David Ungaro

Μοντάζ: Aurelien Dupont, Yann Malcor

Σκηνικά: Olivier Raoux

Κοστούμια: Pierre-Jean Larroque, Mirela Rupic

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: La Rafle
  • Ελληνικός Τίτλος: Τη Νύχτα που Χάθηκαν τα Αστέρια
  • Διεθνής Τίτλος: The Round Up
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Roundup
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Το Άστρο του Φόβου [φεστιβάλ]

Παραλειπόμενα

  • Πολλά πρόσωπα του σεναρίου παραπέμπουν σε αληθινά ή ακόμα και είναι αληθινά, κάτι στο οποίο επέμενε η Rose Bosch, αισθανόμενη κοντά στα τότε θύματα.
  • Χρησιμοποιήθηκαν 9 χιλιάδες κομπάρσοι.
  • Περίπου 300 παιδιά πέρασαν από οντισιόν για τους αντίστοιχους ρόλους.
  • Η Emmanuelle Seigner είχε αναλάβει τον ρόλο της Σούρα, αλλά αποχώρησε τρεις βδομάδες πριν την έναρξη γυρισμάτων.
  • Η δημιουργός επιτέθηκε σε όσα ΜΜΕ στη Γαλλία είχαν αρνητική κριτική, φτάνοντας σε μία περίπτωση ακόμα και σε μήνυση.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 26/4/2010

Όταν μου δείχνεις κάτι που το γνωρίζω καλά κι από πολλές όψεις, πρέπει να μου το παρουσιάσεις «κάπως». Η γυναικεία ματιά πάνω στο γνωστό μαρτύριο των Εβραίων κατά τον μεγάλο πόλεμο σού αφήνει μια εντύπωση χαλαρή και μια απορία περί του γιατί χρειάστηκε να γίνει αυτή η ταινία. Για να τονίσει τη συμμετοχή κάποιων Γάλλων; Σε κάθε χώρα υπήρχαν ρουφιάνοι κι ούτε αυτό είναι λόγος αναπαραγωγής των ίδιων και των ίδιων, τουλάχιστον με αυτό τον τρόπο. Πάντως, επειδή δεν θα παρακολουθήσετε και κάτι το ψευδές, θα πρότεινα να το δείτε με τα παιδιά σας, αφού η χροιά του είναι κατάλληλη για να μαθαίνουν οι νεότεροι. Οι πολύ νεότεροι, εννοώ.

Βασικά, είναι το ύφος της ταινίας που δεν αφήνει πολλά περιθώρια προσφοράς σε ένα γεγονός για το οποίο ακόμα θα έπρεπε να ντρέπεται όλη η ανθρωπότητα κι όχι κάποιοι συγκεκριμένοι. Η Bosch το κοιτάει με συναισθηματική απλότητα, δεν επικεντρώνει σε ενδιαφέρουσες ιστορίες, δεν κατασκευάζει χαρακτήρες και γενικά έχει στα χέρια της υλικό για ντοκιουντράμα χωρίς να τολμάει, ούτε κατά διάνοια, κάτι τέτοιο. Μάλιστα, πρέπει να περάσει πάρα πολύ ώρα έργου για να μπει σε κάποια ουσία. Θυμίζει γαλλική κομεντί, χωρίς, φυσικά, να είναι. Κάτι τέτοια θέματα θέλουν δημιουργούς κι όχι διεκπεραιωτές. Θέλει κότσια να ξυπνάς μνήμες και να εκφράζεις άποψη που θα εισακουστεί πάνω σε αυτές. Αν η ταινία έβγαινε στα 1950, κάτι θα έλεγε, τώρα…

Βαθμολογία:


Κριτικός: Κώστας Νταντινάκης

Έκδοση Κειμένου: 27/4/2010

Μετά το Άουσβιτς, δεν μπορούμε να ξαναγράψουμε ποίηση, διατεινόταν πριν από τουλάχιστον 50 χρόνια ο εβραϊκής καταγωγής διάσημος κοινωνιολόγος Τέοντορ Αντόρνο. Κι όμως, οι μεγαλύτεροι ποιητές του κόσμου, όχι μόνο μετά, αλλά πολλούς αιώνες πριν, είχαν αποδείξει το αντίθετο. Ο Αισχύλος πχ έγραψε τους Πέρσες του με αφορμή τις κτηνωδίες των Ελλήνων στην Τροία.

Από την παλαιολιθική εποχή, όπως μαρτυρούν οι ζωγραφιές στα σπήλαια του Lascaux, τέχνη χωρίς ζωή και ζωή δίχως τέχνη, δεν υπάρχουν.

Ας μου επιτραπεί, τώρα, με αφορμή την ταινία της Ροζ Μπος, να παραφράσω τον Αντόρνο, γράφοντας ότι και μετά το συνταρακτικό ντοκιμαντέρ του Αλεν Ρενέ Νύχτα και Kαταχνιά (1955), με τις απεικονίσεις των φρικαλεοτήτων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, δεν θα έπρεπε να ξαναγυριστούν ταινίες με θέμα τον κατατρεγμό των Εβραίων από τον Χίτλερ.

Ο κινηματογράφος όμως ανέκαθεν εμπνεόταν από την Ιστορία. Αν δεν την σέβεται τώρα, είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο, αφού κρίνεται από την ίδια την ιστορία του κινηματογράφου. Οι χαρακτήρες της ταινίας La Rafle είναι όντως πραγματικοί, και κανείς δεν αμφισβητεί ότι τα γεγονότα που περιγράφει συνέβησαν στην πραγματικότητα. Το πρόβλημα είναι ότι εν έτει 2010 συνεχίζουμε να βλέπουμε ταινιούλες με θέμα την εξόντωση των Εβραίων από τον Χίτλερ, δοσμένες σαν χαριτωμένα ηθικοπλαστικά παραμυθάκια.

Η ταινία αρχίζει πολύ όμορφα, με πλάνα αρχείου από το γερμανοκρατούμενο Παρίσι και την θεϊκιά φωνή της Εντίθ Πιαφ, αλλά δυστυχώς μετά από δέκα λεπτά έχεις δει καθαρά τις προθέσεις της: Οι καλοί Γάλλοι που κρύβουν τους Ισραηλίτες, οι προδότες συμπατριώτες τους και οι κακοί Γερμανοί, τα εβραιόπουλα με το αστέρι στο πέτο και τις πλακίτσες τους πριν οδηγηθούν ως πρόβατα επί σφαγή στο Ποδηλατοδρόμιο, κλπ. Όλα προβλέψιμα, όλα κλισέ, όλα μέσα στις συμβάσεις ενός συγκινητικού δράματος, το έργο το έχουμε ξαναδεί δεκάδες φορές στο παγκόσμιο σινεμά.

Εύπεπτες και εμπορικών προδιαγραφών ταινίες σαν κι αυτήν αποδίδουν άραγε φόρο τιμής ή μήπως ασελγούν στη μνήμη των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας στο Παρίσι του ’42;

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

18 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *