Ψηλά στο οροπέδιο του Θιβέτ, καταμεσής των ανεξερεύνητων και απροσπέλαστων πεδιάδων, βρίσκεται ένα από τα τελευταία καταφύγια της άγριας φύσης, όπου ζουν σπάνια ζώα και πτηνά. Ο Βενσάν Μινιέ, ένας από τους πιο διακεκριμένους φωτογράφους της άγριας ζωής, παίρνει μαζί του στην τελευταία του αποστολή τον συγγραφέα και φυσιοδίφη Σιλβέν Τεσόν. Για αρκετές εβδομάδες, θα εξερευνήσουν αυτές τις κοιλάδες αναζητώντας μοναδικά ζώα, και θα προσπαθήσουν να εντοπίσουν τη λεοπάρδαλη του χιονιού, ένα από τα πιο ακριβοθώρητα και απρόσιτα αιλουροειδή. Τον μυεί στη λεπτή τέχνη της επιφυλακής, στην ανάγνωση των ιχνών και στην υπομονή που χρειάζεται για να δεις τα ζώα. Διασχίζοντας τις κορυφές που κατοικούνται από αόρατες παρουσίες, οι δύο άντρες υφαίνουν έναν διάλογο για τη θέση μας ανάμεσα σε ζωντανά όντα και γιορτάζουν την ομορφιά του κόσμου.

Σκηνοθεσία:

Marie Amiguet

Vincent Munier

Κύριοι Ρόλοι:

Vincent Munier … ο ίδιος

Sylvain Tesson … ο ίδιος

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Marie Amiguet, Vincent Munier, Sylvain Tesson

Παραγωγή: Bertrand Faivre

Μουσική: Nick Cave, Warren Ellis

Φωτογραφία: Marie Amiguet, Leo-Pol Jacquot, Vincent Munier

Μοντάζ: Vincent Schmitt

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: La Panthere des Neiges
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Λεοπάρδαλη του Χιονιού
  • Διεθνής Τίτλος: The Velvet Queen
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Βελούδινη Βασίλισσα [φεστιβάλ]

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ στα Cesar. Υποψήφιο για πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη και μουσική.
  • Βραβείο οικολογικής ταινίας στο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Παραλειπόμενα

  • Τα γυρίσματα κράτησαν περίπου 3 εβδομάδες, σε συνθήκες από -17 ως -25 βαθμούς Κελσίου.
  • Προηγήθηκε η έκδοση του ομότιτλου βιβλίου του Sylvain Tesson το 2019.
  • Το φιλμ πέτυχε με ένα κόστος 151 χιλιάδων δολαρίων να κάνει εισπράξεις 5,4 εκατομμυρίων δολαρίων.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Nick Cave και Warren Ellis έγραψαν για την ταινία και το τραγούδι We Are Not Alone.

Κριτικός: Ρωμανός Αναστασίου

Έκδοση Κειμένου: 21/12/2022

Το ντοκιμαντέρ ως είδος έχει σίγουρα καταφέρει να συλλέξει τους σταθερούς υποστηρικτές του niche του, και συγκεκριμένα αυτά σχετικά με τη φύση -χάρη κυρίως στον David Attenborough- έχουν βρει ένα ακόμη μεγαλύτερο κοινό πρόθυμο να “ρίξει μια ματιά”. Ωστόσο αυτό έχει συμβεί στις πλάτες (κάποιοι θα έλεγαν τοξικές) του βίντεο και της τηλεοπτικής ευκολίας. Η κινηματογραφική τους παρουσία πέραν των φεστιβάλ είναι το λιγότερο ισχνή, τόσο σε συχνότητα εμφάνισης όσο και σε εισιτήρια. Με την εμφάνιση της “Λεοπάρδαλης του Χιονιού”, αξίζει να αναρωτηθεί κανείς για μερικά πράγματα σχετικά τόσο με το είδος του φυσιοδιφικού ντοκιμαντέρ, όσο και για την πρόσληψή του απ’ το κοινό.

Ξεκινώντας όμως, ας προσπεράσουμε τα σημαντικά, αλλά στην προκειμένη περίπτωση προφανή. Η φωτογραφία της ταινίας είναι πανέμορφη, τόσο λόγω της εγγενούς ομορφιάς των τοποθεσιών στις οποίες γυρίστηκε όσο και της πανίδας που την κατοικεί, και δεν υπάρχει αμφιβολία πως και μόνο γι’ αυτό αξίζει αναμφίβολα το νόστιμο κοκτέιλ που θα δημιουργήσει το μεγαλειώδες των εικόνων που προβάλλονται με την υποβολή της κινηματογραφικής αίθουσας. Η ηχοληψία είναι επίσης εξαιρετική, υποβοηθώντας την πηχτή ατμόσφαιρα ύπνωσης στην οποία γρήγορα ο θεατής βυθίζεται.

Το γεμάτο οπτική, απτική και ακουστική ομορφιά και αγριότητα ταξίδι των πρωταγωνιστών, ωστόσο, συνοδεύεται από την αφήγηση του συγγραφέα που συνοδεύει τον φωτογράφο-ηγέτη της αποστολής εύρεσης της λεοπάρδαλης του χιονιού. Παρ’ ό,τι τα λεγόμενά του χαρακτηρίζονται φανερά από ευαισθησία, σεβασμό και ανοιχτότητα στη συνθήκη που βρίσκεται, η βαρύγδουπη ποιητικότητά τους τα οδηγεί πολλάκις στην ατυχή γειτονιά του φιλοσοφικού κλισέ, πράγμα που αποτελεί το βασικό πρόβλημα της ταινίας καθ’ αυτής, όπως και του μέσου ντοκιμαντέρ.

Ο άνθρωπος και το περιβάλλον του διαχωρίζεται με θρήνο και μια αυθαίρετη γραμμή από το περιβάλλον της “φύσης”, η οποία αποτελείται από όλα αυτά τα όμορφα βουνά, ρυάκια και ζωάκια. Έχουμε υποδουλωθεί στην ταχύτητα της νεωτερικής ζωής μας, που μας έχει απομακρύνει από τα ευγενή ένστικτά μας ως ζώα αυτής της θαυμαστής μητέρας γης.

Με το που κάνουν την εμφάνισή τους αυτές οι απόψεις ντουμπλαρισμένες πάνω από το άψογα φωτογραφημένο τοπίο, το κάνουν να φαίνεται σαν τον ζεν κήπο της ψυχικής εξερεύνησης δύο καλοπροαίρετων αλλά σχετικά απλοϊκών πρωταγωνιστών. Δύσκολο να μην έρθει στον νου ο Σπινοζικός διαχωρισμός της φύσης σε natura-naturata (φύση ως έχει, ένα όμορφο αλλά στατικό θέαμα στο οποίο μπορεί κανείς να πάει και να σταθεί), και natura-naturans (φύση ως συνεχής ροή, μια δύναμη αλλαγής, εξέλιξης και έκπληξης, στην οποία παίρνει μέρος ο άνθρωπος). Δυστυχώς, η δεύτερη ουσιαστικότερη μορφή της σπανίως γίνεται αντικείμενο συλλογισμού ντοκιμαντέρ, που αναλώνονται συνήθως είτε στην υπαρξιακή κενότητα της ανθρώπινης ζωής εξαιτίας του μεγέθους του σύμπαντος ως φύση που μας περιβάλλει, είτε στη faux φιλοσοφική/ψυχική αφύπνιση που επιτρέπει ένα αυθαίρετα προσδιορισμένο από τον άνθρωπο τοπίο, νεκρωμένο σε μια όμορφη, διδακτική βιτρίνα για εκείνον να διαβαίνει.

Ακόμη και μετά από αυτές τις αντιρρήσεις, οι τελευταίες σεκάνς της “Λεοπάρδαλης του Χιονιού” είναι πρακτικά αδύνατον να μη συγκινήσουν έστω και σε κάποιο βασικό, αντανακλαστικό βαθμό, ενώ η τεχνική αρτιότητα της απεικόνισης λεπτών, αιθέριων στιγμών, πρακτικά ανύπαρκτων στον χρόνο όπως τον κατανοούμε καθημερινά, καθιστούν αυτή την ταινία μια εμπειρία άξια απόλαυσης στην αίθουσα, μακριά από το νοητικό και αισθητικό μούδιασμα του καναπέ.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *