Με τη γυναίκα του να έχει υποστεί καθολικά εγκαύματα σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ο Δρ. Ρομπέρ Λεντγκάρντ, διαπρεπής πλαστικός χειρούργος, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νέο δέρμα για να τη σώσει. Εκτός από τα χρόνια και τα χρήματα που ξοδεύει στην έρευνα και τα πειράματά του, ο Ρομπέρ χρειάζεται τρία ακόμα πράγματα: κανέναν ενδοιασμό, έναν συνεργό κι ένα ανθρώπινο πειραματόζωο. Οι ενδοιασμοί δεν υπήρξαν ποτέ πρόβλημα. Η Μαρίλια, η γυναίκα που τον φρόντιζε απ’ τη μέρα που γεννήθηκε, είναι η πιο πιστή συνεργός. Όσο για το ανθρώπινο πειραματόζωο…
Σκηνοθεσία:
Pedro Almodovar
Κύριοι Ρόλοι:
Antonio Banderas … Δρ Robert Ledgard
Elena Anaya … Vera Cruz
Marisa Paredes … Marilia
Jan Cornet … Vicente Guillen Pineiro
Roberto Alamo … Zeca
Blanca Suarez … Norma Ledgard
Susi Sanchez … Κα Pineiro
Barbara Lennie … Cristina
Eduard Fernandez … Fulgencio
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Pedro Almodovar
Παραγωγή: Agustin Almodovar, Esther Garcia
Μουσική: Alberto Iglesias
Φωτογραφία: Jose Luis Alcaine
Μοντάζ: Jose Salcedo
Σκηνικά: Antxon Gomez
Κοστούμια: Paco Delgado
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: La Piel que Habito
- Ελληνικός Τίτλος: Το Δέρμα που Κατοικώ
- Διεθνής Τίτλος: The Skin I Live In
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Mygale του Thierry Jonquet.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Βραβείο Bafta ξενόγλωσσης ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
- Υποψήφιο για βραβείο μουσικής και σκηνικών στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου (Elena Anaya), νέου ηθοποιού (Jan Cornet), μουσικής και μακιγιάζ/κομμώσεων στα Goya. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Antonio Banderas), νέα ηθοποιό (Blanca Suarez), σενάριο, μουσική, φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά, κοστούμια, ήχο και ειδικά εφέ.
Παραλειπόμενα
- Βασίζεται σε μυθιστόρημα του Thierry Jonquet του 1984, με τον τίτλο του να μεταφράζεται ως “ταραντούλα”.
- Ο Pedro Almodovar περιέγραψε τη δημιουργία του ως μια ταινία τρόμου δίχως ουρλιαχτά και φοβίες.
- Ο σκηνοθέτης συνεργάζεται ξανά με τον Antonio Banderas από το 1990 (Δέσε με), κι ενώ ως τότε ήταν σταθεροί συνεργάτες. Αρχικά, τον ήθελα δίπλα στην Penelope Cruz.
- Σύμφωνα και με τον σκηνοθέτη, βασική του έμπνευση ήταν το Μάτια Χωρίς Πρόσωπο (1960) του Georges Franju (εκκίνησε με το Mygale και συνέχισε πάνω σε αυτό), αλλά και τα θρίλερ του Fritz Lang όταν υπόγραφε και το σενάριο.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η Concha Buika ερμηνεύει για την ταινία το Se me Hizo Facil, ένα κομμάτι των Calibre 50.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 20/10/2011
Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά! Μετά τις απογοητευτικές για τα κυβικά του Ραγισμένες Αγκαλιές, ο τρομερός Ισπανός υπογράφει μια από τις πιο ολοκληρωμένες κι ώριμες δημιουργικά δουλειές του. Από τη μία διακρίνεις την έκφραση ενός πολύπειρου καλλιτέχνη κι από την άλλη, είναι διάσπαρτα παντού στοιχεία από τη νιότη του δημιουργού. Τι είναι αυτό που κάνει τα σπουδαιότερα λογοτεχνήματα τρόμου τόσο μαγικά; Είναι το πάντρεμα του ακραίου, του παράδοξου με την απλοϊκή τραγωδία του ανθρώπου, το δράμα. Έτσι κι εδώ, το ξαναδιάβασμα του Φρανκεστάιν και του Γκενεσιέ από τον Almodovar είναι ταυτόχρονα απόμακρο κι αποκρουστικό, αλλά και τρυφερό, οικείο…
Για να καταφέρει να πλάσει αυτή τη μοναδικά αυθεντική ιστορία, ο ισπανός σκηνοθέτης δανείζεται μικρά «ποσά» από τη μισή ιστορία του φανταστικού. Σε αυτήν προσθέτει την πάντα μοντέρνα του αφήγηση κι οπτική, την εμπλουτίζει με μικρές σκηνές ανθολογίας, άφθονο νουαρικό μυστήριο κι ανατροπές, ειρωνεία, σουρεαλισμό και το αποτέλεσμα είναι ένα σινεφίλ δράμα που θα μπορούσε να είναι η πιο μοντέρνα ταινία, πχ, του 1950. Δεν είμαι εγώ που κάνω κέφι να σας μπερδέψω, ο Almodovar το έχει βάλει σκοπό να σας κρατάει μπερδεμένους ως και τη λύση του φιλμικού μυστηρίου. Δείτε ένα έργο που αγαπάει και την ίδια στιγμή μισεί τον θεατή και συγχωρέστε κάποιες στιγμές που φαντάζει κάπως μετέωρο. Είναι από αυτά που λέμε «και πολύ μας πέφτει»!
Βαθμολογία:
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 24/10/2011
Ένας πλαστικός χειρούργος-γενετιστής ζει σε απομονωμένη έπαυλη που διαθέτει εργαστήριο ερευνών και χειρουργείο, μαζί με την οικονόμο του με την οποία έχει δεσμούς από παλιά, ενώ έγκλειστη σε ένα δωμάτιο είναι μια κοπέλα πάνω στην επιδερμίδα της οποίας πειραματίζεται για να φτιάξει το τέλειο δέρμα και να αναπλάσει το πρόσωπο της, με τραγικό τρόπο χαμένης, γυναίκας του. Μοιάζει να λατρεύει αυτό το κορίτσι αν και προτιμά να την απολαμβάνει πιο πολύ μέσα από κάμερες.
Εν απουσία του, μια μέρα στο σπίτι εισβάλλει ο εδώ και δέκα χρόνια άφαντος γιος της οικονόμου, ντυμένος ως τίγρης λόγω ενός τελούμενου στην πόλη καρναβαλιού και επιχειρεί να βιάσει την κοπέλα – είναι ο ίδιος που κάποτε ξεμυάλισε την γυναίκα του και επέφερε στο φευγιό τους την καταστροφή της σε αυτοκινητιστικό. Ο χειρούργος επιστρέφοντας τον τσακώνει, τον σκοτώνει, ενώ σε λίγες μέρες, με την ολοκλήρωση των πλαστικών, πείθεται να επιτρέψει στην κοπέλα να βγει βόλτα για ψώνια με την οικονόμο.
Πίσω στον χρόνο, λίγα χρόνια μετά την απώλεια της γυναίκας του. Η νεαρή κόρη του χειρούργου, ψυχικά διαταραγμένη, βιώνει υπό την επήρεια αλκοόλ την, αρχικά συναινετική, απόπειρα για σεξ με νεαρό, ως σοκ και λίγο καιρό παρακάτω αυτοκτονεί. Ο χειρούργος εκδικείται με τα δικά του όπλα. Ξανά στο παρόν. Άραγε η κοπέλα έχει αγαπήσει τον πλάστη της;
Ας πάρουμε το φιλμ ως θρίλερ. Απαραίτητα στοιχεία είναι το μυστήριο και το σασπένς. Ενώ μυστήριο υπάρχει -ποιά είναι η κοπέλα; Τι ακριβώς θέλει τελικά ο χειρούργος;- παραδόξως, επειδή είναι ταινία του Αλμοδόβαρ, δεν σε απασχολεί ιδιαίτερα. Λες, κάνει τα δικά του, ε, θα μας βγάλει έναν λαγό απ’ το καπέλο και θα ψυχαγωγηθούμε. Σασπένς, επίσης, δεν υπάρχει δράμι. Όλα κυλάνε με μια εκνευριστική νωθρότητα, με μια κλινική καθαρότητα που υποτίθεται ότι αίρεται από την αλμοδοβαρική αισθητική και τα σουρεάλ στοιχεία των καταστάσεων.
Ας πάρουμε το φιλμ ως ένα αλμοδοβαρικό φιλμ. Ναι, όπως είπαμε υπάρχει το σουρεάλ στοιχείο, τα μπουρδουκλωμένα περιστατικά λαϊκού επικού ρομάντζου (τα δυστυχήματα, τα θανατικά, ο γιός τίγρης και ο χειρούργος είναι εν αγνοία τους ετεροθαλή αδέλφια και γιοί της οικονόμου κ.λπ. ) αλλά λείπει το κυριότερο: μια ή δυο γυναίκες ή θηλυκά πλάσματα (τραβεστί κ.λπ.) που τα πάθη τους να γυρίζουν τον τροχό μιας ντραμεντί. Ήρωας εδώ είναι ένας άντρας και ο Αλμοδόβαρ δεν ξέρει να τον χειριστεί, δεν ξέρει να χειριστεί έναν ετεροφυλόφιλο άντρα, πράγμα που μας φέρνει στο επόμενο ζήτημα…
Ας πάρουμε το φιλμ ως ψυχαναλυτικό δράμα-δοκίμιο. Αλλά πώς να λειτουργήσει κάτι τέτοιο αν ο ήρωας είναι απλά ένα πηδάλιο της πλοκής κι όχι μια ψυχή που ο σκηνοθέτης μελετά; Πώς από τη μια αδυνατεί να την αγγίξει και λίγες μέρες μετά τον βιασμό του τίγρη κάνει έρωτα μαζί της; Φοβήθηκε μην τη χάσει και ενεργοποιήθηκε η κτητικότητα σε σωματικό επίπεδο; Πώς φαίνεται αυτό από πλάνα, ατάκες, ερμηνείες; Δεν φαίνεται. Ύστερα, γιατί κάνει την επιλογή που έκανε και που δεν θέλουμε να αναφέρουμε για να μην αποκαλύψουμε την περιβόητη ανατροπή; Τα πρώτα συμπεράσματα στα οποία αναγκαστικά καταφεύγουμε είναι άκυρα γιατί «τέτοιο θέμα» δεν τίθεται από το σενάριο, δεν υπάρχουν στοιχεία στο παρελθόν, στο παρόν, στην κατάσταση των πραγμάτων που να το υποστηρίζουν, να το προετοιμάζουν. Άσε που και ως ανατροπή λειτουργεί ελάχιστα, γιατί όπως είπα στην αρχή, Αλμοδοβάρ είναι, όλο και μια κατεργαριά θα σκαρφιστεί. Δεν μας αναστατώνει. Κι ύστερα, από μεριάς της κοπέλας, πόσος προβληματισμός υπάρχει για τη δική της κρίση ταυτότητας; Ούτε ο Οσίμα δεν είναι τόσο ελλειπτικός. Να βγάλουμε ό,τι συμπέρασμα θέλουμε;
Εντέλει, ο μόνος τόπος μέσα στον οποίο υπάρχει και λειτουργεί το φιλμ είναι ο σημειολογικός και σινεφιλικός. Η σημειολογία είναι εξόφθαλμη και όχι υπαινικτική. Οι ζωγραφικοί πίνακες, οι οθόνες, η στολή του αιλουροειδούς κ.λπ. Οι σημασίες οι εξής: η συνείδηση μας, σύμφωνα με τις επιθυμίες, παίρνει στοιχεία από τον έξω κόσμο και διαμορφώνει κάθε φορά μια δική της πραγματικότητα. Πάνω στους άλλους προβάλλουμε αυτό που φανταζόμαστε, αυτό που επιθυμούμε. Όταν αυτό φτάνει σε παθολογικά επίπεδα τότε καταλήγουμε στον ακραίο φετιχισμό. Η εικόνα γίνεται η πραγματικότητα, η τέχνη γίνεται η πραγματικότητα, το σινεμά είναι μια πραγματικότητα κ.λ.π.
Ο σινεφιλισμός πλούσιος. Όχι μόνο Φρανζί αλλά και Τεσιγκαχάρα και Μπουνουέλ κ.λπ. Ένα παιχνίδι κάνει λοιπόν ο Πέδρο -αν αυτό μόνο είχε κατά νου… – και το κάνει με την άνεση της μαστοριάς του, με την πείρα τόσων χρόνων πίσω από την κάμερα και από την μηχανή του μοντάζ. Ένα παιχνίδι που του εξασφαλίζει, για μένα, αντί για δυο, τρία αστεράκια. Το πιο έξυπνο σχόλιο που διάβασα ανήκει στον Σταύρο Γανωτή: «…είναι ένα σινεφίλ δράμα που θα μπορούσε να είναι η πιο μοντέρνα ταινία, π.χ. του 1950».
Βαθμολογία: